must.com.cy
Η απόκτηση παιδιού με φυσιολογικό τρόπο δεν είναι δεδομένη για πολλά ζευγάρια. Τα ποσοστά υπογονιμότητας τα τελευταία χρόνια αυξάνονται λόγω πολλών ιατρικών και κοινωνικών παραγόντων. Η απόφαση για εξωσωματική γονιμοποίηση είναι για πολλούς μονόδρομος, αλλά πότε πρέπει ένα ζευγάρι να επισκεφθεί ένα γιατρό εξειδικευμένο στα θέματα γονιμότητας, πότε ορίζεται η υπογονιμότητα ως ανεξήγητη και πόσο διαρκεί μία θεραπείακαι τι πρέπει να περιμένει ένα ζευγάρι από μία προσπάθεια εξωσωματικής γονιμοποίησης. Απαντήσεις στα αρχικά ερωτήματα που απασχολούν τα ζευγάρια που θέλουν να γίνουν γονείς, αλλά βλέπουν τον χρόνο να περνάν δίνει ο Βασίλειος Γ. Κουφομιχαήλ, Μαιευτήρας - Χειρουργός Γυναικολόγος - Ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και Επιστημονικός Συνεργάτης Μονάδας ΥΓΕΙΑ IVF Εμβρυογένεσις σε σχετικό δημοσίευμα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
1) Πότε ένα ζευγάρι πρέπει να δει έναν ειδικό γονιμότητας;
Εάν δυσκολεύεστε να συλλάβετε, δεν είστε μόνοι. Χιλιάδες ζευγάρια προσπαθούν να αποκτήσουν παιδί χωρίς όμως επιτυχία.
Η υπογονιμότητα είναι η αδυναμία σύλληψης μετά από ένα χρόνο τακτικής χωρίς προφύλαξη ολοκληρωμένης ερωτικής επαφής (ή έξι μήνες εάν η γυναίκα είναι άνω των 35 ετών).
Αν και στις περισσότερες περιπτώσεις υπογονιμότητας εντοπίζονται προβλήματα στην ωοθηλακιορρηξία, τις σάλπιγγες ή το σπέρμα, υπάρχουν και άλλες πιθανές παθολογικές καταστάσεις που επηρεάζουν τη σύλληψη, όπως σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, ενδομητρίωση, ινομυώματα μήτρας, πρωτογενής ανεπάρκεια των ωοθηκών ή παθήσεις του θυρεοειδούς.
Ένας ειδικός γιατρός στην υπογονιμότητα μπορεί να εντοπίσει την αιτία και να συστήσει την ενδεδειγμένη για κάθε περίπτωση θεραπεία. Σε πολλές περιπτώσεις, το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με φαρμακευτική αγωγή ή χειρουργική επέμβαση. Η επιλογή θεραπείας εξαρτάται από τα αποτελέσματα μιας σειράς εξετάσεων που πρέπει να κάνει το ζευγάρι, το χρονικό διάστημα που ένα ζευγάρι προσπαθεί να συλλάβει και τη συνολική υγεία του ζευγαριού.
2) Τι είναι η ανεξήγητη υπογονιμότητα και πως αντιμετωπίζεται;
Περίπου 15% έως 30% των ζευγαριών θα διαγνωστούν με ανεξήγητη υπογονιμότητα, παρά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα των εξετάσεων της γυναίκας και του άνδρα δεν ανέδειξαν κάποια αιτία στειρότητας.
Η υπογονιμότητα ορίζεται συνήθως ως η αδυναμία σύλληψης μετά από 1 έτος τακτικής χωρίς προφύλαξης επαφής. Η αξιολόγηση της υπογονιμότητας ξεκινά συνήθως μετά από έναν χρόνο άκαρπων προσπαθειών τεκνοποίησης, αλλά σε ζευγάρια με ηλικία των γυναικών άνω των 35 ετών, καλό θα είναι η διαγνωστική εκτίμηση να ξεκινήσει μετά από 6 μήνες.
Οι βασικές εξετάσεις για την υπογονιμότητα περιλαμβάνουν: ανάλυση σπέρματος, αξιολόγηση της ωορρηξίας, υστεροσαλπιγγογραφία, ορμονολογικές εξετάσεις και, εάν ενδείκνυται, λαπαροσκόπηση.
Όταν τα αποτελέσματα μιας τυπικής αξιολόγησης υπογονιμότητας είναι φυσιολογικά, τότε τίθεται η διάγνωση της ανεξήγητης υπογονιμότητας.
Η θεραπεία για την ανεξήγητη υπογονιμότητα είναι, εξ ορισμού, εμπειρική, διότι δεν στοχεύει κάποια συγκεκριμένη λειτουργική ή ανατομική βλάβη. Οι κύριοι τρόποι αντιμετώπισης περιλαμβάνουν αρχικά χρονικές αλλαγές στη συχνότητα επαφών, θεραπευτική αγωγή με ήπια χορήγηση ορμονών, ενδομήτρια σπερματέγχυση, ελεγχόμενη υπερδιέγερση των ωοθηκών και εξωσωματική γονιμοποίηση.
Ο γιατρός θα κρίνει τη ενδεδειγμένη μέθοδο, ανάλογα με την ηλικία της υποψήφιας μητέρας, τη γενικότερη κατάσταση υγείας, την πιθανή ψυχολογική επιβάρυνση αλλά και το οικονομικό κόστος.
3) Πόσο διαρκεί ένας κύκλος εξωσωματικής γονιμοποίησης;
Η διάρκεια ενός κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης ποικίλλει μεταξύ 15-30 ημερών ανάλογα το πρωτόκολλο θεραπείας.
Την 1η ή την 2η ημέρα της περιόδου γίνεται ο πρώτος υπερηχογραφικός έλεγχος και ορμονολογικές εξετάσεις αίματος (FSH, Οιστραδιόλη, ΑΜΗ) και καθορίζεται το πρωτόκολλο διέγερσης των ωοθηκών.
Η λήψη των ειδικών ορμονών γίνεται καθημερινά από την 1η -2η μέρα της περιόδου μέχρι την ημέρα που τα ωοθυλάκια σχηματιστούν σε μέγεθος κατά μέσο όρο περίπου 18-22 εκατοστά. Αυτή η διαδικασία παρακολουθείται κάθε 2 ημέρες με υπερηχογράφημα και μέτρηση της οιστραδιόλης, και συνολικά καταμετράται 4 - 5 φορές μέχρι την μέρα της ωοληψίας.
Αν με τη διέγερση των ωοθηκών δεν αναπτυχθούν αρκετά ωοθυλάκια ή τα επίπεδα της οιστραδιόλης δεν είναι τα επιθυμητά, τότε οι πιθανότητες σύλληψης και κύησης στο συγκεκριμένο κύκλο είναι μειωμένες οπότε μπορεί να διακοπεί η θεραπεία και να αναβληθεί για αργότερα η όλη προσπάθεια.
Αν έχουν αναπτυχθεί τα ωοθυλάκια και όλα έχουν πάει καλά, τότε, γίνεται η συλλογή των ωαρίων από τις ωοθήκες διακολπικά, με ήπια νάρκωση. Παράλληλα γίνεται λήψη σπέρματος με εκσπερμάτιση, από τον υποψήφιο πατέρα, είτε στον δικό του χώρο είτε σε ειδικό χώρο στην μονάδα.
Η γονιμοποίηση ωαρίων και σπέρματος γίνεται στο εργαστήριο από τους εμβρυολόγους και μετά από τη 2η ή την 3η μέρα καλλιέργειας των εμβρύων πραγματοποιείται η εμβρυομεταφορά των επιλεγμένων εμβρύων στην ενδομητρική κοιλότητα. Εάν τα έμβρυα έχουν καλλιεργηθεί μέχρι το στάδιο της βλαστοκύστης (5η μέρα καλλιέργειας), η εμβρυομεταφορά πραγματοποιείται την πέμπτη ή έκτη ημέρα.
Η διαδικασία είναι πολύ απλή, μικρή σε διάρκεια και δεν απαιτεί νάρκωση. Με την ολοκλήρωση της εμβρυομεταφοράς η υποψήφια μητέρα λαμβάνει ορμονική υποστήριξη και κάνει τεστ εγκυμοσύνης μετά από 12 μέρες.
4) Πόσα έμβρυα τοποθετούνται στη μήτρα;
Ο αριθμός των εμβρύων που μεταφέρονται καθορίζονται κυρίως από την ηλικία των γυναικών, ενώ λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες όπως η ποιότητα των εμβρύων και ο αριθμός προηγούμενων αποτυχημένων προσπαθειών με μικρότερο αριθμό μεταφερόμενων εμβρύων.
Η ελληνική νομοθεσία ορίζει ως μέγιστο αριθμό τα 2 έμβρυα για γυναίκες ηλικίας έως 37 ετών, 3 για μέχρι 40 και 4 για μεγαλύτερες ηλικίες.
Όταν τοποθετούνται περισσότερα από ένα έμβρυα υπάρχει πάντα η περίπτωση διδύμων, τριδύμων ή πολύδυμων κυήσεων.
Είναι ένα περίπλοκο ζήτημα που εξαρτάται από πολλές παραμέτρους, αλλά συνήθως οι γιατροί τοποθετούν το πολύ μέχρι δύο έμβρυα. Τα μη χρησιμοποιημένα έμβρυα μπορούν να καταψυχθούν και να εμφυτευτούν ή να δωρηθούν αργότερα.
5) Ποιά είναι τα ποσοστά επιτυχίας;
Τα ποσοστά επιτυχίας στις μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μπορεί να έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, το σίγουρο όμως είναι ότι ποικίλουν ανάλογα με τη μέθοδο αλλά κυρίως ανάλογα με την κάθε περίπτωση χωριστά.
Οι πιθανότητες φυσιολογικής σύλληψης μετά από μία σεξουαλική επαφή στις γόνιμες ημέρες της γυναίκας, χωρίς γυναικολογικά προβλήματα ή προβλήματα στο σπέρμα, είναι περίπου 15% το μήνα.
Με την μέθοδο της σπερματέγχυσης το ποσοστό επιτυχίας κυμαίνεται από 15% έως 18%.
Στην εξωσωματική γονιμοποίηση το ποσοστό επιτυχίας κυμαίνεται μεταξύ 45% έως 48% για γυναίκες έως 35 ετών, μειώνεται στο 12% για γυναίκες 40 ετών και πέφτει στο 2-3% για γυναίκες ηλικίας 44 ετών. Στις περιπτώσεις δωρεάς ωαρίων το ποσοστό επιτυχίας κυμαίνεται από 60-70%.
Ωστόσο, τίποτα δεν είναι απόλυτο και το τελικό αποτέλεσμα που δεν είναι άλλο από την επίτευξη εγκυμοσύνης και γέννησης ενός παιδιού, επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Κάθε ζευγάρι έχει τις δικές του πιθανότητες και τα δικά του ποσοστά επιτυχίας τα οποία μπορεί να εκτιμήσει ο γιατρός.