Γράφει ο Άγγελος Ρέντουλας
Από το υλικό των ονείρων είναι φτιαγμένο το Ποσειδώνιον. Στερεωμένο σαν παλιά καρτ ποστάλ στη φαρδιά προμενάντ δεξιά από την Ντάπια, αγέρωχο, παράξενο κτίριο για την κλίμακα του νησιού. Αντανάκλαση της κοσμοπολίτικης μεγαθυμίας των αρχών του 20ού αιώνα, κορυφαία έκφραση μιας εποχής που άρτυσε τη νεαρή χώρα με ένα λούσο επινοημένου μα αναγκαίου μεγαλείου, συνώνυμο μεγάλων προσδοκιών και επιτευγμάτων. Ένα σύμβολο μιας εξωστρεφούς νησιωτικής αρχοντιάς. Μιας ζωής που λείπει.
Επιβλητικό κι όμως ανάλαφρο. Δροσερό. Με τη δροσιά που χαρίζει ο χρόνος στα παλιά, όμορφα πράγματα. Διασχίστε νωχελείς την είσοδο, ανεβείτε τη σκάλα, κατεβείτε, περιδινηθείτε στους μινωικούς διαδρόμους του, καθίστε σ’ εκείνο και στο άλλο σαλονάκι, δίπλα στο πιάνο ή πιο πριν, πιο μέσα ή πιο έξω. Παραγγείλτε καφέ, ένα ντρινκ, ένα οτιδήποτε, και αφουγκραστείτε λαγγεμένοι τον ψίθυρο της λεπτής πολυτέλειάς του, της μυστικής ζωής του. Θα σας κυριεύσει.
Τη σημερινή του αίγλη το ζηλευτό αυτό ξενοδοχείο την οφείλει προεχόντως στον Μανώλη Βορδώνη, έναν λιγυρό εστέτ, επί πολλά έτη στέλεχος της ελληνικής ναυτιλίας, με χρυσές σπουδές, χρυσή καριέρα και ένα μυαλό που πετάει σπίθες. Πριν χρόνια το έβαλε στόχο ζωής να ξαναδώσει ζωή στο Ποσειδώνιον, μαζί με όλη τη φαμίλια του. Τους αξίζουν αίνοι δοξαστικοί, καθότι δεν χειρίστηκαν το μνημείο αυτό των Σπετσών σκηνογραφικά, μα του έδωσαν ζωή τωρινή, με γούστο λεπτό, διαχρονικό.
Χρυσούς φοίνιξ και στον Θεολόγο Αμηρά, έναν δεινό μάγειρα, που έχει επιδαψιλεύσει για το εστιατόριο της ποσειδώνιας βεράντας μια κουζίνα πολυτελή και πολυεπίπεδη, αρμόζουσα στο φίνο μεγαλείο του ξενοδοχείου.
Πολυτελή μα τηρουμένων… των υλικών. Εξηγούμαι: Τα κηπευτικά στην πλειονότητά τους προέρχονται από το μποστάνι του ξενοδοχείου. Στην ενδοχώρα των Σπετσών, σ’ ένα βουνί, σ’ ένα αυλάκι του βουνού στην πραγματικότητα, η φαμίλια έφτιαξε μαζί με τον κυρ-Φώτη τον φροντιστή έναν λαχανόκηπο ασπαίροντα, λιγωτικά όμορφο. Δεν φτάνει ο χώρος να σας πω περισσότερα γι’ αυτόν, ούτε για το θεσπέσιο μυστικό γεύμα που μπορείτε να κανονίσετε να πάρετε εδώ μακριά απ’ όλους. Θα σας πω μονάχα ετούτο: το καρότο που δοκίμασα βγαλμένο από δω, ωμό, μάμα μία τι νοστιμιά, δεν έχω γευτεί γευστικότερο!
Ο κ. Αμηράς δουλεύει με αυτά τα ζαρζαβάτια και συμπληρώνει ό,τι χρειάζεται, όποτε και αν χρειάζεται. Βασίζεται κυρίως σε αυτά. Τα ψάρια είναι των κοντινών ψαρολίβαδων, που είναι, πιστέψτε με, από τα νοστιμότερα της χώρας. Κρέας, τυριά κ.λπ. παίρνει από επιλεγμένους κοντινούς όσο γίνεται παραγωγούς.
Το μενού, λοιπόν, θα το ζήλευαν πολλά εστιατόρια. Συντονισμένο με το παγκόσμιο παρόν της γαστρονομίας, στερεωμένο στον τόπο, αξιομνημόνευτο. Δεν θα σας πω πολλά, σημειώστε μόνο τα χειροποίητα καρυκευμένα βούτυρα, το δικό του ζυμωτό ψωμί, το δικό του αυγοτάραχο. Και κάτι λίγο ακόμα: μια κακαβιά Αργοσαρωνικού με ντάμπλινγκ σφυρίδας, λαχανικά του μποστανιού και λάδι αστακού από τις θάλασσες εδώ. Μια λεπτουργημένη αθηναϊκή πανδαισία (πόσο ταιριαστή στο αστικό σκηνικό), με ελληνικό χαβιάρι, ταραμά και αγγούρι κομμένο ψιλό. Α, κι αυτές τις μακαρούνες με μπολονέζ στείρας και ροκ πέστο πικάντικης ρόκας.
Έχει περάσει καιρός από την επίσκεψή μου στο Ποσειδώνιον, το μυαλό μου, όμως, περνά συχνά πυκνά το κατώφλι του. Κάποιες αναμνήσεις είναι έτσι ανεξάλειπτες, θρασείς. Με το θράσος των ονείρων.