Kathimerini.gr
Δημήτρης Αθηνάκης
Η προϋπόθεση για να σου αποδοθεί η υποτροφία είναι απλή και, grosso modo, συνοψίζεται ως εξής: «Ασε τις σπουδές και πιάσε τη ζωή απ’ τα μαλλιά». Ο δισεκατομμυριούχος Πίτερ Τιλ, της ομώνυμης υποτροφίας, είναι σαφής στις πρώτες γραμμές της ιστοσελίδας του: «Η υποτροφία Τιλ προσφέρει 100.000 δολάρια σε νέους που προτιμούν να χτίσουν νέα πράγματα από το να κάθονται σε μιαν αίθουσα διδασκαλίας. Οι υπότροφοι Τιλ παραλείπουν ή παύουν τις σπουδές τους για να λάβουν επιχορήγηση 100.000 δολαρίων και υποστήριξη από το δίκτυο ιδρυτών, επενδυτών και επιστημόνων του Ιδρύματος Τιλ».
«Ανθρωπιστική» στροφή μιας νέας γενιάς οικονομικά επιτυχημένων και κοινωνικά ευαισθητοποιημένων;
Αυτή όμως είναι η πρωτοτυπία της υποτροφίας· αλλά όχι τόσο εκείνων που τη λαμβάνουν.
Διότι ο Οστιν Ράσελ, ο 28χρονος «αυτοδημιούργητος δισεκατομμυριούχος» από την Καλιφόρνια που εξαγόρασε εσχάτως το πλειοψηφικό πακέτο της Forbes Media και του ιστορικού περιοδικού για 800 εκατ. δολάρια, υπήρξε υπότροφος Τιλ, παρατώντας το Στάνφορντ ήδη από το πρώτο τρίμηνο των σπουδών του, προκειμένου να κυνηγήσει το όνειρό του – κι αυτό δεν αποτελεί, τουλάχιστον για τη γη της ελευθερίας, καμία πρωτοτυπία.
Οι λίστες και το φιλάνθρωπο επιχειρείν
Ο Οστιν Ράσελ έχει κάνει πολλά απ’ όσα έχουμε δει πολλάκις – στην πραγματικότητα ή στις αφηγηματικές τέχνες: το 2017, το MIT Technology Review τον ανακήρυξε «Καινοτόμο κάτω των 35 ετών»· το 2018, το Forbes –σαν μια κάποια προοικονομία– τον ενέταξε στη λίστα των «30 κάτω των 30», εξαιτίας της εταιρείας του Luminar (νεαρότερη στη λίστα η 13χρονη Μάρλι Ντίας, ιδρύτρια του #1000blackgirlbooks, που συγκέντρωσε 10.000 βιβλία με μαύρες ηρωίδες)· το 2021, το περιοδικό Fortune τον εμφάνισε στη λίστα «40 κάτω των 40»· το 2022, το εξειδικευμένο αμερικανικό περιοδικό Motor Trend τον κατέταξε στη θέση 41 στη λίστα των ισχυρών της αυτοκινητοβιομηχανίας (ο Ελον Μασκ στη θέση 14 και πρώτος ο CEO της Ford, Τζιμ Φάρλι)· πέρυσι επίσης, τοποθετήθηκε στον αριθμό 36 της λίστας «Philanthropy 50» με τους κορυφαίους δωρητές στην Αμερική.
Αυτό που δείχνει να φέρει μαζί του, όμως, και που έχει την ιδιαίτερη σημασία του με την ευκαιρία της εξαγοράς του Forbes –της ιστορικής κιβωτού των doers, των αυτοδημιούργητων και το libro d’oro όσων αρέσκονται στο πρωτόκολλο της λίστας– είναι η «ανθρωπιστική» στροφή μιας νέας γενιάς οικονομικά επιτυχημένων και κοινωνικά ευαισθητοποιημένων.
Ισως ούτε αυτό θα ήταν πρωτοφανές, αν περιοριζόταν στην κοινωνική επανεπένδυση των πλεονασμάτων ή των πλεοναζόντων μερισμάτων· το ενδιαφέρον έγκειται στην ηθική στροφή των επιχειρήσεων τεχνολογίας, σε έναν «φιλάνθρωπο» ομφαλοσκοπικό αναπροσανατολισμό.
Με την εξαγορά του Forbes, στο επίσημο δελτίο Τύπου που μοιράστηκε και στο οποίο κάθε δημοσιογράφος παραπέμπεται όταν ζητεί επιπλέον σχόλια, η στόχευση ήταν σαφής ήδη από τον τίτλο: «Το Forbes περνά στα χέρια του επιχειρηματία και φιλάνθρωπου Οστιν Ράσελ».
Και με υπότιτλο: «Με όραμα να υπερασπιστεί την επόμενη γενιά του καπιταλισμού διά του ηθικώς επιχειρείν και της ανταπόδοσης».
Ενώ ως δήλωση του ίδιου του 28χρονου επιχειρηματία καταγράφεται: «Το Forbes είναι κάτι που ανέκαθεν θαύμαζα ως μπραντ και αυτοκρατορία των μέσων ενημέρωσης», προσθέτοντας ότι ο Οστιν Ράσελ δεν σκοπεύει να εμπλακεί στις καθημερινές δραστηριότητες του Forbes· αυτό που επιθυμεί είναι να μεγαλώσει την ομάδα και να δώσει έμφαση στη «φιλανθρωπία» εντός της επιχείρησης.
«Μαύρη μαγεία» στο γκαράζ του πατρικού
©Associated Press
Είναι 15 Σεπτεμβρίου του 1917. Ο Μπέρτι Τσαρλς Φορμπς, οικονομικός συντάκτης, και ο Ουόλτερ Ντρέι, γενικός διευθυντής του Magazine of Wall Street, ιδρύουν το Forbes, με αρχικό τίτλο: Forbes: Devoted to Doers and Doings (σε ελεύθερη απόδοση: «Forbes: Για τους δρώντες και τις δράσεις»).
Αν παρακολουθήσει κανείς την ως τώρα πορεία του Οστιν Ράσελ, δεν είναι δύσκολο να βρει την ταύτισή του με τον πρώτο τίτλο του Forbes, 78 χρόνια προτού ο ίδιος γεννηθεί. Από μικρός, στα τελευταία χρόνια των millennials και στα πρώτα της Gen Z, ο γεννημένος στο Νιούπορτ Μπιτς της Καλιφόρνια, τον Μάρτιο του 1995, Οστιν Ράσελ ήθελε να είναι doer – και να συνδυάζει, όπως ο ίδιος έλεγε, την επιχειρηματικότητα με το «καλό»· αυτός ο συνήθως ασαφής μα στις προθέσεις του αισιόδοξος στόχος στη χώρα του αμερικανικού ονείρου.
Σύμφωνα με παλαιότερα δημοσιεύματα στο Forbes, στο CNN ή στη Wall Street Journal, μεταξύ άλλων, από μικρός αναρωτιόταν για τη λειτουργία όλων των πραγμάτων. Ηξερε απέξω τον περιοδικό πίνακα των στοιχείων της Χημείας όταν ήταν δύο ετών, ήταν 13 ετών όταν εφηύρε ένα υποβρύχιο σύστημα ανακύκλωσης και σχεδόν 17 όταν ίδρυσε τη Luminar για να βοηθήσει τα αυτόνομα αυτοκίνητα να αποφεύγουν τις συγκρούσεις· τον ενδιέφεραν ανέκαθεν οι λειτουργίες του φωτός, οι οπτικές ίνες και η ανάπτυξη λογισμικού, καταβρόχθιζε διαλέξεις του ΜΙΤ και του Στάνφορντ και διάβαζε πολλή… Wikipedia.
Στο γκαράζ του πατρικού του δημιούργησε μόνος του ένα «εργαστήρι μαύρης μαγείας», όπως έλεγε αστειευόμενος γι’ αυτό που νόμιζαν οι γονείς του ότι κάνει· ήθελε να πειραματιστεί με το λέιζερ και η μητέρα του, πρώην μοντέλο, ή ο πατέρας του, επιχειρηματίας στην αγορά ακινήτων, απλώς του άφηναν το φαγητό στην πόρτα για να μην τον ενοχλήσουν.
Στο μεταξύ, κέρδιζε τα χρήματα για να χρηματοδοτεί το εργαστήριό του νικώντας σε τουρνουά βιντεοπαιχνιδιών της Nintendo.
Ο μέντορας και οι τρεις μήνες στο Στάνφορντ
Μπορεί, βέβαια, να μην τον ενοχλούσαν με… πεζά πράγματα όπως το φαγητό, ωστόσο οι γονείς του δεν θα τον άφηναν έτσι. Το 2010, σε ηλικία 15 ετών, του βρήκαν έναν μέντορα για τη «μαύρη του μαγεία»· ήταν ο επιχειρηματίας στον τομέα των λέιζερ Τζέισον Αϊχενχολντς. Είναι ο ίδιος που έμελλε, δύο χρόνια αργότερα, να γίνει συνιδρυτής της Luminar. Κι όλα είχαν ξεκινήσει από ένα πρωινό που είχαν φάει οι τέσσερίς τους – όταν ο Αϊχενχολντς διέκρινε την «τρομερή περιέργεια και τις ικανότητές του» και αργότερα τον βοήθησε να βρει δουλειά στον ερευνητικό οργανισμό Beckman Laser Institute και να εγγραφεί για σπουδές Εφαρμοσμένης Φυσικής στο Στάνφορντ.
Αντεξε μόλις τρεις μήνες· η Luminar ήθελε την πλήρη αφοσίωσή του. Αυτή, ασφαλώς, που του χάρισε την υποτροφία του Ιδρύματος Τιλ.
«Κάνουμε πλάκα μεταξύ μας λέγοντας ότι ανακαλύψαμε 2.000 τρόπους για να μην αναπτύξουμε ένα σύστημα LIDAR», θυμάται, μιλώντας στο CNN, ο Τζέισον Αϊχενχολντς, που είδε την εξέλιξη του προτεζέ του μέσα σε τόσο λίγα χρόνια. «Τον ξεχωρίζει ο τρόπος που υπάρχει», έχει πει σιβυλλικά ο μέντοράς του.
Αυτός ο «τρόπος που υπάρχει» περιελάμβανε εβδομάδες με 120 ώρες εργασίας, αλλά πάντοτε κρατούσε μία ημέρα, συνήθως το Σάββατο, για να σκεφτεί. Κι αυτό είναι κάτι που –με μια κάποια αδιάγνωστη συστολή– επαναλαμβάνει στις ενθαρρυντικές του ομιλίες, που φλερτάρουν, όπως είναι βεβαίως φυσικό, με τα μαθήματα αυτοβελτίωσης: «Βρείτε χρόνο να σκεφτείτε μες στην τρέλα της ημέρας».
Και το λέει εκείνος που περπατάει κρατώντας διαρκώς σημειώσεις στο κινητό του. «Υπάρχουν στιγμές που είμαι μόνος μου και, χωρίς καν το πάρω χαμπάρι, έχω περπατήσει δέκα χιλιόμετρα», έχει πει ο ίδιος στο CNN.
Ο Οστιν Ράσελ έχει ουκ ολίγες φορές μιλήσει για –κατά αυτολεξεί κυριολεξία– αίμα, δάκρυα και ιδρώτα που έχει χύσει δουλεύοντας, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι είναι «σχετικά νέος» και πασχίζει περίπου επί 10 χρόνια. Στις συνεντεύξεις του επιτονίζει την αξία της προσφοράς της τεχνολογίας στον άνθρωπο, επιμένει να σκιαγραφεί το αμερικανικό όνειρο –αυτό το προτρεπτικό «τόλμα»– και να θεωρεί ότι ο ακαδημαϊκός χώρος είναι ακατάλληλος για όσους θέλουν να… τολμήσουν. Εξάλλου, το πανεπιστήμιο δεν σου αφήνει χρόνο να δοθείς ολοκληρωτικά στο επιχειρηματικό σου όνειρο, όπως λέει ο ίδιος.
«Οταν ξεκινάς από το μηδέν και φτιάχνεις κάτι που έχει πραγματική αξία, τότε αποκτά ενδιαφέρον η ζωή», έχει πει στην Wall Street Journal ο άνθρωπος που καταναλώνει πολλά αναψυκτικά μες στη μέρα.
Luminar – το όραμα των 100 ετών
Ο Οστιν Ράσελ, αριστερά, με τον Markus Schäfer, μέλος του Δ.Σ. της Daimler AG και της Mercedes-Benz AG και Chief Technology Officer, στο εργοστάσιο της Mercedes-Benz, στο Sindelfingen, στη Γερμανία, το 2022. (©BusinessWire/AP)
Η αγάπη για το φως και όσα εκείνο μπορεί να προκαλέσει και να παραγάγει είναι ολοφάνερη ήδη στην ονομασία της εταιρείας του που ιδρύθηκε το 2012. Είχε πιστέψει εξαρχής –εκείνος που έχει λάβει περί τα 100 διπλώματα ευρεσιτεχνίας– ότι τα προϊόντα της εταιρείας του θα έκαναν πραγματικότητα την αυτόνομη οδήγηση.
Με κεντρικά γραφεία στο Ορλάντο, η Luminar παράγει τεχνολογία που σαρώνει όλη τη γύρω περιοχή του οχήματος ώστε εκείνο να μπορέσει να αποφύγει συγκρούσεις με ανθρώπους και αντικείμενα. Ηδη 50 μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες εμπιστεύονται τα προϊόντα της εταιρείας του Οστιν Ράσελ, με πρώτες και καλύτερες τη Volvo, τη Mercedes και την Toyota, που αναπτύσουν νέα γενιά αυτόνομων οχημάτων με τεχνολογία της Luminar.
Το όραμα της εταιρείας είναι βασισμένο στον αριθμό 100. Εχει διάρκεια 100 ετών και στοχεύει να σώσει έως και 100 εκατομμύρια ζωές και 100 τρισεκατομμύρια ώρες στον δρόμο τα επόμενα 100 χρόνια μέσω της μείωσης των τροχαίων ατυχημάτων και της παροχής δυνατοτήτων αυτονομίας.
Η πρώτη πενταετία, ωστόσο, της εταιρείας ήταν… κάτω από τα ραντάρ. Παρότι είχε δημιουργηθεί μία εταιρεία στη Σίλικον Βάλεϊ που απασχολούσε, όπως λέει ο Τζορτζ Γκίλντερ στο βιβλίο του «Life After Google: The Fall of Big Data and the Rise of the Blockchain Economy», περί τους 250 υπαλλήλους, ο Οστιν Ράσελ είχε αφιερωθεί στον σχεδιασμό και την κατασκευή του συστήματος LIDAR (Light/Laser Detection and Ranging) – και στη συγκέντρωση χρηματοδότησης φυσικά.
Βγαίνοντας από την αφάνεια
Το 2017, όμως, είναι η χρονιά που η εταιρεία βγαίνει από το «stealth mode». Και τα δημοσιεύματα δίνουν και παίρνουν, αναφέροντας ότι αυτό που διακρίνει τη Luminar είναι ότι τα προϊόντα της είναι… σπιτικά και όχι βιομηχανικά – το πιο σημαντικό, όπως γράφτηκε, είναι η χρήση του αρσενιδίου του γαλλίου για τον φωτοανιχνευτή, στοιχείο που ο Οστιν Ράσελ, καταπώς φαίνεται, γνώριζε από δύο ετών όταν απομνημόνευε τον περιοδικό πίνακα.
Την ίδια χρονιά, είχε ξεσπάσει ένα σκάνδαλο μεταξύ Uber και Wayno, στον τομέα της αυτόνομης οδήγησης, καθώς η τελευταία κατηγόρησε διαρροή τεχνολογίας της στην πρώτη. Ο Οστιν Ράσελ, όταν έμαθε το γεγονός, αυτό που χαμογελώντας είπε, ερωτώμενος σχετικά από το MIT Technology Review, ήταν: «Αυτό καταδεικνύει την αναγκαιότητα της τεχνολογίας LIDAR στην κούρσα του τομέα αυτόνομων οχημάτων».
Το 2020 είναι η ώρα να εισαχθεί στον Nasdaq. Ο Οστιν Ράσελ καθίσταται δισεκατομμυριούχος και ανακηρύσσεται ο νεότερος διεθνώς – είναι μόλις 25 ετών. Οπως είχε πει ο ίδιος: «Δαπανήσαμε πολύ χρόνο για να αντιληφθούμε τι ήταν δυνατό να γίνει. Κατά κάποιον τρόπο, είναι φοβερό και σουρεαλιστικό να είσαι συμμέτεχος σε κάτι τέτοιο, να εισάγεσαι στο χρηματιστήριο. Αν το καλοσκεφτείς όμως, είναι πολύ λογικό».
Η SPAC και ο Ελληνοαμερικανός επενδυτής
Ο Dean Metropoulos. (©Shutterstock, 2015)
Η είσοδος στη χρηματιστηριακή αγορά έγινε μέσω «εταιρείας ειδικού σκοπού», τις λεγόμενες SPAC (Special-purpose acquisition company), εταιρείες-κελύφη οι οποίες είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο και έχουν συσταθεί για να εξαγοράσουν εταιρείες, εισάγοντάς τες εμμέσως στην αγορά. Είναι μία συνήθης διεθνής πρακτική, που γλιτώνει χρόνο και κόπο συγκέντρωσης κεφαλαίων μέσω ανοικτής δημόσιας προσφοράς.
Η Luminar είχε χρησιμοποιήσει ως εταιρεία-κέλυφος την Gores Metropoulos Inc., μια παγκόσμια επενδυτική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1987 από τον Alec Gores και από θυγατρική του Ελληνοαμερικανού C. Dean Metropoulos, βετεράνου επενδυτή στον χώρο των τροφίμων και βασικού δωρητή, με τη σύζυγο του Μαριάννα, του Prince’s Trust, του φιλανθρωπικού οργανισμού του Βρετανού βασιλιά Καρόλου, βοηθώντας στην εκπαίδευση εκατοντάδων παιδιών στην Αφρική και την Ελλάδα, μεταξύ πολλών άλλων φιλανθρωπικών δράσεων. Οπως έχει γράψει ο «Εθνικός Κήρυξ», ο Μητρόπουλος έχει τιμηθεί από το Διεθνές Ιδρυμα για την Ελλάδα (IFG), καθώς και από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία που εξέδωσαν γραμματόσημα αφιερωμένα σε αυτόν το 2019.
Νέο… αιώνιο όραμα;
Τα ιστορικά γραφεία του περιοδικού στη Νέα Υόρκη. (©Shutterstock)
Εντός τριετίας, πάντως, η εταιρεία, όπως γράφουν διεθνή δημοσιεύματα, χάνει από τη χρηματιστηριακή της αξία, καθότι αυξάνεται και ο ανταγωνισμός στο πεδίο (ο Ελον Μασκ, φυσικά, ανήκει στους επικριτές της τεχνολογίας της Luminar) αλλά ο Οστιν Ράσελ φαίνεται αποφασισμένος να μην το βάλει κάτω. Εχοντας κατακτήσει ένα μεγάλο κομμάτι του τομέα όπου δραστηριοποιείται, είναι τώρα έτοιμος να περάσει ένα νέο όραμα –ίσως και αυτό 100 ετών, με την ορμή των 28 του χρόνων– για το επιχειρείν, μέσω της κιβωτού που λέγεται Forbes.
Δεν είναι ο πρώτος δισεκατομμυριούχος των νεοφυών επιχειρήσεων που θέλει να εισαχθεί στον χώρο των μίντια, ειδικά την τελευταία δεκαετία, σηματοδοτώντας την έτσι κι αλλιώς σαφή μετάβαση στον ψηφιακό κόσμο, όπως λέει η Wall Street Journal, σημειώνοντας τη «μάχη» παραδοσιακών μίντια και ψηφιακών πλατφορμών. Ο Τζεφ Μπέζος της Amazon εξαγόρασε τη Washington Post το 2013· το 2018, οι Μαρκ και Λιν Μπένιοφ της Salesforce το περιοδικό Time, ο Ταϊλανδός πολυεπιχειρηματίας Τσατσάβαλ Γιαράβανον το Fortune και ο γιατρός και επενδυτής στη βιοτεχνολογία Πάτρικ Σουν-Σιονγκ τους Los Angeles Times.
Πολλοί λένε ότι –μετά την εξαγορά από τον 28χρονο Οστιν Ράσελ του 82% του Forbes, μέρος του οποίου ανήκε από το 2014 στην Integrated Whale Media Investments, με έδρα το Χονγκ Κονγκ– το ιστορικό περιοδικό επιστρέφει σε αμερικανικά χέρια, υπονοώντας, ίσως, ότι η υπεραιωνόβια ιστορία του εκεί το τοποθετεί δικαιωματικά.
Εχουν αρχίσει ήδη οι «γκρίνιες» ότι πίσω από την επένδυση των 800 εκατ. δολαρίων για το 82% –που αφαιρεί και το τελευταίο ποσοστό από τους θρυλικούς κληρονόμους της οικογένειας Φορμπς– κρύβεται μία εταιρεία ΜΜΕ με έδρα την Ινδία, κάτι που μάλλον θολώνει τα «καθαρά αμερικανικά χέρια» στα οποία επιστρέφει το Forbes.
Λίγη σημασία έχει. Ο Οστιν Ράσελ είναι 28 ετών και δεν δείχνει διατεθειμένος να σταματήσει εύκολα. Ισως συνεχίσει να κάνει διαλείμματα για να σκέφτεται τη μεγάλη εικόνα· ίσως όντως επενδύσει στον «εξανθρωπισμό» του επιχειρείν, όπως ίσως τον έχει φανταστεί· ίσως όντως μεταβεί το Forbes –και οι αξίες που φέρει εδώ και έναν αιώνα– σε αυτή την περιλάλητη νέα εποχή όπου οι άλλοτε αντιθετικές έννοιες μπορούν να συνυπάρξουν.
Ο Οστιν Ράσελ, υπό άλλες συνθήκες σε αυτή την ηλικία, θα είχε κάθε περιθώριο για οποιοδήποτε λάθος· τώρα είναι ιδιοκτήτης μεγάλου μέσου, κι αυτό ίσως δεν μπορεί να περιοριστεί στην εγγενή του περιέργεια για το πώς λειτουργούν τα πράγματα.