Έπεσα τις προάλλες πάνω στην ανακοίνωση της διοίκησης του ΤΕΠΑΚ, με την οποία η αρμόδια υπηρεσία του Πανεπιστημίου προέβη σε μία πρωτοφανή έκκληση. Ουσιαστικά καλεί οικογένειες και κατοίκους της Λεμεσού να φιλοξενήσουν στα σπίτια τους φοιτητές, έναντι μικρού αντιτίμου. Το πρόβλημα έλλειψης στέγης σε προσιτές τιμές και ενοίκια υφίσταται εδώ και μερικά χρόνια. Σιγά-σιγά όμως γίνεται αφόρητο, με πολλαπλές και οριζόντιες επιδράσεις σε διάφορους τομείς. Τα ξενοδοχεία αδυνατούν να προσελκύσουν κοινοτικούς εργαζομένους για τη σεζόν, ενώ δυσκολεύονται να βρουν μόνιμο προσωπικό που δεν διαθέτει ήδη διαμονή στην πόλη. Στην εστίαση πολλά εστιατόρια υπολειτουργούν, ενώ στον κατασκευαστικό τομέα και τη βιοτεχνία περιορίζονται ήδη νέες επενδύσεις. Κι όλα αυτά, για να μας επιβεβαιώσουν τον κανόνα, ότι κάθε στρέβλωση έρχεται με κόστος.
Τα ακριβά ενοίκια και γενικά το υψηλό κόστος στέγασης είναι εκ των βασικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν σήμερα οι πολίτες σε Λεμεσό, Λευκωσία αλλά προσφάτως και σε Λάρνακα-Πάφο. Όταν ένα μονάρι απορροφά το 40% με 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού, πώς τα βγάζει πέρα άραγε η πλειοψηφία που αμείβεται με πολύ λιγότερα; Με αυτά τα δεδομένα το πρόβλημα μετατρέπεται σε κοινωνικό. Περίπου ένας στους πέντε πολίτες, βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας που είναι στα €10.011 για ένα άτομο και €21.024 για οικογένεια με δύο παιδιά. Το πιο τραγικό είναι που ακόμα και νοικοκυριά που τοποθετούνται σε υψηλότερα επίπεδα εισοδήματος (€30-€50.000 /έτος), εάν πρέπει να καταβάλλουν κοντά €12.000 για ενοίκιο ή δόση, αισθάνονται να μπαίνουν σε πορεία φτωχοποίησης. Ιδιαίτερα μία τέτοια περίοδο που οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και των καυσίμων έχουν αυξηθεί δραματικά.
Με τον πληθωρισμό να έχει φτάσει σχεδόν στο 11%, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι το κόστος διαβίωσης στα μεγάλα αστικά κέντρα άρχισε να γίνεται δυσβάσταχτο. Μπορεί να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια ο μέσος μισθός, να μειώνεται η ανεργία, να υπάρχει ανάπτυξη (εξαιρείται η περίοδος της πανδημίας), αλλά οι αυξήσεις στα εισοδήματα αποδεικνύονται αμελητέες μπροστά στην τεράστια αύξηση των τιμών βασικών αγαθών αλλά, κυρίως, των ενοικίων και του κόστους στέγασης. Τα ενοίκια από το 2015 μέχρι και σήμερα είχαν αυξηθεί πέραν του 60%-70% στη Λεμεσό, ενώ στη Λευκωσία ξεπέρασαν το 50%. Σε ορισμένες περιοχές μάλιστα έχουν διπλασιαστεί. Για την ίδια περίοδο, οι μέσες μηνιαίες απολαβές αυξήθηκαν κατά 8,2%.
Λίγες μέρες μετά τη δραματική έκκληση του ΤΕΠΑΚ, κυκλοφόρησε και η έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για το γνωστό σκάνδαλο των «χρυσών διαβατηρίων». Από την έρευνα επιβεβαιώνεται για άλλη μία φορά ότι το Πρόγραμμα Πολιτογραφήσεων κάθε άλλο παρά αποσκοπούσε στην προσέλκυση βιώσιμων επενδύσεων. Αντιθέτως, με ολοφάνερη την κατάχρηση εξουσίας, επικεντρώθηκε στην παραχώρηση διαβατηρίων, χωρίς κανένα έλεγχο για το αν η επένδυση ήταν πραγματική ή αν ο φερόμενος ως επενδυτής πληρούσε τα κριτήρια. Από το 2014 περίπου, όταν η κυβέρνηση έστρεψε το Πρόγραμμα συνειδητά στον τομέα των ακινήτων, η οικοδομική βιομηχανία επιδόθηκε σε ένα οργασμό κατασκευής πολυτελών διαμερισμάτων. Για σχεδόν έξι ολόκληρα χρόνια αγνοήθηκε η ζήτηση από φοιτητές και νέους εργαζόμενους για προσιτές οικιστικές μονάδες, καθώς η έγνοια των κυβερνώντων ήταν η κάλυψη της ζήτησης για τα «χρυσά» διαβατήρια και τα «χρυσά» συμβόλαια. Το αποτέλεσμα σήμερα, πολλά πολυτελή διαμερίσματα να παραμένουν άδεια και εκτός αγοράς οικιστικών μονάδων, ενώ για τα ελάχιστα διαθέσιμα, η αυξανόμενη ζήτηση διογκώνει συνεχώς τις τιμές αγοράς και το ύψος των ενοικίων.
Βεβαίως, εκείνη την περίοδο η οικονομία κατέγραφε σημαντικά ποσοστά ανάπτυξης, καθώς υπήρξε ρεκόρ αφίξεων στον τουρισμό, ενώ ο τομέας των κατασκευών βοήθησε τα μέγιστα στην οικονομία, μέσω του τεράστιου πολλαπλασιαστή που διαθέτει. Κάπως έτσι και σήμερα, όταν για το 2ο τρίμηνο του 2022 σημειώθηκε ανάπτυξη της τάξης του 6,1% του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της ώθησης από τη μερική ανάκαμψη του τουρισμού, μετά και τον εγκλεισμό των lockdown. Παρά τα θετικά ποσοστά ανάπτυξης, όμως, με τα δεδομένα του αυξημένου κόστους διαβίωσης, μεγάλο μέρος της κοινωνίας μένει πίσω και η ανισότητα διευρύνεται. Δεν είναι μόνο όσοι βρέθηκαν κάτω από το όριο της φτώχειας, αλλά και άλλοι τόσοι που είδαν τα εισοδήματά τους να συρρικνώνονται και το βιοτικό τους επίπεδο να περνά από την ευπορία, στη σοβαρή υλική στέρηση.
Είναι φανερό ότι μεγάλη μερίδα του πληθυσμού πληρώνει σήμερα το κόστος της στρέβλωσης στην αγορά ακινήτων. Οι παρεμβάσεις –διαπλοκής– της κυβέρνησης ΔΗΣΥ πέτυχαν να καθηλώσουν την προσφορά οικιστικών αλλά και επαγγελματικών μονάδων κάτι που φυσικά επηρεάζει αρνητικά ακόμα και την προοπτική ανάπτυξης. Είναι υποχρέωση της εκάστοτε κυβέρνησης να εποπτεύει και να κατευθύνει, με τις πολιτικές της, την ισορροπία προσφοράς- ζήτησης προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Ιδιαίτερα στην αγορά ακινήτων –έναν κλάδο που έχει άμεσο αντίκτυπο στην ευημερία των πολιτών– οι τιμές αγοράς και ενοικίων θα πρέπει να διατηρούνται σε προσιτά επίπεδα. Τι νόημα θα είχε άλλωστε η ανάπτυξη, αν αυτή παράγει φτώχεια αντί ευημερία;
Ο κ. Πάνος Λοΐζου Παρράς είναι οικονομολόγος. Μέλος του εκλογικού επιτελείου του ανεξάρτητου υποψηφίου για την Προεδρία της Δημοκρατίας Ανδρέα Μαυρογιάννη.