Του Απόστολου Κουρουπάκη
Κράτησε εκείνο το χαρτί για μια μόνο στιγμή μπροστά της, και με έναν σχεδόν συνωμοτικό τρόπο, το έδειξε στον άντρα της, ο οποίος καθόταν σε μία πολυθρόνα, σχεδόν στη μέση του δωματίου. Χαμογέλασαν και οι δύο, τα βλέμματά τους συγχρονίστηκαν και κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, ξαναχαμογέλασαν… Έπειτα το δίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη της ζακέτας της.
Είχε μόλις επιστρέψει στο σπίτι της από την εκκλησία. Πήγαινε τακτικά, όχι κάθε Κυριακή, αλλά τη Μεγάλη Εβδομάδα δεν έχανε ποτέ καμία ακολουθία, όπως και τις Παρασκευές των Χαιρετισμών. Πήγαινε από νωρίς στην εκκλησία της γειτονιάς της και έμενε ώς το τέλος της λειτουργίας. Τίποτε το συγκλονιστικό δεν είχε αυτή η ρουτίνα, κάθε Πάσχα το ίδιο πρόγραμμα. Φαινόταν σε όλους λογικό, μιας και ήταν πιστή, αγνά πιστή. Ο σύζυγός της από την άλλη, μάλλον κατά το τυπικό πιστός. ∆εν ήταν βέβαια βλάσφημος, τηρούσε επίσης τις νηστείες, άλλωστε μαγείρευε η γυναίκα του, άρα δεν είχε και επιλογή, και γενικά η πίστη ήταν από παλιά συμφωνημένο πως ήταν προσωπικό θέμα.
Όπως και να ’χει, έβγαλε τη ζακέτα της, και προχώρησε στο υπνοδωμάτιό τους, άνοιξε την ντουλάπα και κρέμασε τη σκουρόχρωμη ζακέτα σε μία κρεμάστρα. Χάιδεψε απαλά την τσέπη και κλείδωσε το φύλλο της ντουλάπας. Αφού άλλαξε ρούχα, πήγε κοντά στον σύζυγό της, ήταν αργά, νηστείες, άρα δείπνο δεν θα έτρωγαν. Ήταν βράδυ Μεγάλης Πέμπτης. Εκείνος παρακολουθούσε μία ταινία θρησκευτικού περιεχομένου, κάθισε δίπλα του, παρακολουθώντας και εκείνη, ώσπου να νυστάξει. Πράγμα που συνέβη μετά από λίγο, καληνύχτισε τον άντρα της, υπενθυμίζοντάς του να ελέγξει την πόρτα του διαμερίσματος και πήγε στο υπνοδωμάτιό τους.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι της, και άρχισε να σιγομουρμουράει κάτι, κοιτάζοντας την ντουλάπα. Σαν να τραγουδούσε, μάλλον. Στο δίπλα δωμάτιο η τηλεόραση συνέχιζε να προβάλλει την ταινία, εκείνον να την παρακολουθεί μάλλον αδιάφορα. Ξημέρωσε Μεγάλη Παρασκευή, με το πρόγραμμα να είναι σχεδόν το ίδιο, μόνη διαφορά ότι στην εκκλησία θα πήγαιναν μαζί. Από νωρίς ξεκίνησαν να ετοιμάζονται. Εκείνη έβαλε τα συνηθισμένα της και φυσικά τη σκουρόχρωμη ζακέτα. Αφού τη φόρεσε, βεβαιώθηκε ότι στην τσέπη της ζακέτας υπάρχει εκείνο το κομμάτι χαρτί, ξεκίνησαν για την εκκλησία. Πήγαν μαζί στην Ακολουθία του Επιταφίου, ακολούθησαν για λίγο την περιφορά και επέστρεψαν στο σπίτι τους. Πήγε στο υπνοδωμάτιό τους, έβγαλε τη ζακέτα, χάιδεψε απαλά την τσέπη και κλείδωσε το φύλλο της ντουλάπας. Άλλαξε ρούχα, πήγε κοντά στον σύζυγό της, ο οποίος είχε ήδη αλλάξει, ήταν αργά, νηστείες, άρα δείπνο δεν θα έτρωγαν. Ήταν βράδυ Μεγάλης Παρασκευής. Είδαν για λίγο τηλεόραση… Ξημέρωνε Μεγάλο Σάββατο και εκείνη θα πήγαινε στην Πρώτη Ανάσταση. Ξάπλωσε πάλι πρώτη. Και πάλι εκείνο το σιγανό τραγούδι, που έμοιαζε μάλλον σαν ψαλμωδία… Άνοιξε η μέρα, ήπιαν τον καφέ τους, εκείνη πήγε στην εκκλησία, πάντα με τη ζακέτα της. Επέστρεψε στο σπίτι της και υπομονετικά περίμεναν να έρθει το βράδυ του Καλού Λόγου. Πες και να κάνεις, έφτασε η ώρα για να πάνε στην εκκλησία, και πάλι μαζί. Ήταν λίγο μαρτύριο γι’ αυτόν το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ, γιατί έπρεπε να μείνει για όλη τη λειτουργία… δεν της χαλούσε όμως χατίρι, έλεγε, «μια φορά τον χρόνο είναι, δεν χάλασε κι ο κόσμος». Και έμειναν ώς το τέλος. Επέστρεψαν σπίτι τους, άλλαξαν, εκείνη χάιδεψε απαλά την τσέπη της ζακέτας, την κρέμασε και κλείδωσε το φύλλο της ντουλάπας. ∆είπνο δεν θα έτρωγαν, είχαν πάψει να τρώνε το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, εδώ και πολλά χρόνια. Ξάπλωσαν μαζί, ήταν αργά για να δουν τηλεόραση. Και εκείνη και εκείνος κοίταζαν την ντουλάπα, εκείνη του είπε χαμηλόφωνα, σχεδόν συνωμοτικά, «θυμάσαι;», «πώς δεν θυμάμαι, γίνεται να ξεχάσω;» της απάντησε. Εκείνο το βράδυ δεν σιγοτραγούδησε, κοιμήθηκε ήσυχη. Ξημέρωνε Λαμπρή, ξημέρωνε Αγία Κυριακή, ξημέρωνε Πάσχα και δεν ήθελαν τίποτε άλλο από το να θυμούνται ό,τι έχασαν, κοιτάζοντας ένα χαρτί, που είχε επάνω του γραμμένο άτσαλα το «Καλό Πάσχα». Εδώ και πενήντα χρόνια, εκείνο το Πάσχα ήταν το τελευταίο που έκαναν μαζί, δεν πρόλαβαν ούτε καν το Πάσχα του Καλοκαιριού. Πενήντα χρόνια μία ζακέτα και ένα κομμάτι χαρτί τούς θύμιζε τι σημαίνει «Καλή Ανάσταση».