Του Απόστολου Κουρουπάκη
Μέσα σε όλα όσα ταλανίζουν το θεατρικό τοπίο της Κύπρο, μπήκε έντονα στη συζήτηση των πολιτιστικών πηγαδακίων και η απουσία κυπριακής παραγωγής από το Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος, μετά την αποχώρηση από τη διοργάνωση της σκηνοθέτριας Μαγδαλένας Ζήρα, η οποία τελικά θα σκηνοθετήσει τις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου (ΘΟΚ). Οπότε, αν γινόταν η παραγωγή των «Φοινισσών» δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Ωστόσο, δεν την έχουμε, και η επιτροπή έκρινε ότι οι άλλες προτάσεις που είχε ενώπιόν της δεν ήταν ικανοποιητικές, και δεν πληρούσαν τα κριτήρια. Γιατί, λοιπόν, έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρχει επιλαχούσα; Υποθέτω πως στην Επιτροπή έκριναν πως οι άλλες προτάσεις δεν ήταν ικανοποιητικές εξ αρχής. Όσο και να μη μας αρέσει, η Επιτροπή έκρινε πως δεν υπήρχε άλλη πρόταση που ικανοποιούσε τα κριτήρια. Και δεν είναι η πρώτη φορά που μία επιτροπή κρίνει ότι καμία κυπριακή πρόταση δεν πληροί τα κριτήρια επιλογής προτάσεων. Μη μας ξενίζει τόσο πολύ λοιπόν.
Γιατί όμως υπάρχει περισσότερη απογοήτευση για την απουσία κυπριακής παραγωγής φέτος απ’ ό,τι περασμένες χρονιές, που πάλι δεν είχαμε κυπριακό σχήμα; Είναι και αυτό ένα ερώτημα. Δυστυχώς, έχω την αίσθηση πως αυτό συμβαίνει πιο έντονα αυτή την περίοδο εξαιτίας του δυσμενούς κλίματος που επικρατεί γενικότερα στο κυπριακό θέατρο, με όσα έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται στο ελεύθερο θέατρο, λόγω του Σχεδίου Θυμέλη, αλλά και εξαιτίας του περίεργου κλίματος που επικρατεί και στον ΘΟΚ, ο οποίος φαίνεται να προσπαθεί να βρει τα πατήματά του, ελλείψει και γενικού διευθυντή, με το όλο βάρος να πέφτει στους ώμους του Διοικητικού Συμβουλίου.
Σαφώς και η απουσία παραγωγής από την Κύπρο στο Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος θα έπρεπε να ανησυχήσει τον κόσμο του θεάτρου και δη εκείνους που ασχολούνται με το αρχαίο δράμα, πιο δημιουργικά. Θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να την είχε θορυβήσει εδώ και πολλά χρόνια. Όπως και να ’χει όμως.
Κρίνω πως ένας λόγος είναι τα οικονομικά δεδομένα, τα χρήματα πάντα παίζουν τον ρόλο τους. Βέβαια, το σχετικό κονδύλι για τα κυπριακά σχήματα έχει αυξηθεί… Δεν νομίζω λοιπόν ότι το πρόβλημα είναι μόνο τα οικονομικά. Πιστεύω ότι υπάρχει και έλλειψη οράματος για το ανέβασμα ενός αρχαίου δράματος. Δεν θα είχε λοιπόν ενδιαφέρον να γινόταν μια ευρύτερη κουβέντα ή στρογγυλή τράπεζα, με τους δημιουργούς και τους ακαδημαϊκούς; Θα είχε ενδιαφέρον μία ανοικτή και απολογιστική συζήτηση για την πρόσληψη του αρχαίου δράματος στην Κύπρο; Να καθίσουν όλοι και όλες κάτω, θεωρητικοί, δημιουργοί, και να συζητηθεί χωρίς ατζέντες τι δεν πάει καλά και μία επιτροπή δεν έχει επιλογές, γιατί δεν μπορώ να δεχθώ πως υπήρχαν επιλογές και απλώς για άλλους λόγους παραμερίστηκαν από την επιτροπή.
Πόσοι και πόσες δημιουργοί αιτήθηκαν τα τελευταία χρόνια στο Φεστιβάλ, είναι τα ίδια πρόσωπα, είναι διαφορετικά; Να μιλήσουμε και να αναστοχαστούμε συνολικά για όλες τις παραστάσεις αρχαίου ελληνικού δράματος που ανέβηκαν, είτε από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, είτε από το ελεύθερο θέατρο, τα τελευταία δέκα χρόνια; Άφησαν κάποιο αποτύπωμα; Τόσος ντόρος έγινε με τον θάνατο του Νίκου Χαραλάμπους, και τις «Ικέτιδές» του, για τις «Βάκχες» του και για άλλες... Εκείνες τις παραστάσεις άφησαν ένα αποτύπωμα… Αυτές της τελευταίας δεκαετίας έδειξαν έναν δρόμο, θα τις θυμόμαστε; Ήταν καλλιτεχνικές επιτυχίες ή όχι; Αν ήταν αποτυχίες ήταν εμπορικές ή δεν κατάφεραν να περάσουν στο ευρύ κοινό –όσο ευρύ μπορεί να είναι το θεατρικό κοινό στην Κύπρο, φυσικά, αλλά είχαν κάποια καλλιτεχνική αυταξία; Διότι επιτυχία δεν σημαίνουν ούτε τα πολλά εισιτήρια, ούτε τα πολλά χειροκροτήματα, όπως αποτυχία δεν είναι ούτε τα λίγα εισιτήρια. Μπορεί βέβαια να συναντιούνται, αλλά δεν είναι πάντα έτσι. Χρειάζεται συζήτηση και ενδοσκόπηση, λοιπόν να ανοίξει ένας σοβαρός διάλογος εντός των τειχών, διότι δεν είναι πλέον χρήσιμο να έχουμε από τη μία Ετεοκλήδες και από την άλλη Πολυνείκηδες.
Γιατί είναι κρίμα να υπάρχει τόση γκρίνια σχετικά με το κυπριακό θέατρο. Επιτέλους, ας καθίσουμε κάτω όλοι να δούμε ποια είναι τα προβλήματά του, εκτός από το οικονομικό. Επαναλαμβάνω πως τα χρήματα δεν είναι το μόνο πρόβλημα που έχει το κυπριακό θέατρο. Αν καταλάβουμε ποια είναι τα προβλήματα, ίσως καταφέρουμε να το ανατάξουμε, όλοι μαζί.