ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Το μάθημα της Μπέρθας

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Είναι ίσως άκομψο να απασχολείται η στήλη με ένα καθαρά προσωπικό μου θέμα, αλλά ίσως διαβάζοντας την, στο τέλος να κατανοήσετε το γιατί εγράφη και να με συγχωρέσετε για την «κατάληψή» της. Την περασμένη Δευτέρα έφυγε από το νέο μου διαμέρισμα η Μπέρθα, η εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια συγκάτοικός μου, η γάτα μου. Μερικών μόνο μηνών ήταν όταν κάποια Παρασκευή του 2014, με ακολούθησε, ενώ σχολούσα από τη νυχτερινή βάρδια της εφημερίδας. Είχε μόλις απογαλακτιστεί και ήταν στη μέση του δρόμου. Με ακολουθούσε, εγώ έκανα τον αδιάφορο, δεν ήθελα τέτοιου είδους δεσμεύσεις… Τελικά, την πήρα μαζί μου και έκτοτε έγινε η σκιά μου. Πλάι μου, στο γραφείο μου, όταν έγραφα το διδακτορικό μου, με εκείνο το εκνευριστικό συνήθειο κάθε γάτας να πατάει στο πληκτρολόγιο, να έχω το διαρκές άγχος να σώσω οτιδήποτε έχω γράψει, μην τυχόν και πατήσει επάνω και χάσω ό,τι έχω γράψει… Ακόμα και όταν συνέβη κάτι παρόμοιο, σκέφτηκα ότι εκείνη έκανε ό,τι ήξερε, άρα δεν υπήρχε λόγος να της θυμώσω.

Το διαμέρισμά μας είχε γίνει ο κόσμος της, οι βιβλιοθήκες του σπιτιού οι κρυψώνες της… και το μασούλισμα παλαιών ή δερματόδετων βιβλίων αγαπημένη της συνήθεια, που ευτυχώς κόπηκε νωρίς… και έκτοτε μόνο όταν εκνευριζόταν διάλεγε ένα παλιό βιβλίο και με τρόπο επιδεικτικό το σιγομασουλούσε. Δίπλα μου, όταν έχασα τον πατέρα μου, σχεδόν σαν να κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν είναι για παιχνίδι, ερχόταν πάνω μου και κούρνιαζε, και γουργούριζε. Με τον τρόπο της μού έλεγε ότι όλα θα είναι καλά, είμαι εδώ εγώ.

Μία ακόμη αγαπημένη της συνήθεια δεν είναι το γουργουρητό, αλλά και να βολεύεται στους ώμους μου, εγώ δεν έχω γάτα της έλεγα, αλλά παπαγάλο. Δεν την ενδιέφερε ποσώς η παρατήρησή μου, και συνεχίζαμε να κυνηγάμε έντομα, εκείνη όρθια στην πλάτη μου και εγώ από καρέκλα σε καρέκλα και όταν έχανε την ισορροπία της να νιώθω εκείνο τον πόνο από τον σβέρκο έως τα πόδια… και εκείνη να γραδάρει το ύψος, για να ξανανέβει… Η Μπέρθα, και κάθε άνθρωπος που έχει ή είχε κάποιο κατοικίδιο θα το καταλάβει, ήταν μέρος της ζωής μου, μια έγνοια καθημερινή, ένας συνομιλητής, που άκουγε ή τέλος πάντων βρισκόταν δίπλα σου, και εσύ του μιλούσες και έλεγες όλα όσα ήθελες να πεις στον ένα ή τον άλλο και δεν τολμούσες.

Η Μπέρθα έφυγε την περασμένη Δευτέρα τα ξημερώματα. Αμέσως σήμανε συναγερμός, και αυτό είναι που θέλω να τονίσω, γράφοντας αυτή τη στήλη. Από το πρωί της Τρίτης φίλοι, συνάδελφοι, συγγενείς, από Κύπρο και Ελλάδα, οργανώσεις, γνωστοί και άγνωστοι, έδειξαν ότι υπάρχει έγνοια για τον φίλο, τον γνωστό, τον άνθρωπο που έχει κάποιου είδους ανάγκη για στήριξη. Δεχόμενος τηλεφωνήματα, ή βλέποντας τις αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ένιωθα το συναίσθημα της απώλειας να μαλακώνει, να απαλύνεται, η πίστη μου στο ότι θα βρεθεί να χαλυβδώνεται. Είναι όμορφο να υπάρχει τόσος πολύς κόσμος εκεί έξω, που δεν σε ξέρει, αλλά κατανοεί τον πόνο σου και θέλει να σου πει μερικές κουβέντες παρηγοριάς, είναι ωραίο να ξέρεις ότι υπάρχει στον ψηφιακό κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ένας αληθινός κόσμος, που μπορεί να μιλήσει και να αλληλεπιδράσει μαζί σου.

Ίσως φαίνεται περίεργο, αλλά αυτή περιπέτεια με έκανε να πιστεύω πως ως άνθρωποι μπορούμε να πετύχουμε πάρα πολλά, αν προσπαθήσουμε να μπούμε στα παπούτσια του άλλου, αν αφουγκραστούμε τον πόνο του, τις ανησυχίες του. Η απόδραση της Μπέρθας μού έδειξε πως οι σχέσεις των ψηφιακών ανθρώπων μπορούν πολύ γρήγορα να γίνουν κανονικές σχέσεις, να γίνουν από like και καρδούλες, τηλεφωνήματα, μηνύματα, λόγια και πράξεις.

Η Μπέρθα, που όπως λέει και μια αγαπημένη ψυχή, έγινε σαν κι εμένα –δύστροπη, και γκρινιάρα και κάπως ανθρωποφοβική, ήταν εκείνη η σταθερά, που την περίοδο του Covid, είχα ανάγκη, που τις δύσκολες ημέρες την κοιτούσες και έλεγες όλα θα πάνε καλυτέρα αύριο. Αυτή είναι η Μπέρθα, που αποφάσισε να δραπετεύσει την περασμένη Δευτέρα, και ελπίζω σήμερα Κυριακή να διαβάζω το άρθρο αυτό, έχοντάς την στα πόδια μου ή πάνω στον υπολογιστή μου, ξαπλωμένη, φαρδιά-πλατιά, στο πληκτρολόγιο, που χάλασε και με δυσκολία γράφω και να με κοιτάζει, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της. Η Μπέρθα ακόμα και με την προσωρινή της απουσία μού υπενθυμίζει πόσο σημαντικό είναι να έχουμε έγνοια για τον δίπλα μας, για τον άγνωστο, για εκείνο το άτομο που απλώς ζητάει μια καλημέρα.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Απόστολος Κουρουπάκης: Τελευταία Ενημέρωση