Kathimerini.gr
Του Μανώλη Ανδριωτάκη
«Φανταστείτε έναν επεξεργαστή κειμένου, σαν αυτόν που χρησιμοποιείτε για να γράψετε στον υπολογιστή, ή στο κινητό σας. Αντί για κείμενα όμως να μπορείτε να επεξεργάζεστε κώδικα DNA, να φορτώνετε γονιδιακές αλληλουχίες στο λογισμικό, και μετά το γράψιμο ή την επεξεργασία του DNA, να είστε σε θέση να εκτυπώσετε ένα νέο μόριο απ’ το μηδέν μέσω ενός τρισδιάστατου εκτυπωτή. Η τεχνολογία της σύνθεσης DNA (της μετατροπής δηλαδή του ψηφιακού γενετικού κώδικα σε μοριακό DNA) έχει βελτιωθεί εκθετικά». Αυτά γράφουν στο βιβλίο «The Genesis Machine – Our quest to rewrite life in the age of synthetic biology» (Public Affairs, 2022) η μελλοντολόγος Εϊμι Γουέμπ και ο γενετιστής Αντριου Χέσελ, χαρακτηρίζοντας ανενδοίαστα την επανάσταση της συνθετικής βιολογίας ως «μια μηχανή της γενέσεως».
Η βασική τεχνολογία σύνθεσης DNA ονομάζεται CRISPR (Clustered Regularly Interspaced Short Palindromic Repeats, ή αλλιώς «Σύμπλεγμα κανονικών διάκενων μικρών παλινδρομικών επαναλήψεων»). To 2023 θα κυκλοφορήσει στη χώρα μας το βιβλίο «The Code Breaker, Jennifer Doudna, Gene editing, and the future of human race» του Γουόλτερ Αϊζακσον, από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, στο οποίο περιγράφεται γλαφυρά η εφεύρεση αυτού του σπουδαίου εργαλείου. Σήμερα, οι θεραπείες στις οποίες χρησιμοποιείται πειραματικά η CRISPR αφορούν μερικές μόνο ασθένειες όπως η δρεπανοκυτταρική αναιμία, κάποιοι καρκίνοι και η τυφλότητα. Είναι τόσο κοστοβόρες που αν υιοθετούνταν σε μεγαλύτερη κλίμακα θα μπορούσαν να πτωχεύσουν τα συστήματα υγείας. Η θεραπεία ενός μόνον ανθρώπου με δρεπανοκυτταρική αναιμία με τη μέθοδο CRISPR κοστίζει πάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια. Φυσικά, αυτό σε λίγα χρόνια θα αλλάξει.
Οι εφαρμογές που ακολουθούν είναι αδιανόητες, γιατί ουσιαστικά με την CRISPR προχωράμε ένα βήμα πέρα απ’ το «σπάσιμο» του κώδικα της ζωής. Τώρα, υποστηρίζουν οι επιστήμονες, με τη γενετική μηχανική μπορούμε σταδιακά να τον ξαναγράψουμε, «υποδυόμενοι τον Θεό». Είμαστε μπροστά σε εξελίξεις προμηθεϊκών διαστάσεων. Ανοίγουμε ένα κουτί, που κανείς δεν είναι σε θέση να ξέρει τι κοσμογονικές αλλαγές μπορεί να φέρει. Με εργαλεία σαν κι αυτό, μπορούμε να προγραμματίζουμε βιολογικά συστήματα όπως προγραμματίζουμε τους υπολογιστές μας. Σκεφτείτε πόσο έχει αλλάξει τη ζωή η ψηφιακή τεχνολογία, και προχωρήστε σε υποθέσεις για το τι μπορεί να κάνει η συνθετική βιολογία. Σύντομα, θα μπορούμε όχι μόνο να εξαλείψουμε ασθένειες, αλλά και να αλλάξουμε τα σώματά μας ριζικά.
«Είμαστε στην αρχή ενός τεράστιου μετασχηματισμού της ζωής», γράφουν οι συγγραφείς του «The Genesis Machine», «η μηχανή της γενέσεως θα καθορίσει σύντομα πώς θα κάνουμε παιδιά, πώς θα αντιλαμβανόμαστε την οικογένεια, πώς θα αντιμετωπίζουμε την ασθένεια, πώς θα φτιάχνουμε τις κατοικίες μας και πώς θα τρεφόμαστε». Στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη τους, οι συγγραφείς συζητούν πιθανά σενάρια για το μέλλον, αναλύουν τους κινδύνους και κάνουν τρεις συγκεκριμένες προτάσεις. Τα κέρδη που υπόσχεται η νέα αυτή βιομηχανική επανάσταση είναι ιλιγγιώδη, το ίδιο και οι διακινδυνεύσεις.
Η καταγωγή της συνθετικής βιολογίας, και της βιοτεχνολογίας γενικότερα, εντοπίζεται στην ανακάλυψη της ινσουλίνης το 1978. Σήμερα, η συνθετική βιολογία συνδυάζεται με την τεχνητή νοημοσύνη, αποκαλύπτει μοτίβα μέσα από μεγάλα σύνολα δεδομένων και παράγει νέες θεραπείες. Τα εμβόλια m-RNA είναι ένα πρώτο δείγμα. Σε μερικά χρόνια ωστόσο θα γίνει μια τεχνολογία γενικού σκοπού, ισχυρίζονται οι συγγραφείς. Είμαστε ακόμη στα πρώτα βήματα της επονομαζόμενης «βιοοικονομίας». Η συνθετική βιολογία θα μεταμορφώσει την ιατρική, τη βιομηχανία των τροφίμων και την αγροτική παραγωγή, αλλά και το ίδιο το περιβάλλον. Από το πιο ακραίο, την τεχνητή μήτρα, ώς το πιο ελπιδοφόρο, τη νίκη κατά του καρκίνου, η βιοτεχνολογία θα φέρει αλλαγές ασύλληπτες. Συνθετικό κρέας, βιοκαύσιμα, πράσινη μόδα, είναι μερικά μόνο απ’ τα αξιοπρόσεκτα πράγματα που θα δούμε να υιοθετούνται μαζικά στο μέλλον.
Οι συγγραφείς του βιβλίου θεωρούν πως ένας από τους μεγαλύτερους δυνητικά κινδύνους που θα έχουμε ίσως να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον, θα είναι το γενετικό χάσμα, η γενετική ανισότητα μεταξύ εχόντων και μη εχόντων. Αριστερά, σκηνή από την (προφητική;) ταινία «Gattaca» του 1997.
Ρίσκα και λύσεις
Για τη Γουέμπ και τον Χέσελ, οι διακινδυνεύσεις που θέτει η συνθετική βιολογία είναι σημαντικές. Κατ’ αρχάς, θεωρούν αναπόφευκτες τις ηθελημένα και αθέλητα επιζήμιες χρήσεις τής εν λόγω τεχνολογίας. Επειτα, επισημαίνουν το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η βιολογία είναι απρόβλεπτη. Προειδοποιούν ότι η ιδιωτικότητα των γενετικών δεδομένων θα γίνει ένα τεράστιο ζήτημα ασφάλειας, καθώς τα δεδομένα αυτά θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προκαλέσουν εξατομικευμένες βλάβες. Ταυτόχρονα, το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι ακόμη πολύ πίσω. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι οι τρέχουσες νομοθεσίες τείνουν να πνίγουν την καινοτομία, δεν είναι πολύ ελπιδοφόρο. Για να θυμηθούμε και μια ταινία του 1997, το «Gattaca», ένας από τους μεγαλύτερους δυνητικά κινδύνους που θα έχουμε ίσως να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον, θα είναι το γενετικό χάσμα, η γενετική ανισότητα μεταξύ εχόντων και μη εχόντων. Είναι πιθανό η συνθετική βιολογία να οδηγήσει σε νέες γεωπολιτικές συγκρούσεις, ή να απελευθερώσει υβριδικές μορφές ζωής. Οι συγγραφείς φοβούνται ότι όλοι αυτοί οι κίνδυνοι θα πολλαπλασιαστούν απ’ τη διαβρωτική επίδραση της παραπληροφόρησης που ισχύει ήδη σε σχέση με τα επιστημονικά θέματα. Ανησυχούν ακόμη και για μια ενδεχόμενη κοινωνική κατάρρευση.
Οι λύσεις που προτείνει το δίδυμο των συγγραφέων είναι σαφείς. Πρώτον, πρέπει να απαγορευτεί παγκοσμίως η ανάπτυξη βιολογικών όπλων. «Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή είναι μια κούρσα βιολογικών εξοπλισμών», γράφουν. Δεύτερον, χρειαζόμαστε ένα «Μπρέτον Γουντς για τη βιοτεχνολογία». Το 1944, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι συμμαχικές δυνάμεις έβαλαν τα θεμέλια για ένα νέο νομισματικό σύστημα. Τότε δημιουργήθηκαν η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Κάτι αντίστοιχο πρέπει σήμερα να γίνει και για τη βιοτεχνολογία, υποστηρίζουν οι συγγραφείς. «Το σύστημα που προτείνουμε αντί να εποπτεύει και να ρυθμίζει μια παγκόσμια δεξαμενή χρήματος, θα διευθύνει την παγκόσμια δεξαμενή γενετικών δεδομένων». Τρίτον, βλέποντας την αύξηση των βιοχάκερ, συνιστούν τη δημιουργία ενός διεθνούς συστήματος χορήγησης αδειών σε άτομα και ομάδες που ασχολούνται με τη συνθετική βιολογία.
Τέλος, επισημαίνουν ότι πολλές χώρες, ανάμεσά τους σίγουρα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι εντελώς απροετοίμαστες μπροστά στο ενδεχόμενο ενός κυβερνο-βιολογικού πολέμου, και γι’ αυτό θα πρέπει να σπεύσουν να λάβουν μέτρα.
Θεραπεία ή αναβάθμιση;
Ενα από τα βασικά ηθικά διλήμματα που επιφέρει η δυνατότητα της επεξεργασίας των ανθρώπινων γονιδίων, και της τεχνικής του CRISPR πιο συγκεκριμένα, είναι το αν θα πρέπει να προχωρήσει η ανθρωπότητα πέρα από τη χρήση αυτής της τεχνολογίας για θεραπευτικούς λόγους, και σε προσπάθειες αναβάθμισης των ανθρώπων. Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, «Φιλοσοφία της ανθρώπινης αναβάθμισης» (Αρμός), ο φιλόσοφος Θεοφάνης Τάσης διερευνά ικανοποιητικά τις απολήξεις αυτής της κουβέντας, βάζοντας μερικά χρήσιμα φιλοσοφικά θεμέλια.
Στην ουσία, παραθέτει θεωρίες υπέρ και κατά της ανθρώπινης αναβάθμισης, κάνει καίριες διακρίσεις, παρέχει ορισμούς, και ξεκαθαρίζει σε μεγάλο βαθμό ποια είναι τα κρίσιμα διακυβεύματα. Είναι όπως όλοι μας σύμφωνος με τις θεραπευτικές διαστάσεις, αλλά σε σχέση με την αναβάθμιση, παίρνει μάλλον το μέρος των επονομαζόμενων «βιοσυντηρητικών», όπως είναι ο φιλόσοφος Μάικλ Σαντέλ.
Ο Τάσης απορρίπτει τη «ριζική αναβάθμιση» του Νικ Μπόστρομ και των άλλων διανθρωπιστών (μεταφράζει τον όρο transhumanism ως υπερανθρωπισμό και τον ταυτίζει μ’ ένα είδος θρησκείας) και κλίνει σαφώς προς την επιλογή μιας «φρόνιμης αναβάθμισης».
«Αν και δεν κρίνω τη φρόνιμη αναβάθμιση επιθυμητή», γράφει, «δεν τη θεωρώ ούτε ανεπιθύμητη, επειδή θα μπορούσε ίσως να προστατέψει το ανθρώπινο είδος από κινδύνους, ν’ αποδειχθεί χρήσιμη στην εξερεύνηση του Διαστήματος, να προστατέψει την υγεία των πολιτών, να βοηθήσει όσους εργάζονται σε επικίνδυνα ή ανθυγιεινά επαγγέλματα και, ενδεχομένως, σε ορισμένους να συμβάλει σ’ έναν περισσότερο ευδαίμονα βίο». Ο Τάσης, στους αντίποδες των διανθρωπιστών, πιστεύει ότι οι βιολογικοί μας περιορισμοί, και ο θάνατος εν προκειμένω, είναι αυτοί που μας κάνουν ανθρώπους.