ΠΗΓΗ: Ανακοινώσεις
Η αναφορά του κ. Μιχαηλίδη -όπως μεταδίδεται σε δημοσιεύματα- ότι με το νομοσχέδιο «ουσιαστικά ο Κηδεμόνας βγαίνει εκτός παιγνιδιού από τη διάθεση τουρκοκυπριακών οικιών», σε καμία περίπτωση δεν ισχύει, αναφέρει σε ανακοίνωση του το Υπουργείο Εσωτερικών.
Αυτούσια η ανακοίνωση
Σε συνέχεια σημερινών αναφορών του Γενικού Ελεγκτή ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων, κατά την οποία συζητήθηκαν οι νομοθετικές τροποποιήσεις που προωθεί το Υπουργείο Εσωτερικών για τον εξορθολογισμό της διαχείρισης των τουρκοκυπριακών περιουσιών, επαναλαμβάνεται αρχικά η βούληση της Κυβέρνησης να εισαγάγει ένα νέο σύστημα για τη δίκαιη παραχώρηση των τουρκοκυπριακών περιουσιών. Οι αλλαγές που εισάγονται με το νέο νομοσχέδιο ανταποκρίνονται στις διαχρονικές απαιτήσεις του προσφυγικού κόσμου και όλων των εμπλεκόμενων φορέων, μεταξύ αυτών και της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων και της Παγκύπριας Ένωσης Προσφύγων. Αποτελούν, επίσης, εισηγήσεις που κατά καιρούς εκφράστηκαν από την Ελεγκτική Υπηρεσία για τον εξορθολογισμό της διαδικασίας διάθεσης των τουρκοκυπριακών περιουσιών.
Η αναφορά του κ. Μιχαηλίδη -όπως μεταδίδεται σε δημοσιεύματα- ότι με το νομοσχέδιο «ουσιαστικά ο Κηδεμόνας βγαίνει εκτός παιγνιδιού από τη διάθεση τουρκοκυπριακών οικιών», σε καμία περίπτωση δεν ισχύει. Η διάθεση των περιουσιών θα εξακολουθήσει να γίνεται από τον Κηδεμόνα, ωστόσο, εισάγονται και θα εφαρμόζονται πλέον σαφή και αξιοκρατικά κριτήρια επιλεξιμότητας και μοριοδότησης των δικαιούχων, έτσι ώστε να περιοριστεί η διακριτική ευχέρεια του Κηδεμόνα, που, ελλείψει μέχρι σήμερα ξεκάθαρων κριτηρίων και θεσμοθετημένων διαφανών διαδικασιών, προκαλούσε φαινόμενα κατάχρησης και εκμετάλλευσης των περιουσιών, εις βάρος του προσφυγικού κόσμου. Επιλύεται, δηλαδή, ένα μεγάλο πρόβλημα, για το οποίο ουκ ολίγες φορές το Υπουργείο Εσωτερικών επικρίθηκε ακόμα και από την ίδια την Ελεγκτική Υπηρεσία, σε ό,τι αφορά στην ευχέρεια που παρείχε ο Νόμος για επιλεκτική προνομιακή μεταχείριση ημετέρων.
Σε σχέση με την αντίθεση του Γενικού Ελεγκτή για το δικαίωμα υπενοικίασης επαγγελματικών υποστατικών, ξεκαθαρίζεται ότι το νέο πλαίσιο ουσιαστικά περιορίζει ένα φαινόμενο, το οποίο μέχρι σήμερα τύγχανε κατ’ επανάληψη εκμετάλλευσης, οριοθετώντας τις περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό, ως ήταν το πάγιο αίτημα προσφύγων. Συγκεκριμένα, υπενοικιάσεις προβλέπονται μόνο σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπου οι αρχικοί δικαιούχοι αξιοποιούσαν νόμιμα για μεγάλο χρονικό διάστημα την περιουσία που τους παραχωρήθηκε, αλλά για διάφορους σοβαρούς λόγους (π.χ. λόγοι υγείας), δεν μπορούν να συνεχίσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Υπογραμμίζεται δε ότι σε αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις, η υπενοικίαση αφορά την εναπομείνασα περίοδο ισχύος της σύμβασης μίσθωσης με μέγιστη διάρκεια τα πέντε έτη, ώστε να δίδεται η δυνατότητα στον μισθωτή να προβαίνει σε μερική απόσβεση τυχόν κόστους επένδυσης που είχε για το υποστατικό.
Όσον αφορά τη διαφωνία που εξέφρασε ο Γενικός Ελεγκτής για τον καθορισμό του ενοικίου, διασαφηνίζεται ότι, κατά κανόνα, το ενοίκιο καθορίζεται στο 75%, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις (π.χ. όπου το υποστατικό είναι σε πολύ κακή κατάσταση και απαιτείται η δαπάνη μεγάλων ποσών για επιδιορθώσεις), οπότε και παρέχεται στον Κηδεμόνα η δυνατότητα ad hoc για λήψη απόφασης για μείωση του ενοικίου μέχρι 50%.
Τέλος, σε ό,τι αφορά στη σημαντική παράμετρο της κληρονομικότητας της άδειας χρήσης των τουρκοκυπριακών οικιών, τονίζεται ότι αυτή εισάγεται για να αποκατασταθεί πρωτίστως η αδικία που υφίστανται οι εκτοπισθέντες που διαμένουν σε τουρκοκυπριακές κατοικίες και δεν μπορούν να τις αξιοποιήσουν για κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των κληρονόμων τους. Είναι κοινά παραδεκτό ότι με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, οι πρόσφυγες, στους οποίους παραχωρήθηκαν τουρκοκυπριακές κατοικίες, βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση για παράδειγμα με τους πρόσφυγες που στεγάστηκαν σε κυβερνητικούς οικισμούς, οι οποίοι έχουν τίτλους ιδιοκτησίας και μπορούν να τους μεταβιβάσουν στους κληρονόμους τους. Σε περίπτωση δε που οι κληρονόμοι αυτοί έχουν την οικονομική ευχέρεια που τους επιτρέπει να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες, τότε μπορούν να πωλήσουν ή να ενοικιάσουν την κατοικία που απέκτησαν με κληρονομική διαδοχή σε οποιονδήποτε πολίτη, πρόσφυγα ή μη.
Με την τροποποίηση, αναβαθμίζουμε τους εκτοπισθέντες που διαμένουν σε τουρκοκυπριακές κατοικίες και τους δίνουμε το δικαίωμα να κληρονομήσουν το δικαίωμα μίσθωσης της κατοικίας στα παιδιά τους, τα οποία θα μπορούν να την αξιοποιήσουν υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ξεκαθαρίζεται ότι η κληρονομικότητα αφορά την άδεια χρήσης του υποστατικού και επ’ ουδενί το ιδιοκτησιακό καθεστώς των περιουσιών, το οποίο προστατεύεται από το Σύνταγμα. Με τη ρύθμιση του ζητήματος αυτού επιλύεται ακόμα ένα πρόβλημα δεκαετιών, που δημιουργούσε πρόσφυγες δύο ταχυτήτων και προκαλούσε ανισότητα και αισθήματα αδικίας ανάμεσα στους εκτοπισθέντες, εφόσον σημαντική μερίδα προσφύγων διέμεναν σε τουρκοκυπριακές κατοικίες χωρίς οποιαδήποτε εξασφάλιση, κάτι που επενεργούσε αρνητικά και σε σχέση με τη συντήρηση των υποστατικών αυτών.
Καταληκτικά, το Υπουργείο Εσωτερικών διαβεβαιώνει για την αποφασιστικότητα και τη βούλησή του να προχωρήσει με τις αλλαγές όπως αυτές προέκυψαν από μελέτες που έγιναν, να διασφαλίσει την ισότητα ανάμεσα στους εκτοπισθέντες και να προστατεύσει τα δικαιώματά τους με διαφανείς διαδικασίες. Σημαντικός, επίσης, στόχος των προτεινόμενων αλλαγών είναι ο εξορθολογισμός της οικονομικής διαχείρισης των τουρκοκυπριακών περιουσιών και κατ’ επέκταση των εσόδων του Ταμείου Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, ώστε επιτέλους να καταβάλλονται τα ανάλογα, με βάση την αξία τους, ενοίκια, τα οποία στη συνέχεια θα διοχετεύονται σε άλλα προσφυγικά προγράμματα της Δημοκρατίας. Με αυτόν τον τρόπο, θα επιτευχθεί ή/και θα ενισχυθεί η στήριξη πολύ μεγαλύτερου μέρους του προσφυγικού κόσμου και όχι μόνο μιας μειοψηφίας, όπως επικρατεί σήμερα.
Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι νομοθετικές αλλαγές αποκαθιστούν τη μεγάλη αδικία που υφίστανται οι εκτοπισθέντες που έλαβαν τουρκοκυπριακό υποστατικό. Το νομοσχέδιο βρίσκεται ενώπιον της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, τα μέλη της οποίας έχουν την ευχέρεια, εν τη σοφία τους, να τροποποιήσουν συγκεκριμένες πρόνοιές του, εάν και εφόσον το κρίνουν σκόπιμο.