ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Τουρκία-Τ/κ: Οικονομία, ισχύς και δημογραφική αλλοίωση

Η άσκηση σκληρής-ήπιας ισχύος και το «οικονομικό πρωτόκολλο» παρουσιάστηκαν στο συνέδριο Οι Τουρκοκύπριοι και Εμείς: Μία ελληνοκυπριακή οπτική»

Για τις σχέσεις Τουρκίας – Τουρκοκυπρίων μίλησαν οι Δρ. Ζήνωνας Τζιάρρας, Παύλος Κοκτσίδης, Νίκος Μούδουρος και Ραλλή Παπαγεωργίου στο επιστημονικό συνέδριο «Οι Τουρκοκύπριοι και Εμείς: Μία ελληνοκυπριακή οπτική», που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας την Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Οι ομιλητές της θεματικής «Σχέσεις Τουρκίας - Τουρκοκυπρίων» αναφέρθηκαν στη  γεωπολιτική σημασία της Κύπρου για την Άγκυρα, τις γεωστρατηγικές μεθόδους επιβολής στα κατεχόμενα μέσω της χρήσης σκληρής και ήπιας ισχύος, ενώ έγινε και αναφορά στο «οικονομικό πρωτόκολλο» ως εργαλείο κηδεμόνευσης των Τουρκοκυπρίων. Τέλος, οι ομιλητές αναφέρθηκαν και στο ζήτημα της δημογραφικής αλλοίωσης των Κατεχομένων, με αντίκτυπο τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην κοινότητα.

Η σκληρή ισχύς ως μέσο επιβολής

Ο λέκτορας στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου Δρ. Ζήνωνας Τζιάρρας, στην ανακοίνωσή του μίλησε για το ισλαμιστικό κίνημα, το οποίο «είδε την εισβολή στην Κύπρο ως αφετηρία επιστροφής στα οθωμανικά εδάφη».

Αρχικά, εξήγησε ότι στην τότε Τουρκική Κυβέρνηση, συμμετείχε το κόμμα του Νετσμετίν Ερμπακάν, του σύγχρονου τότε ηγέτη του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ. Όπως ανέφερε, οι εθνικιστές του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος είχαν ερμηνεύσει με ένα συγκεκριμένο τρόπο την εισβολή στην Κύπρο, ως προστασία δηλαδή των Τουρκοκυπρίων και ολοκλήρωση ενός εθνικού οράματος. Από την άλλη, το ισλαμιστικό κίνημα είδε την εισβολή ως επιστροφή σε ένα βάθος το οποίο είχε χάσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ως αποκατάσταση μίας επεκτατικής πολιτικής η οποία είχε σταματήσει παλαιότερα, καθώς και ως ανανέωση της εξωτερικής πολιτικής η οποία τα προηγούμενα χρόνια είχε περιέλθει σε στασιμότητα.

Η Κύπρος σύμφωνα με τον κ. Τζιάρρα, συμπεριλαμβανόταν σε ότι αφορά τη κεμαλική λογική, στο «Σύνδρομο των Σεβρών». Συγκεκριμένα, την φοβία διαμελισμού της Τουρκίας, τις ραδιουργίες μεγάλων δυνάμεων, και ως εκ τούτου η απώλεια της Κύπρου στο ελληνικό στοιχείο, θεωρείτο ότι θα έφερνε πίσω αυτούς τους φόβους. Θα ανακινούσε δηλαδή αυτή τη φοβία και ανησυχία ότι η Τουρκία, αργότερα, εφόσον η Κύπρος εντασσόταν στην Ελλάδα, θα είχε ως συνέπεια περαιτέρω εδαφικές απώλειες. Αποτέλεσμα, η στρατιωτική αντίδραση της Άγκυρας με την εισβολή του 1974, να δημιουργήσει ένα νέο status quo, ούτως ώστε να προωθήσει νέους στόχους.

«Καθώς η Τουρκία και η εξωτερική της πολιτική τα τελευταία είκοσι χρόνια και ακόμη περισσότερο τα τελευταία 10 χρόνια μετασχηματίζεται, αλλάζει κάπως και η σημασία που η Κύπρος έχει για την ίδια. Από τη δεκαετία του 1990 υπάρχει ιδιαίτερη ενίσχυση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, η οποία έχει πολλαπλασιαστεί επί της διακυβέρνησης του AKP. Αυτό το γεγονός εκφράστηκε και με μία πιο αναθεωρητική πολιτική, μέσα στο 2000, με μία ακόμη πιο αναθεωρητική πολιτική αλλά και το 2016 με μία πιο επεκτατική πολιτική», πρόσθεσε.

«Σήμερα στην Κύπρο, η σκληρή ισχύς (χρήση ή απειλή χρήσης βίας) στόχο έχει τη διατήρηση του διχοτομικού status quo και την επιβολή των τουρκικών όρων όταν η Άγκυρα δεν μπορεί να έχει λόγο στους σχεδιασμούς» σημείωσε ο Λέκτορας, προσθέτοντας παράλληλα ότι υπό το τουρκικό πρίσμα πρέπει «να σκεφτούμε την Κύπρο ως πυλώνα της νέας γεωστρατηγικής προσέγγισης της Τουρκίας. Άρα η Κύπρος δεν είναι αυτός ο χώρος, ο οποίος πρέπει να διαφυλαχθεί στην αντίληψη της Τουρκίας για να αποτρέψει κάτι, αλλά εκτός από αυτό είναι ένας χώρος ο οποίος πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να επιτευχθεί κάτι άλλο», υπό το πρίσμα, όπως εξήγησε, μίας πιο αναθεωρητικής πολιτικής, του «Συνδρόμου της Λωζάννης».   

Τέλος, ο κ. Τζιάρρας τόνισε ότι το ζητούμενο είναι τι θα γίνει με την κατάσταση που επικρατεί. «Κανένας που κάθεται εδώ μεμονωμένα ή όλοι μαζί δεν έχουμε μία μαγική φόρμουλα ή έναν μαγικό χάρτη που θα σας τον δώσουμε και θα λύσουμε το Κυπριακό. Μακάρι να ήταν έτσι. Δυστυχώς έχει αναπτυχθεί μία λογική στην Κύπρο και στο πλαίσιο του Κυπριακού όπου ενδιαφερόμαστε περισσότερο για το αποτέλεσμα παρά για τη διαδικασία. Μάθαμε να σκεφτόμαστε με όρους υπογραφής μιας συμφωνίας. Το ζητούμενο δεν είναι το αποτέλεσμα ως τέτοιο, το ζητούμενο είναι να δούμε τη διαδικασία. Θα πρέπει να εξετάσουμε τον εαυτό μας και να δούμε πού τοποθετούμαστε μέσα σε αυτό τον ιστορικό χρόνο».

Κλείνοντας την ανακοίνωσή του, ο κ. Τζιάρρας σημείωσε πως το ζητούμενο είναι τι κάνουμε τώρα ώστε να θέσουμε σε ενέργεια τις διαδικασίες εκείνες οι οποίες θα θέσουν προϋποθέσεις σταθερές, βιώσιμες και να έχουμε ένα αποτέλεσμα που δεν θα είναι απλώς δύο υπογραφές πάνω σε ένα χαρτί αλλά θα είναι σε επίπεδο κουλτούρας, συνείδησης, νέων θεσμών και πρακτικής. «Είναι καλά να σχεδιάσουμε παρά να βιαζόμαστε και να δούμε πώς φτάνουμε σε κάτι το οποίο θα καταρρεύσει σε μία νύχτα εφόσον υπογραφεί», είπε καταλήγοντας.

Ήπια ισχύς και απειλή αφομοίωσης της τ/κ κοινότητας

Ακολούθως, ο δρ Παύλος Κοκτσίδης αναφέρθηκε στον ρόλο της Άγκυρας στα Κατεχόμενα και την τουρκοκυπριακή κοινότητα μέσω μιας μεθοδολογίας χωρίς στρατιωτικά μέσα. Συγκεκριμένα, μέσα από μελέτη του ο δρος Κοκτσίδη, προβάλλει μία πρώτη αποτίμηση της ευρύτερης στόχευσης και των μεθόδων της τουρκικής επιρροής στα Κατεχόμενα. Εστιάζει κυρίως στους τρόπους και τη μεθοδολογία διείσδυσης της Τουρκίας χωρίς τη χρήση των παραδοσιακών στρατιωτικών μέσων.

Ο κ. Κοκτσίδης εξήγησε ότι «παρατηρούμε μία αντίφαση σε αυτό που ονομάζουμε παραδοσιακή έννοια της ήπιας ισχύος, έτσι όπως οι φιλελεύθεροι δυτικοί την έχουν στο μυαλό τους, η οποία είναι μία συναινετική, ανεξάρτητη συγκατάβαση στην επιρροή ενός κράτους, το οποίο ασκεί δύναμη μέσα σε μία κοινότητα, πράγμα το οποίο, στην περίπτωση της Τουρκίας, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Άγκυρα ασκεί ένα συναινετικό αφήγημα μέσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, ένα εκ των οποίων είναι η αφομοίωση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, τον οποίο η Τουρκία έχει φροντίσει να κατασκευάσει ως ακροατήριο».

Παράλληλα, τόνισε πως η ήπια ισχύς της Τουρκίας δεν είναι βασισμένη σε μία αβίαστη έλξη ή στην πειστικότητα του αφηγήματος και την αξία του μηνύματος που εκπέμπει σε αυτή την κοινότητα και γι’ αυτό τον λόγο δεν μπορεί να κριθεί ως μία απλή και ήπια ισχύς.

Δεύτερο, σύμφωνα με τον καθηγητή, «η ιδιοσυγκρασία και ο τρόπος λειτουργίας του τουρκικού πατερναλισμού μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και του παρεμβατισμού, διεξάγεται χρησιμοποιώντας ένα μείγμα εκφοβισμού, κινήτρων, τα οποία κατ’ ουσία ακυρώνουν την ελκυστικότητα και συναίνεση του αφηγήματος».

Συγκεκριμένα, ο δρ Κοκτσίδης λέει πως η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν βρίσκει απαραιτήτως στο σύνολό της ελκυστικό το τουρκικό αφήγημα ή την Τουρκία ως κράτος πρότυπο, μέσω αυτού του «νεωτεριστικού-οθωμανικού αφηγήματος». Ωστόσο, όπως ανέφερε, η τ/κ κοινότητα έχει εγκλωβιστεί σε μία σχέση εξάρτησης, κυρίως εξαιτίας του ανισοζυγίου ισχύος που υπάρχει μεταξύ Τουρκίας και Κατεχομένων.

«Το πρότυπο αυτό του νεωτεριστικού αφηγήματος (σύζευξη τουρκικού εθνικισμού με το τουρκικό Ισλάμ) είναι η αιχμή του δόρατος της νέας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Συνδυάζει το πατριωτικό χρέος που έχει η Τουρκία προς την τ/κ κοινότητα με το σύγχρονο ισλαμικό αφήγημα», ανέφερε, προσθέτοντας πως «πρέπει να τονιστεί ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει υπάρξει ένας επαναπροσδιορισμός της τουρκικότητας (ή τουλάχιστον επιχειρείται) και προβάλλεται μέσα το πρίσμα της οθωμανικής κληρονομίας στον γεωπολιτικό χώρο μέσα στον οποίο αναδύθηκε η Κύπρος».

Ως παραδείγματα αυτής της νεωτερικότητας, ο κ. Κοκτσίδης αναφέρθηκε στις ανθρωπιστικές, κοινωνικές, ηθικές, ιστορικές διαστάσεις οι οποίες προβάλλονται μέσα από τον αγωγό νερού, σχέδια υλοποίησης αγωγού ρεύματος και το αφήγημα ότι έφερε την ειρήνη στην Κύπρο το 1974, στοιχεία τα οποία κατά τον καθηγητή είναι διαστρεβλωμένα και χειραγωγικά.

Στο ερώτημα εάν σε όλα αυτά μπορεί να αντιδράσει η Τ/κ κοινότητα, ο δρ Κοκτσίδης εξήγησε ότι η Τουρκία είναι πάροχος ασφαλείας και έχει εγκλωβίσει την κοινότητα σε μία σχέση συναλλαγής. Αυτό, ωστόσο, όπως είπε, δεν απαλλάσσει την Τουρκοκυπριακή κοινότητα όσον αφορά τους πολιτικούς φορείς που την εκπροσωπούν από τις ευθύνες τους. «Πολλοί φέρνουν το μερίδιο συνυπευθυνότητας που τους αναλογεί διότι είναι ο απαραίτητος δεύτερος για να χορέψουν το ταγκό με την Τουρκία», τόνισε.

Στο ερώτημα εάν οι Τ/κ μπορούν να ενεργήσουν διαφορετικά, ο δρ Κοκτσίδης ενέταξε στην απάντησή του τη διάσταση της Ελληνοκυπριακής πλευράς. Το πώς εμείς μπορούμε να ασκήσουμε ήπια ισχύ.

«Αυτού που κάνει η Τουρκία χρησιμοποιώντας εξαναγκασμό, χειραγώγιση, εκφοβισμό, να γίνει με ένα τρόπο ο οποίος συνάδει με ευρωπαϊκά πρότυπα και με πραγματικά κίνητρα ενσωμάτωσης ανθρώπων σε μία κανονικότητα.

Η συναλλαγή αυτή είναι γνωστό ότι γίνεται από την Τουρκία στη βάση παροχής στρατιωτικής ασφάλειας και η Τ/κ κοινότητα ενδίδει, αλλά το τίμημα είναι η βαθύτερη διείσδυση όλων των τουρκικών συμφερόντων στα Κατεχόμενα» εξήγησε.

Παράλληλα, πρόσθεσε πως δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ότι το σύνολο της Τ/κ κοινότητας υποτάσσεται οικειοθελώς σε αυτό το αφήγημα. «Το θετικό και ενθαρρυντικό είναι ότι η Τουρκία αναγκάζεται να παρεμβαίνει, δείχνοντας ότι υπάρχει ένα κομμάτι στην Τ/κ κοινότητα το οποίο βλέπει εναλλακτικές εξυπηρέτησης των συμφερόντων του», τονίζοντας ωστόσο ότι το αρνητικό είναι πως «η Τουρκία πλέον έχει κατασκευάσει ένα συμπαγές ακροατήριο στα κατεχόμενα, το οποίο αποτελείται κυρίως από πολιτογραφημένους Τούρκους πολίτες».

Ενδεικτικά, η Τουρκία χρησιμοποιεί πολυδιάστατα επίπεδα για να εμπλακεί στα κατεχόμενα όπως για παράδειγμα ανθρωπιστικές δράσεις, υποδομές, σχολεία, Ινστιτούτα και τη διεύθυνση θρησκευτικών ζητημάτων.

Τέλος, όπως είπε, οικονομικά συμφέροντα, υποδομές, ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, λιμάνια, αεροδρόμια έχουν περάσει στα χέρια της Τουρκίας. Παρατηρείται δηλαδή μία γεωφυσική αλλοίωση στη γεωμορφολογία του χώρου και στο δημογραφικό.

Το οικονομικό πρωτόκολλο

Ο δρ Νίκος Μούδουρος μίλησε για το «οικονομικό πρωτόκολλο» της Τουρκίας στα κατεχόμενα, δηλαδή για το τι είναι εκείνο που εξαναγκάζει τους Τ/κ της αντιπολίτευσης, το κοινωνικό κίνημα, να διαμαρτυρηθεί επί ενός κειμένου.

Σύμφωνα με τον καθηγητή, πρόκειται για ένα πρόγραμμα ολοκληρωμένης διακυβέρνησης των κατεχόμενων εδαφών της Κύπρου. Το πρόβλημα δηλαδή της ταυτότητας που αντιμετωπίζουν οι τ/κ με κάποιες οικονομικές, κοινωνικές αλλά και ταξικές αναδιαμορφώσεις στα βόρεια κατεχόμενα εδάφη.

Όπως εξήγησε, «στις 20 Ιουλίου 1974 τα βόρεια κατεχόμενα εδάφη απέκτησαν το ρόλο μιας ανοικοδόμησης, δηλαδή μιας νέας πραγματικότητας. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο παρουσιάζει ολόκληρη τη διαλεκτική του πολέμου. Η βία, η καταστροφή αλλά και η άμεση ανοικοδόμηση. Το κυπριακό πρόβλημα σωστά μελετάται ως πρόβλημα διεθνές, εισβολής, κατοχής. Είναι χρήσιμο να δούμε την Τουρκία ως τον πυρήνα και την τ/κ κοινότητα ως περιφέρεια».

Η Τουρκία είναι μορφή δύναμης-διακυβέρνησης στο ίδιο το μπλοκ εξουσίας των κατεχομένων. Εξού και παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια η όξυνση της αντιπαλότητας μεταξύ Τουρκίας – Τ/κ.

Πρόσθεσε ωστόσο ότι, μέσα από την εξέλιξη της οικονομικής σχέσης Τουρκίας-Τ/κ παρατηρείται μία βασική αντίφαση. «Εκτός από την ανισότητα, παρατηρείται το φαινόμενο της από-ανάπτυξης, δηλαδή ατομικά-προσωπικά ο κάθε Τ/κ παρουσιάζει από το ’74 μέχρι σήμερα σαφέστατη άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Όμως, υπάρχει και μία παράλληλη διαδικασία πλήρους αποκοπής της κοινότητας από τις παραγωγικές διαδικασίες».

Το δεύτερο χαρακτηριστικό σύμφωνα με τον κ. Μούδουρο, είναι η εισαγωγή των μοντέλων συσσώρευσης από την Τουρκία. Το κοινό χαρακτηριστικό από το 1975 που ξεκινά ο κλάδος ανάπτυξης επίσημα των Κατεχομένων από την Άγκυρα, μέχρι σήμερα υπάρχει δραματική αλλαγή αναλόγως των αναγκών στην Τουρκία.

Το μόνο χαρακτηριστικό, πρόσθεσε, που παραμένει αναλλοίωτο, είναι η δομή που επηρεάζει την κοινωνία των τ/κ, δηλαδή η εξωτερική χρηματοδότηση.

Για παράδειγμα, το τελευταίο πρωτόκολλο «μιλάει» για απαγόρευση της δράσης των συνδικάτων αλλά και την υπερσυγκέντρωση των εξουσιών για τα πολιτισμικά κονδύλια στη διεύθυνση θρησκευτικών.

Τέλος, αναφέρθηκε και στους κομματικούς θεσμούς στα κατεχόμενα με τη δημιουργία παραρτημάτων του AKP σε διάφορους τόπους, αλλά και στη στόχευση της Άγκυρας η εκτελεστική εξουσία να «προσπερνά» το κοινοβούλιο και τις αντιπολιτευτικές φωνές.

Δημογραφική αλλοίωση και πολιτικές εξελίξεις

Κλείνοντας τη θεματική ενότητα «Η δημογραφική αλλοίωση, οι παρεμβάσεις της Άγκυρας και ο αντίκτυπος στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα», η δημοσιογράφος Ραλλή Παπαγεωργίου αναφέρθηκε στις απόψεις δύο Τουρκοκύπριων δημοσιογράφων, οι οποίοι έκαναν παρεμβάσεις για την οικονομική και πολιτική δράση της Άγκυρας στα κατεχόμενα, με τελευταίο παράδειγμα την εκλογή του Ερσίν Τατάρ ως ηγέτη των Τουρκοκυπρίων.

Αναφέρθηκε επίσης και στα γεγονότα του 2018 στα κατεχόμενα με την επίθεση των Γκρίζων Λύκων στα γραφεία της εφημερίδας Africa, ενώ παράλληλα σχολίασε τη θρησκευτική μεταβολή που παρατηρείται.

Σύμφωνα με την κα Ραλλή, με την αύξηση του πληθυσμού στα κατεχόμενα μέσω εποίκων, Ρώσων, Ιρανών κ.λπ. αυξήθηκε παράλληλα η εγκληματικότητα και οι αγορές ακινήτων. Καταληκτικά η κα Παπαγεωργίου θέλησε να στείλει το μήνυμα πως το Κυπριακό δεν είναι μόνο πρόβλημα εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής, αλλά και ένα διακοινοτικό ζήτημα για το οποίο Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι πρέπει να λειτουργήσουν ως συνέταιροι και συνεργάτες για αντιμε

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Πολιτική: Τελευταία Ενημέρωση