ΚΥΠΕ
Σε δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ανέρχεται, σύμφωνα με τον Γενικό Ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη, το συνολικό ποσό των απωλειών για τα δημόσια έσοδα λόγω αφενός της εφαρμογής της ετεροβαρούς και/ή εσφαλμένα εφαρμοσθείσας διακρατικής συμφωνίας που διέπει τη λειτουργία του ΟΠΑΠ στην Κύπρο και αφετέρου λόγω της καθυστέρησης στην αντικατάσταση της εν λόγω συμφωνίας από τη νομοθεσία που ψήφισε η Βουλή το 2018 για ορισμένα τυχερά παιχνίδια και η οποία ωστόσο δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί από το Υπουργείο Οικονομικών.
Μιλώντας σήμερα ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ελέγχου ο κ. Μιχαηλίδης αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, σε απώλειες της τάξης του 1 εκατομμυρίου ευρώ τον μήνα λόγω της λανθασμένης εφαρμογής της ετεροβαρούς συμφωνίας του 2003, σε συνολικά 35 εκατομμύρια ευρώ (7 εκατομμύρια ετησίως) τουλάχιστον που απώλεσαν τα δημόσια ταμεία λόγω της μη εφαρμογής ακόμα της νομοθεσίας που ψήφισε η Βουλή το 2018, αλλά και σε συνολικά 29,63 εκατομμύρια ευρώ με τα οποία επωφελήθηκε ο ΟΠΑΠ την περίοδο 2011-2021 (χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η διετία 2014-2015) λόγω της πρακτικής υπολογισμού όχι των πραγματικά καταβληθέντων κερδών στους δικαιούχους αλλά των θεωρητικών κερδών που προκύπτουν μετά τη διαλογή των δελτίων.
Μάλιστα, σύμφωνα πάντα με τον Γενικό Ελεγκτή, ενώ οι εισπράξεις του ΟΠΑΠ από €38 εκ. το 2001, ανήλθαν στα €97 εκ. το 2004 όταν εισήλθε το ΚΙΝΟ, στα €160 εκ. το 2008, στα €190 εκ. το 2013 και περίπου στα €225 εκ. το 2021, οι εισπράξεις της Δημοκρατίας από τον ΟΠΑΠ ξεκίνησαν το 2001 με €13 εκ. και παρέμειναν κοντά στο ποσό αυτό μέχρι το 2013 ενώ το 2022 ανήλθαν στα €15,6 εκ.
Επίσης ο Γενικός Ελεγκτής μίλησε για γνωμάτευση του τέως Γενικού Εισαγγελέα (2017) σε ό,τι αφορά τον τρόπο εφαρμογής της διακρατικής συμφωνίας του 2003, την οποία ουσιαστικά δεν εφάρμοσε η τότε Γενική Λογίστρια, γνωμάτευση η οποία ανατράπηκε από νέα γνωμάτευση του νυν Γενικού Ελεγκτή ημερομηνίας 20 Ιουλίου 2021 με βάση την οποία ορθώς ερμηνεύεται η διακρατική συμφωνία και άρα δεν προκύπτει θέμα απολεσθέντων εσόδων.
Η όλη συζήτηση διεξήχθη την Πέμπτη στο πλαίσιο εξέτασης από την Επιτροπή της Έκθεσης της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας για το έτος 2020, παρουσία τόσο του Γενικού Ελεγκτή όσο και του νέο Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας Ανδρέα Αντωνιάδη.
Σε σχέση με τη νομοθεσία που ψήφισε το 2018 η Βουλή για ρύθμιση του όλου θέματος που αφορά το πλαίσιο λειτουργίας του ΟΠΑΠ, στην Έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας σημειώνεται ότι «παρά την πάροδο πέραν των τεσσάρων ετών από την ψήφιση του περί Ορισμένων Τυχερών Παιγνιδιών Νόμου, δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες για την επιλογή του κατάλληλου παρόχου, με αποτέλεσμα μέχρι σήμερα να μην έχει συναφθεί σχετική σύμβαση». Αυτό, όπως ανέφερε ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης έχει ως αποτέλεσμα, για τον υπολογισμό των ποσών που καταβάλλει ο ΟΠΑΠ στο κράτος να χρησιμοποιείται ακόμη η «ετεροβαρής διακρατική συμφωνία Κύπρου-Ελλάδας του 2003» με αποτέλεσμα σημαντικές, όπως είπε, απώλειες δημοσίων εσόδων.
Παράλληλα ο Γενικός Ελεγκτής σημείωσε ότι η εφαρμογή της ετεροβαρούς διακρατικής συμφωνίας, με τον τρόπο που εφαρμόζεται, οδηγεί σε συνεχιζόμενη απώλεια δημοσίου χρήματος, το οποίο υπολογίστηκε από την Ελεγκτική Υπηρεσία σε ποσό της τάξης του €1 εκ. τουλάχιστον για κάθε μήνα που παρέρχεται.
Επιπλέον, ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης εξήγησε σε ό,τι αφορά τον υπολογισμό του ποσού που αποδίδεται στη Δημοκρατία, πως λόγω της πρακτικής του ΟΠΑΠ για χρήση των «θεωρητικών» κερδών αντί των πραγματικών διανεμηθέντων κερδών κατά την περίοδο 2011-2021, ο ΟΠΑΠ επωφελήθηκε με ποσό που υπολογίζεται στα €29,63 εκ. χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι χρονιές 2014 και 2015 για τις οποίες δεν υπάρχει διαθέσιμη πληροφόρηση για τα διανεμηθέντα κέρδη.
Στην Έκθεση της η Ελεγκτική Υπηρεσία λέει ότι οι εισπράξεις που διενεργούνται από το Γενικό Λογιστήριο είναι λανθασμένες και πως παρά το ότι δεν υπήρξε καν ανατροπή των γνωματεύσεων του τέως Γενικού Εισαγγελέα, το Γενικό Λογιστήριο συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που οδηγεί σε απώλεια σημαντικών εσόδων και πως το ίδιο γινόταν και για 3,5 σχεδόν έτη, από τον Δεκέμβριο του 2017 μέχρι τον Ιούλιο του 2021, «όταν περιφρονούσε τις τότε εν ισχύ γνωματεύσεις του τέως Γενικού Εισαγγελέα στο θέμα των πραγματικών (και όχι ως ποσοστό) εξόδων του ΟΠΑΠ».
«Η τότε Γενική Λογίστρια θα έπρεπε να είχε ακούσει τον τότε Γενικό Εισαγγελέα και να εφαρμόσει τη συμφωνία όπως της είχε υποδείξει, όμως δεν την εφάρμοσε και συνέχισε να εφαρμόζει τη συμφωνία όπως η ίδια πίστευε ότι ήταν σωστό» ανέφερε ο Γενικός Ελεγκτής και πρόσθεσε πως ακόμα και αν έχει δίκαιο σήμερα ο νυν Γενικός Εισαγγελέας και ορθά εφαρμόζεται η Συμφωνία, στην περίπτωση που εφαρμοζόταν η νομοθεσία η Δημοκρατία θα εισέπραττε τουλάχιστον 7 εκ. ευρώ ετησίως περισσότερα από όσα παίρνει σήμερα από τον ΟΠΑΠ.
«Χάσαμε 35 εκατομμύρια ευρώ τα τελευταία 5 χρόνια επειδή το Υπουργείο Οικονομικών μας έλεγε ότι ήταν πολύ απασχολημένο για να ασχοληθεί με αυτό το θέμα και αυτό υπάρχει και γραπτώς ότι είχαν άλλες προτεραιότητες» είπε ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης.
«Γιατί δεν εφάρμοσε τη γνωμάτευση του τότε Γενικού Εισαγγελέα η τότε Γενική Λογίστρια και γιατί το Υπουργείο Οικονομικών κωλυσιεργεί από το 2018 και δεν έκανε τα πάντα για να εφαρμοστεί η νομοθεσία σε 5 μήνες και έχουν περάσει 5 χρόνια και ακόμη περιμένουμε να εφαρμόσει αυτή τη νέα νομοθεσία;» διερωτήθηκε ο Γενικός Ελεγκτής.
Από την πλευρά του ο Γενικός Λογιστής Ανδρέας Αντωνιάδης ξεκαθάρισε πως αν και κρίνει ότι η Διακρατική Συμφωνία του 2003 είναι ετεροβαρής, το Γενικό Λογιστήριο ενεργεί στη βάση της ισχύουσας γνωμάτευσης της Γενικής Εισαγγελίας και ως εκ τούτου δεν υπάρχουν ποσά τα οποία θα έπρεπε να έχουν καταβληθεί από τον ΟΠΑΠ και δεν καταβλήθηκαν.
Απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων μετά το πέρας της συνεδρίας σε σχέση με το αν λογιστικά το κράτος θα έπρεπε να είχε εισπράξει περισσότερα λεφτά από τον ΟΠΑΠ απ’ όσα έχει εισπράξει ο κ. Αντωνιάδης επανέλαβε ότι για το θέμα του ΟΠΑΠ υπάρχει συγκεκριμένη γνωμάτευση από τον νυν Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας η οποία γνωματεύει ότι ορθά εφαρμόζεται η Συμφωνία, και πρόσθεσε πως το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας ως η αρμόδια αρχή για εφαρμογή της Συμφωνίας δεν είχε περιθώριο πέρα από το να ακολουθήσει τη γνωμάτευση του νυν Γενικού Εισαγγελέα.
«Τώρα σε σχέση με τις αναφορές ότι η Συμφωνία είναι ετεροβαρής, συμφωνούμε απόλυτα τόσο το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας όσο και η Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας» συμπλήρωσε.
Κληθείς να διευκρινίσει αν η Δημοκρατία εισπράττει όσα θα έπρεπε να εισπράττει, ο κ. Αντωνιάδης απάντησε πως «σύμφωνα με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ναι».
Σε άλλη ερώτηση αν αυτό σημαίνει ότι δεν τίθεται θέμα απολεσθέντων εσόδων όπως λέει ο Γενικός Ελεγκτής ο Γενικός Λογιστής επανέλαβε ότι «έχουμε τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα την οποία τηρούμε κατά γράμμα».
Κληθείς να διευκρινίσει πως ο ίδιος θεωρεί ότι η συμφωνία είναι ετεροβαρής, εξήγησε ότι η Συμφωνία έγινε το 2003 και σήμερα έχουμε 2023 και ως εκ τούτου θα πρέπει να αλλάξει.
Κληθείς να σχολιάσει το γεγονός ότι υπήρχε γνωμάτευση από τον τέως Γενικό Εισαγγελέα που έλεγε άλλα και την οποία δεν εφάρμοσε η προκάτοχος του στο Γενικό Λογιστήριο ο κ. Αντωνιάδης είπε ότι σχολιάζει θέματα που αφορούν τη θητεία και την υπηρεσία του και όχι θέματα που αφορούν προκατόχους του. «Εγώ ως Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας σε θέματα που αφορούν νομικές πτυχές όσον αφορά τα καθήκοντα που ασκώ συμμορφώνομαι πλήρως με τις νομικές γνωματεύσεις των ειδικών που είναι η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας και για να έχω παρέκκλιση από γνωμάτευση Γενικού Εισαγγελέα πρέπει να έχω ατράνταχτα στοιχεία, κάτι που δεν ισχύει στη συγκεκριμένη συμφωνία» ανέφερε.
Σε διευκρινιστική παρατήρηση ότι η ερώτηση δεν αφορούσε τα πρόσωπα αλλά τους θεσμούς, ότι δηλαδή «υπήρχε μια γνωμάτευση από την Γενική Εισαγγελία η οποία δεν εφαρμοζόταν από το Γενικό Λογιστήριο ενώ σήμερα υπάρχει μια διαφορετική γνωμάτευση από τη Γενική Εισαγγελία η οποία εφαρμόζεται από το Γενικό Λογιστήριο» ο κ. Αντωνιάδης είπε ότι «το 2018 υπήρχε προηγούμενη γνωμάτευση από τον τέως Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας υπό την ηγεσία της τέως Γενικής Λογίστριας ζήτησε διευκρινίσεις για εφαρμογή αυτής της γνωμάτευσης και η Νομική Υπηρεσία δεν είχε επανέλθει προτού προκύψει η νέα γνωμάτευση».
Σε δηλώσεις του ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ζαχαρίας Κουλίας ανέφερε ότι όταν ο ΟΠΑΠ κατέγραφε τζίρο περίπου €35 εκ. το κράτος εισέπραττε περίπου 10 εκ. ευρώ ενώ σήμερα που ο τζίρος του ΟΠΑΠ ανέρχεται στα €225 περίπου εκατομμύρια το κράτος εισπράττει περίπου €15 εκ.
«Πρόκειται για μια λεόντειο συμφωνία» είπε ο κ. Κουλίας υποδεικνύοντας πως τόσο ο Γενικός Ελεγκτής όσο και ο Γενικός Λογιστής εκτιμούν ότι η Διακρατική Συμφωνία που εφαρμόζεται είναι ετεροβαρής.
Εξέφρασε παράλληλα την πεποίθηση ότι με τη συνεργασία και του Υπουργείου Οικονομικών θα μπει τάξη στο κρίσιμο αυτό ζήτημα, με επαναφορά και εφαρμογή της νομοθεσίας που έχει ψηφιστεί.
Διαβεβαίωσε τέλος πως λόγο της σοβαρότητάς του, το θέμα θα επανέλθει στην Επιτροπή το συντομότερο δυνατό και θα κληθεί και το Υπουργείο Οικονομικών, καθώς πρέπει να μπει σε εφαρμογή η νομοθεσία.
Η βουλευτής του ΔΗΣΥ Σάβια Ορφανίδου δήλωσε ότι αρμοδιότητα σε ό,τι αφορά ερμηνείες συμφωνιών είτε με τον ΟΠΑΠ είτε με άλλους οργανισμούς έχει πάντοτε ο Γενικός Εισαγγελέας και όχι η Ελεγκτική Υπηρεσία, η οποία βεβαίως μπορεί να λέει την άποψη της και οι συστάσεις της θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από όλους τους οργανισμούς και ιδιαίτερα από το Γενικό Λογιστήριο.
Και πρόσθεσε σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο θέμα για τον ΟΠΑΠ πως η ερμηνεία που έχει δώσει ο Γενικός Εισαγγελέας είναι αυτή που ακολουθεί η αρμόδια αρχή, δηλαδή το Γενικό Λογιστήριο, και δεν μπορεί να υπάρχει απώλεια εσόδων του κράτους με οποιεσδήποτε άλλες ερμηνείες που κάνει κάποιος άλλος οργανισμός που δεν είναι ο Γενικός Εισαγγελέας.
Είπε ακόμη πως αν υπάρχει ωστόσο θέμα ετεροβαρούς συμφωνίας μεταξύ του κράτους και του ΟΠΑΠ θα πρέπει το αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών μαζί με τη Γενική Εισαγγελία και το Γενικό Λογιστήριο να μελετήσουν και να αξιολογήσουν το θέμα και αν όντως διαπιστώσουν ότι υπάρχει απώλεια εσόδων να αναθεωρήσουν τη συμφωνία.
«Εμείς όμως ακολουθώντας αυτό που λέει η Γενική Εισαγγελία το οποίο εφαρμόζει και το Γενικό Λογιστήριο θεωρούμε ότι δεν υπάρχει τέτοιο ζήτημα» δήλωσε.
Ο Βουλευτής τέλος του Κινήματος Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών Σταύρος Παπαδούρης είπε ότι συμφωνεί απόλυτα με τις αναφορές του Γενικού Ελεγκτή, ότι δηλαδή υπάρχει μια ετεροβαρής συμφωνία, με το οποίο συμφώνησε και ο Γενικός Λογιστής, αλλά και με το ότι ακόμα και αν δεν είναι ετεροβαρής αυτή η συμφωνία δεν εφαρμόζεται σωστά.
Όποιο από τα δύο και αν ισχύει, συμπλήρωσε, το αποτέλεσμα είναι να χάνει η Κυπριακή Δημοκρατία κοντά στο €1 εκ. τον μήνα ή τελοσπάντων, τουλάχιστον €7 εκ. τον χρόνο.
«Με απλά μαθηματικά το αποτέλεσμα είναι εκεί, να χάνονται λεφτά τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για άμεσες ανάγκες που έχει το κράτος, όπως για παράδειγμα η εγκατάσταση κλιματιστικών στα σχολεία» πρόσθεσε.
Χαρακτήρισε επίσης πολύ τραγικό το σκέλος που αφορά την απάντηση του Υπουργείου Οικονομικών προς τον Γενικό Ελεγκτή ότι «δεν είχαν τον χρόνο να ασχοληθούν σοβαρά με το θέμα αυτό».