ΚΥΠΕ
To Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την έφεση Σύρου επιχειρηματία και της οικογένειας του κατά της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου το 2013, με την οποία ακυρώθηκε η πολιτογράφηση τους ως Κυπρίων πολιτών, λόγω του ότι το όνομά του περιλαμβανόταν στον κατάλογο της ΕΕ ως χρηματοδότης του καθεστώτος Άσαντ για την καταστολή των διαδηλώσεων στη Συρία.
Σε απόφαση που ανακοινώθηκε την Τρίτη, το Δικαστήριο σημειώνει ότι αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης είναι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 29.05.2013, με την οποία ακυρώθηκε η πολιτογράφηση των εφεσειόντων – του επιχειρηματία, της συζύγου του και των τεσσάρων υιών τους, οι οποίοι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ανήλικοι - ως Κυπρίων πολιτών.
Σημειώνεται ότι, ο επιχειρηματίας αιτήθηκε το 2009, από το Υπουργικό Συμβούλιο, την κατ΄εξαίρεση πολιτογράφησή του, ως Κύπριου πολίτη, με βάση τα κριτήρια οικονομικού χαρακτήρα, που ίσχυαν τότε.
Πρόστίθεται ότι τον Ιανουάριο 2010, η Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ενημέρωσε τον τότε Υπουργό Εσωτερικών, με σημείωμα ότι το Φεβρουάριο του 2008 η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε εκδώσει διάταγμα με το οποίο είχε παγοποιήσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία του εφεσείοντα, εντός της επικράτειάς της και απαγόρευσε στους Αμερικανούς πολίτες τη σύναψη οποιασδήποτε οικονομικής συναλλαγής μαζί του, λόγω ανάμειξής του σε σκάνδαλα διαφθοράς. Τον πληροφόρησε, μεταξύ άλλων, ότι ο εφεσείοντας χρησιμοποιώντας τη στενή συγγένεια που είχε με τον Πρόεδρο της Συρίας Bashar al-Assad, με τον οποίο είναι εξαδέλφια, καθώς και άλλα αθέμιτα μέσα, κατάφερε να εξασφαλίσει προνομιακά συμβόλαια και άλλα επιχειρηματικά προνόμια και πλεονεκτήματα, αναφέρεται στην απόφαση, σημειώνοντας ότι η σύσταση της Διευθύντριας ήταν όπως η αίτηση τού απορριφθεί.
Παρά την αρνητική σύσταση του Τμήματος Μετανάστευσης, αναφέρεται, ο Υπουργός Εσωτερικών υπέβαλε πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο την 28.12.2010, για κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση του εφεσείοντα και της συζύγου του, αναφέροντας ότι το ζεύγος «θεωρείται ότι προσφέρουν υψίστου επιπέδου υπηρεσίες προς την Κυπριακή Δημοκρατία» λαμβάνοντας υπόψη τις επιχειρηματικές δραστηριότητες τους, «και συνεπώς κατά πόσο λόγοι δημοσίου συμφέροντος δικαιολογούν την κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση των αιτητών».
Τον Ιανουάριο 2011 το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την κατ΄ εξαίρεση πολιτογράφηση του εφεσείοντα αφού κρίθηκε ότι η πολιτογράφηση του εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον. Ο εφεσείοντας είχε καταθέσεις, πενταετούς προθεσμίας, σε κυπριακές τράπεζες, ύψους €17.300.000 και ακίνητη περιουσία αξίας €320.000, αναφέρεται.
Την ίδιαν ημέρα εγκρίθηκε η πολιτογράφηση της συζύγου του ως «εξαρτώμενή» του και λίγες ημέρες αργότερα, αφότου απέκτησαν την Κυπριακή υπηκοότητα με πολιτογράφηση αιτήθηκαν την πολιτογράφηση και των ανηλίκων τότε τέκνων τους.
Σημειώνεται ότι τέσσερις μόλις μήνες μετά την πολιτογράφηση του επιχειρηματία και της συζύγου του, εξεδόθη ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 442/2011. «Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφού έλαβε υπόψη την κατάσταση στη Συρία, ήτοι τη βίαιη καταστολή των ειρηνικών διαδηλώσεων άμαχου πληθυσμού, επέβαλε απαγόρευση πωλήσεως όπλων, εξαγωγών εξοπλισμού ικανού να χρησιμοποιηθεί για εσωτερική καταστολή, περιορισμού εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που ευθύνονταν για τις πιο πάνω ενέργειες». Το όνομα του εφεσείοντα περιλαμβανόταν στον κατάλογο των προσώπων του Παραρτήματος ΙΙ, έναντι των οποίων διατασσόταν η δέσμευση της περιουσίας τους εντός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφού αναφερόταν «... ως χρηματοδότης του καθεστώτος για την καταστολή των διαδηλώσεων», σύμφωνα με την απόφαση.
Ο ΕΚ 442/2011 αντικαταστάθηκε τη 18.01.2012 με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 36/2012, ο οποίος περιλαμβάνει αντίστοιχες πρόνοιες με αυτές του ΕΚ 442/2011. Στο Παράρτημα ΙΙ του νέου Κανονισμού περιλαμβάνονται τα στοιχεία του εφεσείοντα στον οποίο αναφέρθηκε ως Σύρος επιχειρηματίας που συνδέεται με τον Mahir Al-Assad. «Εξάδελφος του Προέδρου Bashar Al-Assad. Χρηματοδοτεί το καθεστώς διευκολύνοντας τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων», ήταν η περιγραφή στον κανονισμό, σημειώνεται.
Όπως αναφέρεται, το Υπουργείο Εσωτερικών, αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω, υπόβαλε Πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο για στέρηση της κυπριακής υπηκοότητας του εφεσείοντα και της οικογένειάς του, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «είναι προφανές» ότι οι ενέργειες του «να παρέχει χρηματοδότηση για τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων στη Συρία γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο μεγάλου αριθμού αμάχων πολιτών στρέφονται ενάντια στις αρχές που διέπουν το πολιτειακό σύστημα και τον επιχειρηματικό τομέα της χώρας καθώς και τις ηθικές αξίες της κυπριακής κοινωνίας εν γένει».
Τη 10.08.2011 το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την Πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών για στέρηση της κυπριακής υπηκοότητας από τον εφεσείοντα και την οικογένειά του, οι οποίοι, μέσω του δικηγόρου τους, ζήτησαν τη διεξαγωγή έρευνας. Το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε τότε Επιτροπή Έρευνας, η οποία εξέτασε το θέμα και ετοίμασε σχετικό πόρισμα σύμφωνα με το οποίο κρίθηκε ορθή η απόφαση του Υπουργικού.
Τον Μάιο 2013 το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη το πόρισμα της Επιτροπής Έρευνας, αποφάσισε να επιβεβαιώσει, σε συνέχεια της απόφασής του, του 2011, την έκδοση διατάγματος, με το οποίο να αποστερεί από τους εφεσείοντες την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας.
Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την πιο πάνω απόφαση με προσφυγή την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απόρριψε και επικύρωσε την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την πρωτόδικη απόφαση με δέκα λόγους έφεσης, «οι οποίοι είναι διατυπωμένοι με τρόπο συγκεχυμένο», αναφερεται. Μεταξύ άλλων οι λόγοι έφεσης αφορούν την κατ΄ισχυρισμό λανθασμένη ερμηνεία, εκ μέρους της διοίκησης, των προνοιών του άρθρου 113(3)(α) του Νόμου, επί των οποίων βασίσθηκε η επίδικη απόφαση και την παράλειψη της να καθορίσει με ποιο τρόπο θα επηρεαζόταν το “δημόσιο συμφέρον”, εάν οι εφεσείοντες διατηρούσαν την Κυπριακή υπηκοότητα.
Προβάλλουν επίσης θέμα ανεπαρκούς έρευνας και συγκεκριμένα ότι οι Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί δεν δεσμεύουν τη Δημοκρατία.
Προβάλλεται επίσης η θέση ότι η απόφαση της διοίκησης σε σχέση με τα πιο πάνω πρόσωπα, είναι αναιτιολόγητη και το Δικαστήριο παρέλειψε να διεξαγάγει «έλεγχο αναλογικότητας».
Σημειώνεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, στην υπό κρίση υπόθεση, αποφάσισε την ακύρωση των πολιτογραφήσεων των έξι εφεσειόντων αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο του Ευρωπαϊκού Κανονισμού και της Ευρωπαϊκής Απόφασης και ιδιαίτερα το σκοπό για τον οποίο τέθηκαν οι εν λόγω περιορισμοί, ήτοι την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προστασία του άμαχου πληθυσμού από πρόσωπα όπως ο εν λόγω επιχειρηματίας.
«Έκρινε ότι οι ενέργειες του εφεσείοντα 1, δηλαδή η παροχή χρηματοδότησης για τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων στη Συρία, που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο μεγάλου αριθμού αμάχων πολιτών, στρέφονταν εναντίον των αρχών που διέπουν το πολιτειακό σύστημα και τον επιχειρηματικό τομέα της χώρας καθώς και τις ηθικές αξίες της κυπριακής κοινωνίας, εν γένει. Αυτό ισοδυναμούσε με επίδειξη δυσμένειας προς το κράτος», αναφέρεται.
Εάν ο τελευταίος αμφισβητούσε την εμπλοκή του, αναφέρει το Δικαστήριο, θα μπορούσε με βάση τις σχετικές πρόνοιές να προσκομίσει «αποδεικτικά στοιχεία και παρατηρήσεις (στο Συμβούλιο) ως προς τους λόγους για τους οποίους, μολονότι ανήκει σε μια τέτοια κατηγορία, θεωρεί ότι η καταχώριση του δεν είναι δικαιολογημένη».
Ο επιχειρηματίας είχε επίσης δικαίωμα να προσβάλει τη συμπερίληψη του ονόματος του στους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς και στην Ευρωπαϊκή Απόφαση, με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ, προστίθεται. Σημειώνεται ότι, προκύπτει, με βάση τα στοιχεία που προσκόμισε ο ίδιος ο εφεσείοντας 1, ότι είχε προβεί στις πιο πάνω ενέργειες, «χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα».
Σημειώνεται ακόμη στην απόφαση ότι, η δεσμευτικότητα των Κανονισμών και των Αποφάσεων, προβλέπεται και στο άρθρο 288 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 7 προβάλλεται η θέση ότι οι εφεσείοντες «… στερήθηκαν την ιδιότητα του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ενώ στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 10, ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο η προσβαλλομένη απόφαση ήταν «… προς το συμφέρον των παιδιών», δεδομένου ότι ήταν ανήλικοι, αναφέρεται.
«Πρόκειται για θέσεις διατυπωμένες με γενικό και αόριστο τρόπο, χωρίς να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία γιατί η στέρηση από τους εφεσείοντες της ιδιότητας του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τους επηρέασε δυσμενώς ιδιαίτερα τους ανήλικους», σημειώνεται.
Επισημαίνεται δε, ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για στέρηση της Κυπριακής υπηκοότητας λήφθηκε τη 10.08.2011, «ελάχιστους μόνο μήνες μετά την πολιτογράφηση των εφεσειόντων, ενώ οι τελευταίοι ενημερώθηκαν για την εν λόγω απόφαση, κατά ή περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους». «Η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις όπου πρόσωπα τα οποία διαμένουν σε μια χώρα, για μεγάλο χρονικό διάστημα, δημιουργούν δεσμούς με τη χώρα και η στέρηση της πολιτικής τους ιδιότητας δυνατόν να επηρεάζει τα δικαιώματά τους που προστατεύονται από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή τους καθιστά ανιθαγενείς», προστίθεται.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται και επιδίκασε €3.500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.