ΚΥΠΕ
Κενά και παραλείψεις σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των θεμάτων που αφορούν σε ανάπηρους πολέμου, αναδείχθηκαν εκ νέου κατά τη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων, την οποία απασχόλησε η επιδοματική πολιτική για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη τόσο των αναπήρων, όσο και των αιχμαλώτων της τουρκικής εισβολής του 1974.
Το ζήτημα των επιδομάτων προς αιχμαλώτους, παθόντες και αναπήρους του πολέμου, βρέθηκε το επίκεντρο της συζήτησης στην Επιτροπή, προκειμένου να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και κυβερνητική στήριξη για την αποκατάστασή τους. Οι εκπρόσωποι τόσο του Παγκυπρίου Συνδέσμου Αιχμαλώτων του πολέμου του 1974, όσο και της Παγκύπριας Οργάνωσης Αποκατάστασης Παθόντων και Αναπήρων Πολέμου υπογράμμισαν σοβαρά κενά και παραλείψεις στην επιδοματική πολιτική του κράτους.
Σε δηλώσεις του μετά τη συνεδρίαση, ο Βάσος Χρίστου, Πρόεδρος του Παγκυπρίου Συνδέσμου Αιχμαλώτων του πολέμου του 1974 εξήγησε ότι το επίδομα αιχμαλώτων πολέμου, που αποφασίστηκε σε συνάντηση με το Υπουργείο Οικονομικών τον περασμένο Φεβρουάριο, ως αντισταθμιστικό της δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψης, η οποία πριν την εφαρμογή του ΓεΣΥ παρεχόταν εντελώς δωρεάν, θα ανερχόταν στα €200. Αντί αυτού, πρόσθεσε, αποφασίστηκε τελικά η καταβολή εφάπαξ ποσού €2000 ευρώ/ανά έτος σε δύο δόσεις, κάτι που δεν ικανοποιεί τον Σύνδεσμο, καθώς το ποσό μειώνεται στα €160 περίπου μηνιαίως.
«Ζητήσαμε αυτό το επίδομα να δίνεται μηνιαία, όπως είχε αποφασιστεί αρχικά, και να ψηφιστεί ένα κονδύλι μισού εκατομμυρίου ευρώ στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, για να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε μεταξύ του μηνιαίου ποσού των στα €200, που είχαμε συμφωνήσει, και του ετήσιου ποσού των €2000», δήλωσε ο κ. Χρίστου.
Ανέφερε, μάλιστα, ότι σύμφωνα με το μητρώο του Ερυθρού Σταυρού, οι αιχμάλωτοι πολέμου ανέρχονται στα 2.467 άτομα, ηλικιών 14 – 74 ετών, και βάσει του επικαιροποιημένου μητρώου, σήμερα καταμετρούνται σε 845 άτομα. «Αυτοί όλοι είναι δικαιούχοι επιδόματος, επειδή όμως το επίδομα συνδέεται με τη θεσμοθετημένη σύνταξη, όσοι διαμένουν στο εξωτερικό και δε λαμβάνουν σύνταξη από το κράτος, δεν το δικαιούνται», πρόσθεσε ο κ. Χρίστου.
Σε συνέχεια της συζήτησης για το επίδομα, αναδείχθηκε και το κενό της έλλειψης ενός κρατικού μητρώου αιχμαλώτων πολέμου, αφού το μητρώο του Υπουργείου Άμυνας για στρατεύσιμους και κληρωτούς, περιλαμβάνει και άτομα που δε θα έπρεπε, εξήγησε ο κ. Χρίστου, όπως άμαχους πολίτες. «Το πρόβλημα αυτό το έχουμε βρει τώρα μπροστά μας, με μητρώα τα οποία δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν», είπε και πρόσθεσε ότι το κράτος πρέπει να επιληφθεί του κενού αυτού.
Άλλωστε, ο Πρόεδρος της Παγκύπριας Οργάνωσης Αποκατάστασης Παθόντων και Αναπήρων Πολέμου, Γιώργος Γρουτίδης, ο οποίος κατά τη συνεδρίαση αναφέρθηκε σε σειρά τραγικών περιπτώσεων παθόντων της εισβολής, εξέφρασε με τις δηλώσεις του μετά τη συνεδρίαση ένα «τεράστιο παράπονο, γιατί λειτουργοί του δημοσίου και θεσμοί δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι στις καρέκλες που κάθονται, έτρεξε το αίμα μας και ο ιδρώτας μας», όπως είπε.
Ανέφερε ότι οι ανάπηροι πολέμου, κατηγορήθηκαν την τελευταία τριετία, κατά την οποία διεκδικούν την καταβολή τιμητικού επιδόματος, με το δικαιολογητικό ότι λάμβαναν άλλα επιδόματα. Τόνισε, δε, ότι το γεγονός ότι υπηρέτησαν την πατρίδα και θυσίασαν την αρτιμέλειά τους, δεν εκτιμήθηκε όπως θα έπρεπε. Όπως είπε, με την οικονομική κρίση αφαιρέθηκε από τους ανάπηρους πολέμου η δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ενώ μετά άρθηκε για δύο χρόνια και η χορηγία 13ου.
Αναφέρθηκε, επίσης, στον αποκλεισμό των αντιστασιακών από τη λήψη του τιμητικού επιδόματος, λέγοντας ότι «δεν μπορείς να διαχωρίζεις, μεταξύ των ανθρώπων που πολέμησαν υπέρ ελευθερίας και δημοκρατίας στον τόπο μας, ποιου η προσφορά είναι πιο μεγάλη». Εξάλλου, εξήγησε ότι, καθώς το τιμητικό επίδομα παρέχεται με προϋπόθεση τη θητεία, αποκλείστηκαν από αυτό και οι γυναίκες που κακοποιήθηκαν και βιάστηκαν κατά την εισβολή.
Ο κ. Γρουτίδης, σημείωσε, ακόμα, ότι επειδή πρέπει να λαμβάνει κάποιος σύνταξη για να πάρει και τιμητικό επίδομα, μένουν αποκλείονται επίσης όσοι ήταν ανήλικοι, και αναφέρθηκε σε περίπτωση ανθρώπου που βιάστηκε σε ηλικία 13 ετών κατά την εισβολή και είδε τον πατέρα του να δολοφονείται μπροστά του. «Αυτοί οι άνθρωποι έχουν λιγότερα ψυχολογικά τραύματα από έναν στρατεύσιμο άμαχο που συνελήφθη;», αναρωτήθηκε.
Εξέφρασε, πάντως, την ικανοποίησή του από την πρόθεση του αρμόδιου υπουργείου να πληρωθούν επιδόματα σε όλες τις περιπτώσεις παθόντων, μεταξύ των οποίων και των γυναικών που έχει καταγραφεί ότι βιάστηκαν, επεσήμανε, όμως, ότι πολλά προβλήματα παραμένουν, λόγω των χρονοβόρων διαδικασιών.
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος της Επιτροπής και Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Νίκος Κέττηρος, σε δηλώσεις του μετά τη συνεδρίαση είπε πως για την παραχώρηση του ετήσιου επιδόματος των €2.000, «δεν υπήρξε κανένας σοβαρός και ουσιαστικός έλεγχος, μελέτη και προβληματισμός» από την πολιτεία και τόνισε ότι «το πιο απογοητευτικό είναι η εξαίρεση από το συγκεκριμένο σχέδιο, των γυναικών που κακοποιήθηκαν κατά την εισβολή αλλά και των αντιστασιακών».
Πρόσθεσε, δε, ότι η Επιτροπή ζήτησε να διευθετηθεί το συντομότερο δυνατόν η εκκρεμότητα απέναντι σε αυτές τις δύο κατηγορίες παθόντων του πολέμου, «γιατί είναι προσβλητικό για ολόκληρη την πολιτεία», όπως είπε. Ο Νίκος Κέττηρος ανέφερε πως το Υπουργείο Εργασίας δεσμεύτηκε σήμερα ότι εντός του Σεπτέμβρη, θα προχωρήσει η πληρωμή επιδόματος τόσο για τους αντιστασιακούς όσο και για τις γυναίκες που κακοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της εισβολής.
Πρόσθεσε, δε, ότι κατά τη συνεδρία ακούστηκαν ανατριχιαστικές ιστορίες και σημείωσε πως αντιλήφθηκε, όταν ήρθε σε επαφή με κάποιες από τις γυναίκες που βιάστηκαν και κακοποιήθηκαν, ότι πρόκειται για τις πιο τραγικές πτυχές της εισβολής. «Όλοι μπορούν να περηφανευτούν για την προσφορά τους στην πατρίδα, ενώ αυτές οι γυναίκες το μόνο που κάνουν είναι να σιωπούν γιατί ντρέπονται, και για αυτό φταίμε όλοι και το τιμητικό επίδομα είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε», σημείωσε, ο Πρόεδρος της Επιτροπής.
Εκ μέρους του ΕΛΑΜ, ο Βουλευτής Σωτήρης Ιωάννου ανέφερε ότι συνεχίζει να υφίσταται το πρόβλημα με την καταβολή του επιδόματος, παρά τις πιέσεις που έχουν ασκηθεί προς τα αρμόδια υπουργεία, ενώ η διαφορά του ποσού ανέρχεται κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, όπως εξήγησε. Τόνισε, δε, ότι «οι παθόντες πολέμου του 1974 είναι αυτοί που κράτησαν το 63% της Κυπριακής Δημοκρατίας ελεύθερο και θα έπρεπε να βρίσκονται στην προμετωπίδα της κοινωνικής πρόνοιας και της επιβράβευσης εκ μέρους της πολιτείας».