ΚΥΠΕ
Η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος είναι ο υπέρτατος σκοπός άσκησης της δημόσιας εξουσίας, τόνισε την Τρίτη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης.
Στον χαιρετισμό του στο συνέδριο, με θέμα «Η έννοια του Δημοσίου Συμφέροντος στην Κυπριακή Έννομη Τάξη και πέραν αυτής», ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης ανέφερε ότι το δημόσιο συμφέρον ορίζεται και καθορίζεται βάσει των προνοιών του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και των ισχυόντων νόμων, όπως και όσων απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία είναι δεσμευτική για τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, του οποίου η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος.
Τέτοιας φύσεως και έκτασης συνέδρια προσθέτουν, σημείωσε, στον ουσιαστικό δημόσιο διάλογο σε θέματα που απασχολούν τους πολίτες, προσθέτοντας ότι η έννοια του δημοσίου συμφέροντος συναντάται σε όλους τους τομείς του δικαίου. «Η δε εξυπηρέτησή του είναι ο υπέρτατος σκοπός άσκησης της δημόσιας εξουσίας, η οποία, επί της ουσίας, νομιμοποιείται και οριοθετείται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο, ως ελαστική και δυναμική νομική έννοια, εξελίσσεται βάσει των εκάστοτε κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών συνθηκών», ανέφερε.
Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης συνεχάρη τους επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Γιώργο Σαββίδη και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Σάββα Αγγελίδη, για την πρωτοβουλία τους να συστήσουν την Ακαδημία της Νομικής Υπηρεσίας, η οποία εμπίπτει μεταξύ των πολυσχιδών μεταρρυθμίσεων που εισήγαγαν με την ανάληψη των καθηκόντων τους το 2020, με σκοπό τον εκσυγχρονισμό της δομής, της οργάνωσης και της λειτουργίας της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας.
Χαρακτήρισε τη Νομική Υπηρεσία εκ των κορυφαίων θεσμών στη Δημοκρατία, που έχει νευραλγικό ρόλο στην εύρυθμη λειτουργία του Κράτους, στην προάσπιση του Κράτους Δικαίου και που, αναντίλεκτα, συνιστά βασικό πυλώνα του νομικού συστήματος στη χώρα μας. Εξ ου και οποιαδήποτε θετική αλλαγή ή βήμα εκσυγχρονισμού που αφορά τη Νομική Υπηρεσία, αποτελεί και ένα περαιτέρω βήμα εκσυγχρονισμού του τομέα της Δικαιοσύνης στον τόπο μας, είπε.
Για τη σύσταση της Ακαδημίας της Νομικής Υπηρεσίας, είπε πως πρόκειται για μια πρωτοβουλία που μέσω της συστηματικής, σφαιρικής και πολύπλευρης επιμόρφωσης, θα παρέχει στους λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας τα εργαλεία προς αποτελεσματικότερη διαχείριση των απαιτήσεων και προκλήσεων του επαγγελματικού τους έργου.
Σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, πρόσθεσε, οι δραστηριότητες της Ακαδημίας θα επεκταθούν προς την επιμόρφωση λειτουργών σε Τμήματα της Δημόσιας Υπηρεσίας που καλούνται να διαχειριστούν νομικής φύσεως θέματα, αλλά και σε κοινωνικά σύνολα, για θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της Νομικής Υπηρεσίας. Άλλωστε, η επένδυση στη διά βίου εκπαίδευση, είπε, είναι αναγκαία για οργανισμούς που επιδιώκουν την εξωστρέφεια, και τούτο με την υπόμνηση ότι ποτέ προηγουμένως δεν υπήρξε όμοιο θεσμοθετημένο Σώμα υπεύθυνο για την εκπαιδευτική ανάπτυξη των λειτουργών του Δημοσίου σε νομικής φύσεως θέματα.
Σαββίδης: Η νεοσύστατη ακαδημία αποτυπώνει το όραμά μας
Στην ομιλία του ο Γενικός Εισαγγελέας, Γιώργος Σαββίδης, δήλωσε: «Αναγνωρίζοντας τη σημασία της διά βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης των νομικών λειτουργών, τόσο επί νομικών όσο και άλλων ζητημάτων, η σύσταση ενός θεσμοθετημένου σώματος εντός της Νομικής Υπηρεσίας που θα αναλάμβανε αυτό το έργο ήταν ανάμεσα στις προτεραιότητες που καθορίσαμε με την ανάληψη των καθηκόντων μας.
Η Ακαδημία έχει ήδη ξεκινήσει τις εργασίες της, με επιστέγασμα τη σκληρή εργασία της Εκτελεστικής Γραμματείας της Ακαδημίας και της ομάδας της, για διοργάνωση του σημερινού Συνεδρίου, το οποίο αποσκοπεί να «ρίξει φως» στην πολυσυζητημένη και πολυδιάστατη έννοια του δημοσίου συμφέροντος στην κυπριακή έννομη τάξη και πέραν αυτής.
Η νεοσύστατη Ακαδημία, μαζί με σειρά άλλων μεταρρυθμίσεων, αποτυπώνουν το όραμά μας, που σταδιακά παίρνει σάρκα και οστά, και που δεν είναι άλλο από τον εκσυγχρονισμό και τη συνεχή αναβάθμιση του κύρους και της αξιοπιστίας του θεσμού που εγώ και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας υπηρετούμε, προς όφελος της αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης και της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, υπό το φως της αρχής της νομιμότητας και του Κράτους Δικαίου.
Η έννοια του «δημοσίου συμφέροντος» συναντάται σε πολλούς τομείς δικαίου στην κυπριακή έννομη τάξη. Αυτό που αξίζει όμως να υπομνησθεί είναι ότι η έννοια του «δημοσίου συμφέροντος» σε βασικούς τομείς δικαίου, όπως θα αναλύσω στη συνέχεια, πέραν της καθολικής εξαιρετικής σημασίας της κατά την εφαρμογή του δικαίου, διαφέρει στον τρόπο προσέγγισης καθώς και στον τρόπο αξιολόγησής της.
Όσον αφορά στο ποινικό δίκαιο, το Σύνταγμα στο Άρθρο 113 δίδει στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας «την εξουσίαν κατά την κρίσιν αυτού προς το δημόσιον συμφέρον να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται και συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσσει δίωξιν καθ’ οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι’ οιονδήποτε αδίκημα.»
Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας εναντίον του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως, Αίτηση 1/2015, ημερομηνίας 24.9.2015 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας χαρακτηρίζεται «ως ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος για την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος και της νομιμότητας».
Είναι επίσης παγίως νομολογημένο ότι η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα για άσκηση, συνέχιση ή διακοπή/αναστολή ποινικής δίωξης δεν ελέγχεται ούτε από τη δικαστική, ούτε από την εκτελεστική, αλλά ούτε και από τη νομοθετική εξουσία. Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου, στην Προσφυγή 4/2021 Γενικός Εισαγγελέας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 24.1.2022, επιβεβαιώθηκε όλη η προηγούμενη περί τούτου νομολογία και τονίστηκε ο βαρυσήμαντος ρόλος του θεσμού στο κυπριακό δικαιικό σύστημα.
Παρά ταύτα, όπως διαπιστώνεται και σε πρόσφατες Εκθέσεις Συμμόρφωσης με τις Συστάσεις της Επιτροπής GRECO του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι λόγοι για τους οποίους μία ποινική δίωξη δεν προωθείται από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, καταγράφονται πλέον στον φάκελο της υπόθεσης ή σε περίπτωση αναστολής ποινικής δίωξης αναφέρονται στο Δικαστήριο, γεγονός που ικανοποιεί πλήρως τη σχετική περί τούτου σύσταση της εν λόγω Επιτροπής. Αυτό βεβαίως δεν ισοδυναμεί, ούτε και πρέπει να ερμηνευθεί ότι ισοδυναμεί με τη δημοσιοποίηση των λόγων που οδήγησαν στην απόφαση.
Δεν είναι δυνατό να συζητούνται δημόσια παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη και που δυνατόν η δημοσιοποίησή τους να επιφέρει ζημία στη δημόσια τάξη ή ασφάλεια, στα δικαιώματα άλλων προσώπων ή στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον.
Μία εξίσου σημαντική διάσταση του δημοσίου συμφέροντος στο δημόσιο δίκαιο αφορά στην επίκλησή του ως λόγου παρέκκλισης ή περιορισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία προστατεύονται από το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος άλλα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού δικαίου της Κύπρου. Όλα τα δικαιώματα που διασφαλίζονται από τη Σύμβαση εκτός από τέσσερα[1], επιτρέπουν τον περιορισμό ή την επέμβαση σε αυτά εφόσον ο περιορισμός ή η επέμβαση προβλέπονται στον νόμο, επιδιώκουν νόμιμο σκοπό και είναι αναγκαία και αναλογικά σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η έννοια της αναλογικότητας εμπεριέχει το στοιχείο της ισορροπίας, δηλαδή της τήρησης του απαιτούμενου ισοζυγίου μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού συμφέροντος.
Επομένως, τα δικαιώματα που διασφαλίζονται στη Σύμβαση, αλλά και στο ίδιο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, μπορούν να περιοριστούν για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η εθνική ασφάλεια, η δημόσια ασφάλεια, η οικονομική ευημερία της χώρας, η προάσπιση της τάξεως και η πρόληψη ποινικών αδικημάτων, η προστασία της υγείας ή της ηθικής ή τα δικαιώματα τρίτων. Βεβαίως οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος δεν υπερισχύουν εξ ορισμού έναντι του ιδιωτικού ή του ατομικού δικαιώματος, αλλά θα πρέπει να τηρείται το απαιτούμενο ισοζύγιο μεταξύ του δημόσιου συμφέροντος και των δικαιωμάτων του αιτητή.
Για τη σημαντική δε αυτή πτυχή του δημόσιου συμφέροντος στον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δη με αναφορά σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ στρεφόμενες κατά της Κύπρου θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε στη συνέχεια τον έγκριτo συνάδελφο και καθηγητή δρα Αχιλλέα Αιμιλιανίδη.
Το δημόσιο συμφέρον δύναται επίσης να εγερθεί ακόμη και στην περίπτωση αιτήματος προσαγωγής εγγράφων ενώπιον δικαστικής αρχής. Σύμφωνα με τη νομολογία, ισχύουν ορισμένοι κανόνες βάσει των οποίων η αποκάλυψή τους δεν επιτρέπεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος (Υπόθεση Conway v. Rimmer HL 28 Feb 1968).
Από τη σημερινή μου τοποθέτηση δεν θα μπορούσε να απουσιάζει βεβαίως η αναφορά στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος στο κυπριακό διοικητικό δίκαιο, τομέα όπου κατ’ εξοχήν εκτυλίσσει τη δυναμική του.
Το δημόσιο συμφέρον αδιαμφησβήτητα κατέχει κομβικό ρόλο στη δράση της Δημόσιας Διοίκησης, η δραστηριότητα της οποίας έχει πάντοτε σκοπό την άμεση ή έμμεση ικανοποίησή του. Διέρχεται δε τόσο του πολιτικού στοιχείου της κυβερνητικής λειτουργίας, όσο και του διοικητικού στοιχείου αυτής. Καίτοι στην πρώτη του έκφανση εμπίπτει στην έννοια των καλούμενων «κυβερνητικών πράξεων», που εκφεύγουν του δικαστικού ελέγχου, από την άλλη, σε όσο βαθμό εμφιλοχωρεί στα πλαίσια του διοικητικού στοιχείου της κυβερνητικής λειτουργίας, υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο, και ως προς τούτο, έχει αναπτυχθεί από τα Δικαστήρια μας πλούσια νομολογία.
Δημόσιο είναι το συμφέρον όταν υποκείμενό του είναι ο λαός, που έχει οργανωθεί με την έννομη τάξη σε κράτος. Συνεπώς, το δημόσιο συμφέρον έχει κοινωνικό χαρακτήρα και συνδέεται με την έννομη τάξη.
Ετυμολογικά, η έννοια του συμφέροντος στο διοικητικό δίκαιο συνίσταται στη χρησιμότηταή ωφέλεια που έχουν για ένα πρόσωπο, είτε οι υπηρεσίες άλλων ανθρώπων, είτε οι σχέσεις με αυτούς ή ορισμένα πράγματα, είτε νομικές ρυθμίσεις ή πραγματικές καταστάσεις ή δραστηριότητες. Αξιολογικό στοιχείο της έννοιάς του είναι συνεπώς η εκτίμηση της χρησιμότητας ή της ωφέλειας που συνδέει τα λοιπά στοιχεία του συμφέροντος, δηλαδή, το υποκείμενό του με τα πρόσωπα, τα πράγματα, τις ρυθμίσεις, τις δραστηριότητες ή τις καταστάσεις. Η εκτίμηση αυτή μπορεί να γίνει, είτε βάσει υποκειμενικών κριτηρίων, τα οποία καθορίζει αποκλειστικά το υποκείμενο του συμφέροντος, είτε αντικειμενικά, βάσει (ορισμένων) συγκεκριμένων αναγκών.
Βάσει του αντικειμενικού κριτηρίου, συμπίπτει με το συμφέρον όλων των μελών της κρατικής κοινωνίας, διότι αφορά στην ικανοποίηση βασικών αναγκών που μπορούν να έχουν όλα τα μέλη αυτά (π.χ. εθνική άμυνα, τάξη, ασφάλεια, υγιεινή και υγεία, διατροφή, παιδεία, συγκοινωνία, επικοινωνία, οικονομική ανάπτυξη κ.λπ.). Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις, το δημόσιο συμφέρον είναι αντίθετο προς συγκεκριμένα άμεσα συμφέροντα ορισμένων μελών της κρατικής κοινωνίας, καθοριζόμενα κατά το υποκειμενικό κριτήριο, ανεξάρτητα από το αν εξυπηρετεί ή όχι συγκεκριμένα συμφέροντα άλλων μελών της κρατικής κοινωνίας. Και στις περιπτώσεις όμως αυτές, τα ευρύτερα συμφέροντα των προσώπων, που τυχόν βλάπτονται, συμπίπτουν με το δημόσιο συμφέρον, του οποίου η ικανοποίηση τυχόν έβλαψε ένα συγκεκριμένο συμφέρον τους.
Το δημόσιο συμφέρον μπορεί να διακριθεί σε «γενικό», όταν αφορά αμέσως στο σύνολο των μελών της κρατικής κοινωνίας, ή «ειδικό», όταν αφορά αμέσως σε ορισμένα τμήματά της, τα οποία καθορίζονται βάσει γενικών κριτηρίων (π.χ. τους κατοίκους μιας περιοχής ή εκείνους που ασκούν ορισμένο επάγγελμα). Αλλά και οι ειδικότερες εκδηλώσεις του δημόσιου συμφέροντος εντάσσονται μέσα στο γενικότερο πλαίσιό του. Αναφέρεται γενικώς στο ευρύτερο κοινό καλό, για το οποίο υπάρχει και του οποίου συνισταμένη είναι η τήρηση του νόμου και η προαγωγή των σκοπών του.
Το δημόσιο συμφέρον είναι προπάντων νομική έννοια, διότι καθορίζεται από τους κανόνες δικαίου, είτε ως ένα από τα στοιχεία του περιεχόμενου των κανόνων, είτε ως σκοπός των νομικών πράξεων ή υλικών ενεργειών των δημοσίων νομικών προσώπων. Αυτή λοιπόν η νομικοποίηση του δημοσίου συμφέροντος αποτελεί και το βασικό άξονα της υπαγωγής του στον δικαστικό έλεγχο. Δρομολόγηση του τελευταίου, πραγματώνεται όταν κατά κύριο λόγο η έννοια του δημοσίου συμφέροντος βρίσκεται αντιμέτωπη με την έννοια του ιδιωτικού συμφέροντος.
Παρόλο που πρόκειται για αόριστη έννοια, η οποία δεν έχει εκ των προτέρων συγκεκριμένο περιεχόμενο, η έννοια του δημοσίου συμφέροντος, αφορά πάντα στο ευρύτερο και κοινό συμφέρον του Δημοσίου, το οποίο απορρέει από μια διοικητική πράξη. Δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση κατηγορία ευρισκόμενη εκτός και πέραν της περιοχής του δικαίου και της αρχής της νομιμότητας, αλλά εντάσσεται σε αυτήν. Με την επιφύλαξη πάντοτε, όπως ανέφερα προηγουμένως, της κατηγορίας των κυβερνητικών πράξεων. Συχνά δε, η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος τίθεται ως αντικείμενο του νόμου, διότι θεωρείται δικαιολογημένη η υπεροχή του δημόσιου συμφέροντος έναντι του ιδιωτικού συμφέροντος, χωρίς όμως η υποτιθέμενη αυτή υπεροχή να τίθεται υπεράνω των κανόνων δικαίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου υιοθέτησε τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας και τις επιστημονικές απόψεις που επικρατούν εκεί, αναφορικά με τον έλεγχο του περιεχομένου της αιτιολογίας του δημοσίου συμφέροντος.
Κατά τον έλεγχο των γεγονότων και της κρίσης της Διοίκησης, ως προς το τι συνιστά δημόσιο συμφέρον, ισχύουν οι γνωστές αρχές της νομολογίας. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά με τη δική του άποψη, αυτή της Διοίκησης. Εξετάζει όμως αν παραβιάστηκε ο νόμος ή παρουσιάζεται κατάχρηση εξουσίας ή αυθαιρεσίας, οπόταν και επεμβαίνει για να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.
Το δημόσιο συμφέρον δεν είναι όμως πανάκεια. Η επίκλησή του πρέπει να είναι άμεση, σαφής και διάφανη. Όπως έχει τονισθεί νομολογιακά, τα γεγονότα που το στοιχειοθετούν, πρέπει να εξειδικεύονται και να συσχετίζονται με το συγκεκριμένο συμφέρον του δημοσίου, το οποίο η απόφαση σκοπεί να προαγάγει.
Διαφορετικά, χωρίς εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος που να αποκαλύπτει τον συλλογισμό της Διοίκησης, «παραμένει κενό γράμμα» και οποιαδήποτε εξέταση νομοθετικής πρόνοιας «λαμβάνει χώραν σε μία ασαφή νομική αρένα, ώστε … να διαπλάθεται η έννοια του κατά περίπτωση, έξω και πέραν των ορθολογιστικών παραμέτρων κρίσεως», ως πολύ πρόσφατα ελέχθη στην Απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό τον Δικαστή Ναθαναήλ στην ΕΔΔ 177/18 Δημοκρατία v. Αυγουστή κ.ά. ημερομηνίας 10.4.2020.
Σχετική επί του θέματος είναι και η γνωμάτευση του αείμνηστου πρώην Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Αλέκου Μαρκίδη, η οποία δόθηκε προς το Υπουργικό Συμβούλιο στις 20.8.1996 με θέμα το δημόσιο συμφέρον και την επίκλησή του από τις αρχές της Δημοκρατίας. Στην εν λόγω γνωμάτευση, ο μακαριστός Αλέκος Μαρκίδης σκιαγραφεί τις βασικές αρχές που η διοίκηση θα πρέπει να εφαρμόζει όπως είναι η συγκεκριμενοποίηση του δημοσίου συμφέροντος, καθώς και η εξισορρόπηση μεταξύ ιδιωτικών συμφερόντων. Επιτρέψετε μου στο σημείο αυτό να τονίσω κάτι που πρόσφατα δημιούργησε μια σύγχυση στον δημόσιο διάλογο. Η γνωμάτευση αυτή αναλύει το δημόσιο συμφέρον από την περιορισμένη σκοπιά του διοικητικού δικαίου και ουδόλως συνδέεται ή επηρεάζει την μη αναγκαιότητα δημόσιας εξειδίκευσης των λόγων δημοσίου συμφέροντος που επιβάλουν τη δίωξη προσώπου ή την αναστολή ποινικής δίωξης.
Αυτό που εκπορεύεται από τις δεκάδες αποφάσεις, είναι ότι η σχετική κρίση της Διοίκησης για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της ύπαρξης λόγων δημοσίου συμφέροντος, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη και εξατομικευμένη, έτσι ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, στον οποίο υπόκειται. Η εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος επιβάλλεται προς προστασία του ατομικού συμφέροντος του επηρεαζομένου και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αρχής της νομιμότητας που διέπει την άσκηση εξουσίας από κρατικά ή διοικητικά όργανα.
Οι παρατιθέμενες αυτές νομικές αρχές, έχουν δε τέτοια σημασία, έτσι ώστε να ευρίσκονται αποτυπωμένες στον ίδιο τον περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο, του 1999, όπως τροποποιήθηκε.
Σημαντικό δε είναι να λεχθεί, ότι, κατά την επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, πρέπει να εφαρμόζεται και η αρχή της αναλογικότητας, με επαρκή και σαφή αιτιολογία στην στάθμιση μεταξύ του ιδιωτικού και του δημοσίου συμφέροντος.
Όπως ιδεατά εκτυλίσσεται, η έννοια του δημοσίου συμφέροντος καθίσταται κεντρική στην αποπεράτωση του κυβερνητικού έργου, το οποίο και πάλιν ιδεατά, εκτυλίσσει τη δράση του γύρω από αυτήν. Ταυτόχρονα όμως, ως γενική έννοια - καίτοι παράλληλα νομική - δύναται να αποτελέσει υπόβαθρο αυθαιρεσίας και ελλείμματος κράτους δικαίου. Ο ρόλος του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας καθίσταται τοιουτοτρόπως κομβικός στη διαχείριση της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος. Μέσα από τον συμβουλευτικό του ρόλο, δύναται στα πλαίσια κύρια της εκτύλιξης των υποθέσεων Διοικητικού Δικαίου να ανακόψει υποθέσεις που στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος προκαλούν αθέμιτο περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων. Καίτοι φυσικά οι τελικές αποφάσεις εμπίπτουν στη σφαίρα διαχείρισης της εκτελεστικής εξουσίας, η ορθή καθοδήγηση στη βάση της ορθής νομολογιακής προσέγγισης του ζητήματος, πολλές φορές είναι αρκετή, προκειμένου να αποκατασταθεί η νομιμότητα ή ακόμα και να προληφθεί η παραβίασή της.
Δράττομαι της ευκαιρίας, όπως στο πλαίσιο της παρούσας εκδήλωσης, που έχει επίκεντρο την παρουσίαση της νεοσύστατης Ακαδημίας της Νομικής Υπηρεσίας, να αποτυπώσω για ακόμη μια φορά το όραμα αυτού του θεσμού, ως γίνεται αντιληπτό, τόσο από εμένα προσωπικά όσο κι από τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όπως καταστεί βασικός πυλώνας πραγμάτωσης της αρχής της νομιμότητας και της κατίσχυσης του Κράτους Δικαίου, μέσω των πολυσχιδών εξουσιών και αρμοδιοτήτων που το Σύνταγμα εναποθέτει σε αυτόν.
Αγγελίδης: Δεν θα παραμείνουμε απαθείς όταν η ακεραιότητά μας δέχεται ανήθικες επιθέσεις
Στην ομιλία του ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, Σάββας Αγγελίδης, δήλωσε: «Με την εντύπωση που επικρατεί στην κοινωνία και στην ουσία δυστυχώς καλλιεργείται συνειδητά από κάποιους, η ομιλία μου θα μπορούσε να τέλειωνε πριν αρχίσει. Απλά θα σας έλεγα ότι λόγω δημοσίου συμφέροντος δεν θα σας πω οτιδήποτε.
Είναι γεγονός ότι θέματα που αφορούν ποινικές διώξεις, έχουν το δικό τους ενδιαφέρον και ο καθένας, αναλόγως εάν επηρεάζεται ή όχι, το αντιμετωπίζει από τη δική του σκοπιά. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που κάνει ακόμη πιο δύσκολη και περίπλοκη την εργασία ενός δημόσιου κατήγορου.
Θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω αρχικά τη διαδικασία που ακολουθούμε για να αποφασίσουμε για προώθηση μίας ποινικής δίωξης, αναφέροντας τις βασικές αρχές και μετά τα κριτήρια που εφαρμόζουμε.
Ποτέ δεν ήταν ο κανόνας σε αυτή τη χώρα - και ελπίζω ότι ουδέποτε θα είναι - ότι πράξεις που είναι ενδεχόμενο να αποτελούν ποινικά αδικήματα πρέπει αυτόματα να προσάγονται στο Δικαστήριο. Με αυτήν τη δήλωση, ενώπιον του Αγγλικού Κοινοβουλίου, το 1951, ο Lord Shawcross, ο οποίος ήταν τότε Γενικός Εισαγγελέας της Μεγάλης Βρετανίας, αποτύπωσε και διακήρυξε την έννοια του δημόσιου συμφέροντος στην άσκηση των ποινικών διώξεων, η οποία διαπνέει και χαρακτηρίζει τα κοινοδικαιικά συστήματα δικαίου.
Σε αντίθεση με την αρχή της νομιμότητας (legality principle) που ισχύει ή καλύτερα ίσχυε, όπως θα καταδειχθεί κατωτέρω, κυρίως σε συστήματα βασισμένα στο Ηπειρωτικό Δίκαιο και ορίζει ότι η επάρκεια της μαρτυρίας είναι ο μόνος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη στην άσκηση ποινικών διώξεων, η αρχή της σκοπιμότητας (opportunity principle) υποστηρίζει ότι η ύπαρξη και μόνο μαρτυρίας διάπραξης ενός αδικήματος δεν πρέπει να οδηγεί αυτόματα σε ποινική δίωξη. Αντίθετα, απαιτείται να συντρέχει και μία δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή η δίωξη να είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον ή να μην βλάπτει το δημόσιο συμφέρον.
Σταδιακά, όμως, ακόμα και τα πιο αυστηρά ηπειρωτικά συστήματα ποινικών διώξεων, υιοθέτησαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό την αρχή της σκοπιμότητας, τόσο για πρακτικούς λόγους, λόγους οικονομίας της δίκης, αποσυμφόρησης του δικαστικού συστήματος και της δικαστικής ύλης, επιτάχυνσης των διαδικασιών, αλλά και για λόγους ουσίας και αλλαγής ή τροποποίησης της φιλοσοφίας που διέπει την άσκηση ποινικής δίωξης.
Ως προς το πρώτο, κατέστη σταδιακά αντιληπτό ότι η αυστηρή εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας ειδικά ως προς την εξέταση των μικρής απαξίας υποθέσεων από τα ποινικά δικαστήρια, οδηγούσε σε έναν κατακλυσμό των ποινικών δικαστηρίων με μικροϋποθέσεις ήσσονος σημασίας, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται σημαντικά η ποιότητα και η διάρκεια διερεύνησης υποθέσεων βαρύτερης εγκληματικότητας. Το βαρυφορτωμένο δικαστικό σύστημα οδηγείτο σε τέλμα και δεν εξυπηρετούσε την ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης.
Και για λόγους ουσίας, όμως, έγινε αποδεκτό ότι πρέπει να παρέχεται σε κάποιες περιπτώσεις η δυνατότητα εκτίμησης της σκοπιμότητας κίνησης της ποινικής δίωξης. Η αρχή της σκοπιμότητας έγινε αντιληπτό ότι συναρτάται, μεταξύ άλλων, και με την προάσπιση της αρχής της αναλογικότητας, με την έννοια της αποφυγής άσκησης ποινικής δίωξης, όταν η κοινωνική βλάβη που θα προκαλούσε η προσήλωση στην πάση θυσία άσκηση της ποινικής δίωξης για την οποιαδήποτε παραβίαση ποινικής διάταξης θα ήταν μεγαλύτερη από την κοινωνική ωφέλεια που αυτή θα επέφερε. Η κατάληξη του κατά πόσο μία ποινική δίωξη είναι εν τέλει δίκαια και επωφελής προϋποθέτει αξιολόγηση και εκτίμηση μίας σειράς παραγόντων που εκφεύγουν του γράμματος της συγκεκριμένης ποινικής διάταξης και εμπερικλείονται στην έννοια αυτού που ονομάζουμε ευρύτερο δημόσιο συμφέρον.
Η απόφαση για ποινική δίωξη αναμφίβολα αποτελεί μία εξαιρετικής σοβαρότητας απόφαση. Επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τόσο το ατομικό συμφέρον όσο και το δημόσιο συμφέρον. Είναι γι’ αυτό το λόγο που όταν έχουμε ενώπιόν μας ένα αστυνομικό ή ποινικό φάκελο και καλούμαστε να αποφασίσουμε κατά πόσο η συγκεκριμένη υπόθεση πρέπει να οδηγηθεί ενώπιον ποινικού δικαστηρίου, εξετάζουμε δύο παράγοντες: Πρώτον κατά πόσο υπάρχει η αναγκαία μαρτυρία για δίωξη και δεύτερον κατά πόσο η δίωξη εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Αυτή η αξιολόγηση γίνεται από άρτια εξειδικευμένο προσωπικό, λειτουργούς στον Ποινικό Τομέα της Νομικής Υπηρεσίας, έχοντας την ικανότητα, την εμπειρία, τη νομική κατάρτιση αλλά και «ευσπλαχνία» ή «συμπόνια».
Το δημόσιο συμφέρον πρέπει να κρίνεται σε κάθε περίπτωση, στην οποία υπάρχει ικανοποιητική μαρτυρία για δίωξη, όταν δηλαδή ικανοποιηθεί ο πρώτος παράγοντας ή στάδιο αξιολόγησης, γιατί καμία δίωξη, όσο σοβαρή και να είναι μία υπόθεση, δεν δικαιολογείται εάν δεν υπάρχει η αναγκαία μαρτυρία για αυτήν. Άρα, αρχικά εξετάζουμε με κάθε προσοχή, μελετώντας το μαρτυρικό υλικό και εάν με βάση αυτό ικανοποιούνται τα συστατικά στοιχεία των σχετικών υπό διερεύνηση αδικημάτων και στην ουσία προκύπτει ότι με βάση αποδεκτή μαρτυρία υπάρχει λογική προοπτική για καταδίκη του κατηγορούμενου, τότε κρίνουμε ότι ικανοποιείται το πρώτο στάδιο. Πολλές φορές δίνονται οδηγίες για περαιτέρω διερεύνηση για διευκρίνιση κάποιας μαρτυρίας.
Εάν, λοιπόν, το πρώτο στάδιο ικανοποιηθεί, αξιολογείται κατά πόσο η δίωξη είναι προς το δημόσιο συμφέρον. Κατά κανόνα, εφόσον υπάρχει μαρτυρία και ιδιαίτερα εάν πρόκειται για σοβαρή υπόθεση, θα πρέπει να ασκείται ποινική δίωξη, εκτός αν υπάρχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που υπαγορεύουν τη μη δίωξη, οι οποίοι έκδηλα υπερακοντίζουν εκείνους που υποστηρίζουν τη δίωξη.
Οι παράγοντες που συνηγορούν υπέρ μίας δίωξης και αυτοί που υπαγορεύουν τη μη δίωξη πρέπει να ισοζυγίζονται προσεκτικά και δίκαια. Οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επηρεάζουν την απόφαση για δίωξη συνήθως εδράζονται στη σοβαρότητα του αδικήματος ή στις προσωπικές περιστάσεις του υπόπτου, αλλά αρκετά συχνά άπτονται και άλλων, γενικότερων ζητημάτων, όπως η έξαρση της συγκεκριμένης εγκληματικότητας, παράγοντες που αφορούν το φόρτο εργασίας των δικαστηρίων, τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, την προστασία απόρρητων πληροφοριών μίας υπηρεσίας ή του κράτους, τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, ακόμα και την ίδια την ασφάλεια του κράτους. Κάποιοι παράγοντες μπορεί να αυξάνουν την ανάγκη για δίωξη, αλλά κάποιοι άλλοι δυνατόν να υποστηρίζουν ότι η αποφυγή ποινικής δίωξης ή μια διαφορετική μεταχείριση, θα ήταν μία σοφότερη επιλογή υπό τις περιστάσεις. Όπως για παράδειγμα η παραπομπή του κατηγορούμενου σε ειδικό πρόγραμμα απεξάρτησης ή ψυχιατρική ή ψυχολογική υποστήριξη ή οποιαδήποτε άλλη θεραπευτική ή συμβουλευτική αγωγή από ειδικούς.
Για εμάς δεν είναι επιλογή η αιτιολόγηση, να προχωρούμε σε δίωξη και ας αποφασίσει το Δικαστήριο. Είναι αυτονόητο ότι είναι το Δικαστήριο που αποφασίζει όταν έχει ενώπιόν του μία υπόθεση. Αλλά ο ρόλος ο δικός μας στα πλαίσια απονομής της δικαιοσύνης δεν είναι ο ρόλος ενός ταχυδρόμου, που απλά μεταφέρει τον αστυνομικό φάκελο με τις όποιες εισηγήσεις των ανακριτών, με κάθε σεβασμό στους ανακριτές, ενώπιον Δικαστηρίου. Έχουμε συνταγματική υποχρέωση αλλά και καθήκον προς την κοινωνία και το σύστημα δικαιοσύνης, να αξιολογούμε με κάθε επαγγελματισμό και σοβαρότητα τα κριτήρια που αναφέρω στα δύο στάδια. Εδώ σημειώνω επίσης ότι μέλημά μας είναι σίγουρα η διασφάλιση των δικαιωμάτων των θυμάτων αλλά ξεκαθαρίζω ότι προτεραιότητα μας είναι η προστασία όλης της κοινωνίας. Δεν δρούμε με βάση τα ιδιωτικά συμφέροντα του θύματος, π.χ. το θύμα νιώθει πολύ έντονα ότι ο δράστης πρέπει να τιμωρηθεί. Εάν όμως είναι ένα αδίκημα μη σοβαρό και είναι ανήλικος ο κατηγορούμενος και συνεργάστηκε και δεν έχει προηγούμενα, ίσως να δικαιολογείται να μην διωχθεί. Την ίδια στιγμή, έχει περιπτώσεις που το θύμα αποζημιώθηκε και αποσύρει παράπονο, αλλά ο κατηγορούμενος είναι επιρρεπής στη διάπραξη αδικημάτων. Εμείς πρέπει να προστατέψουμε την κοινωνία συνεχίζοντας τη δίωξη, νοουμένου ότι έχουμε άλλη διαθέσιμη μαρτυρία.
Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε ορισμένους συνήθεις παράγοντες, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη, κάτω από την έννοια του δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι όμως, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εξαντλητικοί. Οι παράγοντες που επηρεάζουν και καθορίζουν την άσκηση ποινικής δίωξης εξαρτώνται από τα γεγονότα στην κάθε υπόθεση ξεχωριστά και αξιολογούνται σφαιρικά.
Λόγοι που έχουν να κάνουν με το ίδιο το αδίκημα
- Η σοβαρότητα του αδικήματος ή αντίθετα το γεγονός ότι το αδίκημα είναι ήσσονος σημασίας
- Η ζημιά που προκάλεσε το αδίκημα
- Η συχνότητα διάπραξης του αδικήματος τη συγκεκριμένη περίοδο και η ανάγκη αποτροπής
Λόγοι που έχουν να κάνουν με τον κατηγορούμενο
- Ο βαθμός υπαιτιότητας και ανάμειξης του κατηγορουμένου
- Λόγοι με βάση τους οποίους πιστεύεται ότι το αδίκημα είναι ενδεχόμενο να συνεχίσει ή να επαναληφθεί
- Το προηγούμενο ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου
- Η ηλικία, η υγειά, η οικογενειακή κατάσταση, ο βαθμός ωριμότητας
- Η παραδοχή και η προθυμία να συνεργαστεί με τις αρχές
- Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος αποκατέστησε πλήρως τη βλάβη ή ζημιά που προκάλεσε. Νοείται ότι αυτό από μόνο του δεν είναι λόγος έτσι ώστε να μην διώκεται.
- Η ανάγκη να καταθέσει ο κατηγορούμενος εναντίον άλλων πιο σοβαρά εμπλεκόμενων στην παράνομη δραστηριότητα κατηγορουμένων ή η συνεργασία του κατηγορούμενου με τις διωκτικές αρχές στα πλαίσια πληροφοριών και εξιχνίασης άλλων σοβαρότερων υποθέσεων.
Λόγοι που έχουν να κάνουν με το θύμα
- Η επιθυμία του θύματος να προχωρήσει ή όχι η ποινική δίωξη και πιθανή συμφιλίωση του με το δράστη σε περιπτώσεις μικροαδικημάτων
- Η πιθανότητα η δίωξη να έχει επιβλαβή αποτελέσματα στη φυσική ή πνευματική κατάσταση του θύματος, έχοντας όμως πάντα υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος και καθοδήγηση από εμπειρογνώμονες.
- Το θύμα του αδικήματος ήταν ευάλωτο, υπέστη εκφοβισμό ή προσωπική επίθεση, βλάβη ή ενόχληση
Λόγοι που έχουν να κάνουν με την επιβολή ποινής – ή άλλης τιμωρίας του παραβάτη
- Το Δικαστήριο είναι ενδεχόμενο να επιβάλει μόνο ονομαστική ποινή
- Στον κατηγορούμενο έχει ήδη επιβληθεί ποινή και οποιαδήποτε περαιτέρω καταδίκη είναι απίθανο να οδηγήσει στην επιβολή πρόσθετης ποινής, εκτός αν η φύση του αδικήματος είναι τέτοια που να ενδείκνυται η δίωξη
- Ύπαρξη εναλλακτικών τρόπων μεταχείρισης του παραβάτη, όπως π.χ. τώρα με τον νέο νόμο για μεταχείριση των νεαρών παραβατών ή η πειθαρχική αντιμετώπιση ενός κατηγορούμενου.
Άλλοι λόγοι
- Η καθυστέρηση μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος και της ημερομηνίας διεξαγωγής της δίκης, λαμβανομένων υπόψη των ακολούθων:
(i) τη σοβαρότητα του αδικήματος
(ii) εάν η καθυστέρηση προκλήθηκε εν μέρει από τον κατηγορούμενο,
(iii) εάν η αποκάλυψη του αδικήματος έγινε πρόσφατα, και
(iv) εάν η πολυπλοκότητα του αδικήματος απαίτησε μακρά διερεύνηση∙
- Λόγοι υπερφόρτωσης ή στοχευμένης αποσυμφόρησης του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης
- Λόγοι προστασίας πηγών πληροφοριών, απόρρητων θεμάτων του κράτους, θεμάτων εθνικής ασφαλείας κλπ.
- Σχέσεις της Δημοκρατίας με άλλα κράτη
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση κατά πόσο υφίσταται ή όχι δημόσιο συμφέρον, δεν είναι απλώς ένα μηχανιστικό θέμα πρόσθεσης του αριθμού των παραγόντων που συνηγορούν προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Θα πρέπει να αποφασιστεί πόσο σημαντικός είναι κάθε παράγοντας υπό τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης και, στη συνέχεια, να γίνει γενική και σφαιρική εκτίμηση όλων των παραγόντων. Η πράξη έχει καταδείξει ότι καμία υπόθεση δεν είναι όμοια με κάποια άλλη και κάποιες φορές ένας παράγοντας που σε κάποια υπόθεση δεν υπήρξε σημαντικός, σε κάποια άλλη περίπτωση, συνδυαστικά με κάποιον άλλον, κατέστη καταλυτικός.
Δημοσιοποίηση λόγων δημοσίου συμφέροντος
Αναφορικά με τη δημοσιοποίηση των λόγων δημοσίου συμφέροντος, πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμα και σε χώρες που είναι υποχρεωτική η λογοδοσία για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης, δεν επιβάλλεται να δημοσιοποιούνται όλοι οι λόγοι που αφορούν στην άσκηση ποινικής δίωξης, γιατί αυτό μπορεί να παραβλάψει ανεπανόρθωτα το δημόσιο συμφέρον ή τα δικαιώματα άλλων προσώπων. Αυτό που εφαρμόζουμε στη Νομική Υπηρεσία, παρόλο που η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας είναι ανέλεγκτη, ασκείται πάντα με κριτήριο το δίκαιο και βασίζεται σε επαρκή αιτιολογία και πολύ προσεχτική αξιολόγηση. Στο φάκελο της κάθε ποινικής υπόθεσης επεξηγείται αναλυτικά η απόφαση, οι παράγοντες και οι λόγοι που οδήγησαν στη συγκριμένη κατάληξη κάθε φορά ή παραπέμπουμε στους λόγους ενός αιτήματος που είναι δικαιολογημένο. Στη συντριπτική δε πλειοψηφία των περιπτώσεων, δίδονται οι απαιτούμενες εξηγήσεις τόσο στο δικαστήριο, στο θύμα ή στον παραπονούμενο, ακόμα και δημόσια, όταν και στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό και δεν θέτει σε κίνδυνο άλλα συμφέροντα.
Κάποιες φορές οι λόγοι για τους οποίους δεν ασκείται μία ποινική δίωξη είναι τόσο σοβαροί που η αποκάλυψη τους θα επέφερε την ίδια ζημιά, η οποία επιδιώχθηκε να αποφευχθεί με τη μη άσκηση ποινικής δίωξης στη συγκεκριμένη υπόθεση. Η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος ενίοτε προϋποθέτει αναγκαστικά την εμπιστευτικότητα και την αποφυγή δημόσιων δηλώσεων. Αυτό δεν είναι κάτι που ισχύει μόνο στη χώρα μας, αλλά ένα δεδομένο που ισχύει σε κάθε σύστημα δικαίου και δη ποινικών διώξεων είτε με τη μια μορφή είτε με την άλλη.
Θα ήταν πολύ εύκολο, κάποιες φορές, να παρασυρόμασταν σε λαϊκίστικες προσεγγίσεις, ανάλογα με το τι η λαϊκή γνώμη πιστεύει και απαιτεί κάθε φορά και είτε να αποφασίζαμε ποινικές διώξεις με βάση το λεγόμενο περί δικαίου αίσθημα είτε και να ανταποκρινόμασταν άκριτα στα αιτήματα για δημόσια συζήτηση θεμάτων που άπτονται ευαίσθητων ζητημάτων μίας ποινικής δίωξης. Πολύ συχνά το δημόσιο συμφέρον συγχέεται με το τρέχον λαϊκό αίσθημα, αλλά οι δύο έννοιες είναι σαφώς διακριτές. Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος στις ποινικές διώξεις σαφώς και εμπερικλείει και πτυχές που αφορούν τη δημόσια γνώμη και άποψη, αλλά περιλαμβάνει πολύ περισσότερες και σύνθετες πτυχές, όπως εξηγήθηκε αμέσως προηγουμένως, οι οποίες δεν είναι όλες δεκτικές στη δημόσια έκθεση και συζήτηση. Αντίθετα αρκετές φορές η δημόσια συζήτηση τους μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνη και ενδεχομένως καταστροφική για την ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης. Εν όψει, συνεπώς, του διλήμματος λαϊκό αίσθημα ή δημόσιο συμφέρον, όταν τα δύο δεν μπορούν να συγκεραστούν, ύψιστο καθήκον και υποχρέωση μας και συνάμα συνταγματική επιταγή, είναι να εξυπηρετείται το δεύτερο, ακόμα και όταν εξεγείρεται το πρώτο, ακόμη και όταν αυτό εξυπακούει έκθεση σε κίνδυνο, άδικη κριτική και πολλές φορές δημιουργία καχυποψίας και μεμψιμοιριών.
Δυστυχώς αυτή η καχυποψία και μεμψιμοιρίες διατυπώνονται σήμερα με διάφορες μορφές. Διαχρονικά ήταν η κριτική μέσω αρθρογραφίας σε εφημερίδες, επώνυμα και με κάποια τεκμηρίωση. Ακολούθησε η κριτική και πάλι επώνυμα από διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης και εν τέλει εξελίσσεται μέσω ανώνυμων λογαριασμών σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί αντιλαμβάνεσαι πλέον ότι η κριτική έχει μετατραπεί σε διάδοση ψευδών ειδήσεων, ανυπόστατα γεγονότα και ισχυρισμούς και ανήθικους χαρακτηρισμούς και συμπεράσματα.
Έχοντας υπόψη μία ολοκληρωμένη εικόνα για κάθε υπόθεση, πιστέψτε το ότι αυτές οι αναρτήσεις που βλέπουμε σε καθημερινή βάση πλέον, δεν είναι το αποτέλεσμα της μη δημοσιοποίησης λόγων μίας απόφασής μας, που βασίζεται στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος σε μία υπόθεση. Πίσω από την κάθε μία κρύβεται το μικρό συμφέρον αυτού που επηρεάζεται και/ή αλλότρια κίνητρα που μόνο ζημιά επιδιώκουν να προκαλέσουν στην κοινωνία μας. Αυτή η νέα τάξη πραγμάτων θα πρέπει να μας προβληματίσει όλους ως κοινωνία.
Η κοινωνία δεν αντιλαμβάνεται τα συμφέροντα ή κίνητρα που κρύβονται πίσω από αυτούς τους ανώνυμους ή επώνυμους λογαριασμούς και δημιουργεί μία πίεση που σκοπό έχει στο τέλος της ημέρας να εξυπηρετήσει αλλότριους σκοπούς. Αποκορύφωμα αυτού είναι η εργαλειοποίηση αρχών που κατά τα άλλα θα έπρεπε να συμβάλουν στη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και όχι να λαϊκίζουν στη βάση λανθασμένων ή κακόπιστων ή αλλότριων κινήτρων. Δικό μας μέλημα ως δημόσιοι κατήγοροι, και μιλώ για όλους τους λειτουργούς μας, είναι πάντοτε να διατηρούμε το ισοζύγιο που πρέπει να υπάρχει. Σε αυτό το σημείο θέλω ακόμη μία φορά να ευχαριστήσω όλους τους λειτουργούς του Ποινικού Τομέα και την προϊστάμενη Εισαγγελέα του Ποινικού Τομέα κα Έλενα Κλεόπα, γιατί έχουμε την τύχη και προνόμιο τόσο ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας όσο και εγώ να συνεργαζόμαστε με αυτούς. Είναι αφοσιωμένοι, προσηλωμένοι, ικανοί, έμπειροι και με ευλάβεια εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Η κάθε δυνατή προσπάθειά μας θα πρέπει να είναι να αποδίδουμε τους λόγους και να επιχειρούμε με πράξεις να επιβεβαιώνουμε ότι όλα γίνονται καλόπιστα και ΝΑΙ, εξυπηρετώντας στο τέλος της ημέρας ουσιαστικά το δημόσιο συμφέρον και όχι τον άκρατο λαϊκισμό.
Κλείνοντας, θέλω να τονίσω ότι χαιρετίζουμε την όποια καλόπιστη κριτική, την όποια διαφωνία σε αποφάσεις μας. Με αυτά γινόμαστε καλύτεροι για να εξυπηρετούμε το δημόσιο συμφέρον. Αλλά δεν θα παραμείνουμε απαθείς και απλοί θεατές όταν η ακεραιότητά μας και η ανεξαρτησία μας δέχεται ανήθικες επιθέσεις, οι οποίες μοναδικό σκοπό έχουν να χαθεί η εμπιστοσύνη του κοινού προς τον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα και δύναται να εκληφθούν ως μέτρα απειλής και εκφοβισμού στο να πράξουμε το καθήκον μας. Να είστε σίγουροι ότι στο τέλος της ημέρας και για προστασία του δημοσίου συμφέροντος, θα ελεγχθούν όσοι άδικα και χωρίς καμία μαρτυρία μας κατηγορούν για πράξεις που κατά τα άλλα ταχθήκαμε να καταπολεμήσουμε εντός της νομιμότητας.