ΚΥΠΕ
Για ποιο λόγο η Κύπρος αποτελεί ελκυστικό προορισμό για εταιρείες που πουλούν λογισμικά και υπηρεσίες παρακολούθησης από το Ισραήλ και τι μπορεί να κάνει η κυπριακή Βουλή για τη διερεύνηση και τον έλεγχο αυτών των καταγγελιών, ήταν μερικά από τα ερωτήματα που έθεσε η αντιπροσωπεία της εξεταστικής επιτροπής PEGA του Ευρωκοινοβουλίου στη συνάντησή της με τους βουλευτές των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών Θεσμών και Νομικών. Οι ευρύτερες σχέσεις Κύπρου-Ισραήλ τέθηκαν επίσης στο προσκήνιο.
Ο Πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής, Γερούν Λέναρς, είπε ότι η συνάντηση με τους Κύπριους βουλευτές είναι το αποκορύφωμα της επίσκεψής τους στην Κύπρο, ενώ είπε ότι έχουν πολλές ερωτήσεις σε σχέση με το κατασκοπευτικό βαν. Αναρωτήθηκε για την ικανότητα της κυπριακής Βουλής να διερευνήσει το ζήτημα και να ασκήσει έλεγχο.
Η υπεύθυνη για την έκθεση της επιτροπής, Sophie in 't Veld, σημείωσε ότι το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό και η Κύπρος παίζει σημαντικό ρόλο στη διερεύνησή του. Τα ζητήματα είπε είναι από τη μία η κατάχρηση των λογισμικών παρακολούθησης από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κατά των πολιτών τους, αλλά και το θέμα της εξαγωγής αυτών των λογισμικών.
Ζήτησε να κατατεθούν άμεσα στην επιτροπή τα ντοκουμέντα που παρουσίασαν οι βουλευτές, καθώς αναμένεται ότι την επόμενη βδομάδα θα είναι διαθέσιμο το πρώτο προσχέδιο της έκθεσής της.
«Μας είπαν ότι έχετε πολύ αυστηρούς κανόνες για τη χρήση και την εξαγωγή λογισμικών παρακολούθησης. Η Κύπρος είναι πολύ ελκυστικός προορισμός για εταιρείες «hacking for hire». Έρχονται στην Κύπρο. Έξι εταιρείες στην Κύπρο ιδρύθηκαν από πρώην υπαλλήλους ή μέλη του ΔΣ της NSO και έχουν τη διοίκησή τους εδώ. Κι αναρωτιέμαι: αν έρχεσαι από το Ισραήλ, γιατί να πας στην Κύπρο να έχεις τη διοίκηση της εταιρείας σου εκεί; Δεν βγάζει νόημα», είπε.
Επιπλέον, είπε ότι χρειάζονται περαιτέρω διευκρινίσεις αναφορικά με το κατασκοπευτικό βαν και τον εξοπλισμό του και κατά πόσο αυτός επιστράφηκε στους ιδιοκτήτες, καθώς το κλειδί βρίσκεται στις λεπτομέρειες, είπε.
Ακόμα, σημείωσε ότι από όσα τους είπαν, δεν έγινε επίσημη παρακολούθηση δημοσιογράφων ή πολιτών. «Τι γίνεται αν η παρακολούθηση έγινε από τρίτους, όχι από την κυβέρνηση; Το λογισμικό και η τεχνολογία είναι εδώ, είναι διαθέσιμη», είπε.
Τέλος, σε σχέση με το Ισραήλ, σημείωσε ότι όταν το επισκέφθηκαν είδαν ότι έχουν ένα πολύ αυστηρό σύστημα αδειών, αλλά την ίδια ώρα οι εξαγωγές των αδειών είναι ζήτημα πολιτικού συναλλάγματος και διεθνών σχέσεων. «Σήμερα μάθαμε ότι η Κύπρος σκέφτεται να ακολουθήσει το μοντέλο αδειοδότησης του Ισραήλ», είπε, συμβουλεύοντας να αποφευχθεί αυτό.
Ο Ευρωβουλευτής Thijs Reuten ρώτησε τους βουλευτές αν σκοπεύουν στην ψήφιση νέου νομικού πλαισίου και αν σε αυτό σκέφτονται να εντάξουν τον κοινοβουλευτικό έλεγχο για περιπτώσεις παρακολούθησης από τις αρχές. Επιπλέον, διερωτήθηκε κατά πόσο η ελκυστικότητα της Κύπρου για τις εταιρείες κατασκοπευτικών λογισμικών οφείλεται σε συγκυρίες ή αν η κυπριακή κυβέρνηση πήρε κάτι σε αντάλλαγμα για να διευκολύνει αυτές τις εταιρείες.
Η Roza Thun Und Hohenstein ρώτησε αν υπάρχει κάποιος θεσμός στον οποίο οι πολίτες μπορούν να απευθυνθούν για να προστατευθούν σε περίπτωση που παρακολουθούνται. Σημείωσε ότι το νομικό πλαίσιο φαίνεται πολύ καλό, αναρωτήθηκε ωστόσο αν αυτό εφαρμόζεται, καθώς φαίνεται ότι μέχρι τώρα δεν τιμωρήθηκε κανένας για χρήση αυτών των συστημάτων.
Η Ευρωβουλευτής Jean Bricmont αναρωτήθηκε γιατί δεν προχώρησαν οι κατηγορίες ενάντια στον Dillian. Είπε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είναι ενήμερος για επίσημα παράπονα και αναρωτήθηκε αν θα υπάρχει κοινοβουλευτικός έλεγχος. «Είναι διατεθειμένη η πλειοψηφία του κοινοβουλίου να βρει απαντήσεις και να τις μοιραστεί μαζί μας;», είπε. Διαπίστωσε και από την πλευρά της κενό ανάμεσα στο νομικό πλαίσιο και την εφαρμογή του και ότι η Κύπρος αποτελεί ελκυστικό προορισμό για την εγκαθίδρυση τέτοιων εταιρειών. Διερωτήθηκε, τέλος, αν η Κύπρος είναι διατεθειμένη να τερματίσει αυτή την πρακτική.
Ο Έλληνας Ευρωβουλευτής Στέλιος Κούλογλου, είπε ότι υπάρχουν προβλήματα στην Κυπριακή Δημοκρατία που έχουν δημιουργήσει φαινόμενα διαφθοράς. Αναφερόμενος στην Αρχή κατά της Διαφθοράς, είπε ότι ήταν ένα σημαντικό βήμα, αλλά έθεσε το ερώτημα γιατί της δόθηκαν ανακριτικές ικανότητες για να μπορεί να προχωρήσει ουσιαστικά το έργο. Στόχος, όπως είπε, δεν είναι «να κάνουμε κριτική και να δείξουμε τα αρνητικά, αλλά να βοηθήσουμε την Κύπρο να γίνει καλύτερη, να μειώσει τη διαφθορά, να βελτιώσει τη διαφάνεια, να βγουν στη δημοσιότητα τα πορίσματα. Μόνο έτσι μπορεί η χώρα να είναι πραγματικά οχυρωμένη απέναντι στον εχθρό».
Με τη σειρά της, η Ελίζα Βόζεμπεργκ, έθεσε το ερώτημα αν στην Κύπρο υπάρχει ασφαλιστική δικλείδα μέσω του νομοθετικού πλαισίου για τις νόμιμες παρακολουθήσεις. Επιπλέον, ανέφερε ότι σε χθεσινή συνάντηση της επιτροπής με δημοσιογράφο, αυτός είπε χωρίς περιστροφές ότι «η Κύπρος είναι διεφθαρμένη, δεν λειτουργούν οι θεσμοί, το κοινοβούλιο παίρνει εντολές και ψηφίζει ομόφωνα με εντολές του Προέδρου, που είναι πανίσχυρος». Σε ερώτηση της επιτροπής αν υπάρχει διαφθορά από βουλευτές, ο δημοσιογράφος τους είπε ότι «είναι όλοι διεφθαρμένοι». Σημείωσε ότι αν αυτό αποτυπωθεί σε έκθεση επηρεάζει πολύ αρνητικά την Κύπρο σε πολλούς παράγοντες και αφορά και πακέτα, κονδύλια κ.λπ., γι’ αυτό ζήτησε την άποψη των βουλευτών στο θέμα.
Της κοινής συνεδρίασης των Επιτροπών Θεσμών και Νομικών προέδρευε ο βουλευτής του ΔΗΣΥ και Πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών, Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, Νίκος Τορναρίτης, ο οποίος στον χαιρετισμό του παρουσίασε το συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, γύρω από το θέμα των παρακολουθήσεων. Όπως είπε, η Επιτροπή Νομικών έχει εγγράψει το θέμα για την παραγωγή και διάθεση λογισμικών που ενδέχεται να χρησιμοποιούνται για παράνομες παρακολουθήσεις, το οποίο θα συζητηθεί στην αμέσως επόμενη συνεδρίασή της.
Από την πλευρά του, ο βουλευτής του ΔΗΣΥ Δημήτρης Δημητρίου, Πρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών, είπε ότι η πίστη στην ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ιδιωτικότητα είναι απόλυτη και απαράβατη. Αναφέρθηκε σε υπευθυνότητα εκ μέρους της Βουλής, όπου, παρόλο που δεν υπάρχει κομματική πλειοψηφία, υπερψηφίζονται νόμοι σχετικοί με το θέμα.
Εκ μέρους του Δημοκρατικού Συναγερμού, η Φωτεινή Τσιρίδου είπε ότι είναι θέμα αρχής για τον Δημοκρατικό Συναγερμό να είναι όλα καθαρά και διάφανα. «Απαιτούμε να βελτιώνουμε τις διαδικασίες μας», είπε, τονίζοντας ότι πρέπει να ανοίξει μία ευρύτερη συζήτηση για το θέμα της κυβερνοασφάλειας και ότι η ασφάλεια και το απόρρητο των συνομιλιών είναι θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο Άριστος Δαμιανού, εκ μέρους του ΑΚΕΛ, είπε ότι θα καταθέσει στην εξεταστική επιτροπή ντοκουμέντα με συγκεκριμένα γεγονότα. Αναφέρθηκε στο κατασκοπευτικό βαν, στην παραγωγή λογισμικών διπλής χρήσης στην Κυπριακή Δημοκρατία αλλά και στην πολιτική διαπλοκή γύρω από το θέμα. Αναλυτικότερα επεκτάθηκε στα γεγονότα γύρω από το κατασκοπευτικό βαν και στον Tal Jonathan Dilian και για εξοπλισμό που βρέθηκε στη Λάρνακα και σχετίζεται με το συγκεκριμένο βαν.
Όπως είπε ο κ. Δαμιανού, από τις πιο πάνω δραστηριότητες φαίνεται να υπήρξε παράνομη πρόσβαση σε πέραν των 9,5 εκ συσκευών. Όταν η υπόθεση οδηγήθηκε στο δικαστήριο, η κατηγορούμενη εταιρεία καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή €76.000, ενώ η ποινική δίωξη εναντίον του ιδιοκτήτη και αξιωματούχου της καταδικασθείσας εταιρείας αναστάλθηκε. «Το δε Δικαστήριο διέταξε την επιστροφή όλου του εξοπλισμού, περιλαμβανομένου του βαν στους κατηγορούμενους! Αν οι αρχές της Δημοκρατίας έκαναν σωστά τη δουλειά τους, ενδεχομένως οι δραστηριότητες των εν λόγω προσώπων και των εταιρειών τους (κάποιες από τις οποίες μετονομάστηκαν) δεν θα μεταφέρονταν και δεν θα επιμόλυναν και την Ελλάδα», κατέληξε.
Η Χριστιάνα Ερωτοκρίτου, εκ μέρους του Δημοκρατικού Κόμματος είπε ότι είναι νομική και ηθική υποχρέωση της Κυπριακής Πολιτείας να διερευνήσει και να εξαγάγει συμπεράσματα για ενδεχόμενα παραπτώματα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ πρέπει να βρεθεί μία ισορροπία ανάμεσα στην εθνική ασφάλεια και τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είπε ότι υπάρχουν ερωτήματα που δεν απαντήθηκαν στο πλαίσιο της διερεύνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά την αποκάλυψη για το κατασκοπευτικό βαν, με ενδεχόμενη ανάμιξη και πολιτικών. «Εκείνο που δημιουργεί ερωτηματικό είναι αν έχουν εκδοθεί άδειες εξαγωγής από την Κυπριακή Δημοκρατία για αυτά τα προϊόντα. Η εταιρεία δηλώνει ότι εξάγει τα προϊόντα από την Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία διαψεύδει και λέει ότι ούτε μία άδεια δεν έχει εκδοθεί».
Εκ μέρους της ΕΔΕΚ, ο Κώστας Ευσταθίου είπε ότι δεν μπορεί σε κράτος δικαίου να γίνεται ανεκτή αυτή η συμπεριφορά, είτε με άδειες είτε όχι, και αποτελεί μεγάλο σκάνδαλο η εξαγωγή τέτοιων λογισμικών, βόμβα στα θεμέλια του κράτους δικαίου.
Ο κ. Ευσταθίου αναφέρθηκε σε δική του μαρτυρία, όταν πριν 3 χρόνια κατήγγειλε πληροφορίες για συμπεριφορά πολιτικών κομμάτων στην Κύπρο, που είχαν ζητήσει προσφορά για τέτοιου είδους λογισμικά. Είπε επίσης ότι είχε πληροφορία ότι υπήρχε σύστημα παρακολούθησης στα υπόγεια άλλου κόμματος. «Κανένας δεν με ρώτησε, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε, τίποτα δεν συνέβηκε».
Από τους Οικολόγους, ο Χαράλαμπος Θεοπέμπτου είπε ότι είναι σοβαρό θέμα ο «απαράδεκτος τρόπος» με τον οποίο η κυβέρνηση χειρίζεται το θέμα. «Περιμέναμε από τη Γενική Εισαγγελία να πάρει δραστικά νομικά μέτρα, να διατάξει έρευνες για το τι έγινε και πώς κατέληξε το σύστημα στην Κύπρο», είπε, καθώς, με βάση τη νομοθεσία, το σύστημα διπλής χρήσης, έπρεπε να πάρει ειδική άδεια, που υπογράφεται από άτομο που αναλαμβάνει ευθύνη ότι υπάρχει το λογισμικό. «Είναι φανερό ότι παραβιάστηκε η διαδικασία», είπε. Αναφερόμενος στην εξεταστική επιτροπή, είπε ότι «με βάση το τι συμβαίνει στην Κύπρο είστε η μόνη πηγή πληροφόρησης για αξιόπιστα στοιχεία στην Κύπρο».
Ο Μαρίνος Μουσιούττας, εκ μέρους της Δημοκρατικής Παράταξης, είπε ότι ελπίζει ότι η επίσκεψη της επιτροπής στην Κύπρο θα δώσει τις πληροφορίες που χρειάζονται, ούτως ώστε η έκθεση να είναι όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη και αντικειμενική. «Προσβλέπουμε στην έκθεσή σας για να δούμε κι εμείς τι ακριβώς συμβαίνει».
Τέλος, ο ανεξάρτητος βουλευτής Ανδρέας Θεμιστοκλέους, είπε ότι οι παρακολουθήσεις έχουν κόστος για τη δημοκρατία, η οποία απειλείται όταν γίνονται παρακολουθήσεις, είτε με πρόσχημα την ασφάλεια του κράτους, ή την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος. «Να βρούμε ισορροπία ανάμεσα στην προστασία του κράτους και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», είπε.