ΚΥΠΕ
Την εφαρμογή συστήματος «πόθεν έσχες» για υψηλόβαθμους δημόσιους υπαλλήλους, αλλά και για όσους εμπλέκονται σε διαδικασίες προσφορών ανεξαρτήτως κλίμακας, προέκρινε κατά τη συνεδρία της την Τετάρτη η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών.
Στις δηλώσεις του μετά το τέλος της συνεδρίας, ο Πρόεδρος της Επιτροπής και Βουλευτής ΔΗΣΥ Δημήτρης Δημητρίου είπε πως η επιτροπή εξέτασε αυτεπαγγέλτως το ζήτημα της μη εφαρμογής πρόνοιας της νομοθεσίας για τις δηλώσεις «πόθεν έσχες» των δημοσίων υπαλλήλων στις αρμόδιες αρχές.
Από τη συζήτηση διαφάνηκε πως κανείς δεν θέλει την αδιαφάνεια, συνέχισε ο Πρόεδρος της επιτροπής, προσθέτοντας πως όλοι συμφωνούν για την αναγκαιότητα δήλωσης των δημοσίων υπαλλήλων που έχουν εξουσία ή λαμβάνουν μέρος σε προσφορές, είτε εκ της θέσεώς τους, είτε εκ της κλίμακάς τους.
Ως εκ τούτου, η δρομολόγηση που θα γίνει «θα αφορά τους υψηλόβαθμους και όσους λαμβάνουν μέρος σε προσφορές, σε ένα σύστημα “πόθεν έσχες” αντίστοιχο της ηλεκτρονικής δήλωσης που θα γίνεται και από τη Βουλή με βάση τον νόμο 49 περί πολιτικά εκτεθειμένων προσώπων και τον νόμου 50 περί δημόσια εκτεθειμένων προσώπων», είπε.
Σε ό,τι αφορά τα πόθεν έσχες των Βουλευτών, ο κ. Δημητρίου είπε πως η κατ’ άρθρο συζήτηση θα συνεχιστεί την Τετάρτη 12 Ιουλίου ούτως ώστε να προχωρήσει όσο το δυνατόν περισσότερο και να ψηφιστεί η νομοθεσία μαζί με τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στον νόμο 50 το συντομότερο δυνατό.
Σε ερώτηση σχετικά με την κλίμακα πάνω από την οποία θα εφαρμόζεται το «πόθεν έσχες» στους δημοσίους υπαλλήλους και αν υπάρχει ήδη νομοθεσία για το «πόθεν έσχες» στο δημόσιο, ο κ. Δημητρίου είπε πως υπάρχει νομοθεσία στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας νόμο και συγκεκριμένα το άρθρο 66, το οποίο αναφέρεται στην υποχρέωση να δηλώνονται ανά τριετία τα περιουσιακά στοιχεία των δημοσίων υπαλλήλων.
Προσέθεσε πως το παραπάνω ήταν ένα οριζόντιο μέτρο το οποίο κρίθηκε αντισυνταγματικό και ότι για να προσπεραστεί αυτός ο σκόπελος θα αποφευχθεί αυτή γενικότητα και θα συμπεριληφθούν στην νομοθεσία οι υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι (κλίμακα Α13 και άνω) και όσοι σε χαμηλότερη κλίμακα λαμβάνουν μέρος σε προσφορές και έχουν σχέση με δαπανώμενο δημόσιο χρήμα.
«Θα πρέπει να ελέγχεται αν ένας δημόσιος υπάλληλος έχει περιουσιακά στοιχεία, τα οποία προκύπτουν στην πορεία της εργασίας του και δεν δικαιολογούνται από τον μισθό του», διευκρίνισε σχετικά, προσθέτοντας πως οι έντιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι αποτελούν και την πλειοψηφία, θα πρέπει να ζητήσουν οι ίδιοι αυτόν τον έλεγχο για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους.
Ερωτηθείς σχετικά με τον φορέα στον οποίο θα υποβάλλουν το «πόθεν έσχες» τους οι δημόσιοι υπάλληλοι, ο κ. Δημητρίου είπε αυτό θα εξεταστεί στο πλαίσιο της νομοθεσίας. Προσέθεσε πως η υποβολή θα γίνεται ηλεκτρονικά και πως με βάση τη δική του σκέψη θα υπάρχει ένα τριμελές συμβούλιο, αντίστοιχο με εκείνο που υπάρχει για τον νόμο 50, το οποίο θα συνεπικουρείται, βάσει της συνεννόησης που έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής, από τον Έφορο Φορολογίας.
Σε ερώτηση για το αν οριστικοποιήθηκε η απόφαση για έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων των εισαγγελέων και των δικαστών, ο πρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών είπε για τους μεν δικαστές ότι είχε συνάντηση με τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου πριν από δύο εβδομάδες, κατά την οποία ενημερώθηκε ότι μέσα στον Ιούλιο και μετά την εφαρμογή της μεταρρύθμισης του Δικαστικού Σώματος και τη δημιουργία των δύο ανώτατων συμβουλίων, θα εκδοθούν ανακοινώσεις και κανονισμοί για να καταθέτουν «πόθεν έσχες» όλοι οι δικαστές, με ένα σύστημα αλληλοελέγχου όπου οι δικαστές του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου θα ελέγχουν όλους τους άλλους δικαστές και οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα ελέγχουν τους δικαστές του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, επί των οποίων θα τοποθετηθεί ακολούθως και η Επιτροπή Θεσμών.
Για το ζήτημα του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, ο κ. Δημητρίου είπε ότι έχει εξουσιοδοτηθεί από την επιτροπή και θα έχει συνάντηση μαζί τους την επόμενη εβδομάδα, προκειμένου να τους ενημερώσει για τις προθέσεις της επιτροπής να συμπεριληφθούν αμφότεροι στους υπόχρεους κατάθεσης δήλωσης «πόθεν έσχες» στη βάση του νόμου 50 περί δημόσια εκτεθειμένων προσώπων.