ΚΥΠΕ
Έχουμε χρέος να αξιοποιήσουμε με κάθε δυνατό τρόπο την κινητικότητα που παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα σε συνεργασία και σύμπνοια με την Ελλάδα, δήλωσε η Πρόεδρος του ΔΗΣΥ Αννίτα Δημητρίου σε ομιλία στην αντικατοχική εκδήλωση του κόμματος στην Δένεια για τα 50χρονα της τουρκικής εισβολής το βράδυ της Πέμπτης, σημειώνοντας παράλληλα ότι «το χρωστάμε σε όλα τα θύματα της τουρκικής εισβολής».
Η συνεννόηση και η κοινή πολιτική γραμμή, τόνισε, είναι η μόνη οδός για να προχωρήσουμε μπροστά ενώ η διαμάχη και ο διχασμός μόνο πίσω μπορούν να αφήσουν τον τόπο μας.
«Δεν συμβιβαζόμαστε με την κατοχή! Δεν συμβιβαζόμαστε με το παράλογο, με το άδικο. Δεν συμβιβαζόμαστε με μισή πατρίδα! Δεν ανεχόμαστε να ταξιδεύουμε στην ίδια τη γη μας με διαβατήρια, δεν θα υπογράψουμε την παράδοση της Αμμοχώστου, δεν θα αφήσουμε να τουρκοποιηθεί το νησί μας, δεν επαναπαυόμαστε με το status quo», είπε.
«Πρέπει επιτέλους να βγούμε απ’ το βολικό μας λήθαργο και ν’ αντιληφθούμε ότι αυτό που συμβαίνει εδώ στην Κύπρο, αυτό που ζούμε σ’ ένα ευρωπαϊκό κράτος, ένα ισότιμο μέλος της ΕΕ, δεν μπορεί να είναι η κανονικότητα μας», σημείωσε η Πρόεδρος του ΔΗΣΥ.
Εμείς, συνέχισε η κ. Δημητρίου, δεν συμμεριζόμαστε την ψευδαίσθηση ότι η επίπλαστη και εύθραυστη ηρεμία που βιώνουμε σήμερα μπορεί να διασφαλίσει το αύριο των επόμενων γενιών. «Η πάροδος του χρόνου δεν μπορεί να επουλώσει την ανοιχτή πληγή που άφησε η τουρκική εισβολή και η συνεχιζόμενη κατοχή. Αντίθετα, με την πάροδο του χρόνου η πληγή κακοφορμίζει με κίνδυνο να εξαπλωθεί σε ολόκληρη την πατρίδα μας. Απειλώντας την επιβίωση ολόκληρου του κυπριακού ελληνισμού. Το έχουμε δει πρόσφατα να συμβαίνει διεθνώς σε περιπτώσεις παγωμένων συγκρούσεων, όπως στην Αρμενία, την Ουκρανία, τη Γάζα», πρόσθεσε.
Ούτε και υιοθετούμε φωνές, είπε, οι οποίες δυστυχώς διαχέονται έντονα, για εγκατάλειψη του συμφωνημένου πλαισίου λύσης της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως αυτή καθορίζεται στα ψηφίσματα και τις αποφάσεις του ΣΑ, υπέρ της διεξαγωγής ενός μακροχρόνιου αγώνα για μια αόριστη και ανέφικτη επιδίωξη κάτι καλύτερου, με νέα τετελεσμένα συνεχώς, με παραμονή των κατοχικών στρατευμάτων, με ανασφάλεια, με αβεβαιότητα, με τον χρόνο να λειτουργεί αδυσώπητα εναντίον μας.
Σήμερα, είπε η κ. Δημητρίου, δεν έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ ενός Ενιαίου Κράτους ή της ΔΔΟ. Αλλά μεταξύ μιας βιώσιμης ΔΔΟ που θα επανενώνει τον τόπο… Και της μόνιμης διχοτόμησης της Πατρίδας μας.
«Μιας μόνιμης διχοτόμησης που θα επεκτείνει τα τουρκικά σύνορα στη σημερινή γραμμή αντιπαράταξης. Που θα οδηγήσει στην αδυναμία ουσιαστικού ελέγχου των συνόρων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Που θα οδηγήσει στην οριστική απώλεια κάθε προσφυγικής περιουσίας και στον πλήρη αφελληνισμό των κατεχομένων, που θα οδηγήσει στην εξαφάνιση της τουρκοκυπριακής κοινότητας και στην αντικατάστασή της από Τούρκους έποικους. Πόσο ασφαλισμένη άραγε θα είναι τότε η πατρίδα μας;», διερωτήθηκε.
Εάν πρέπει κάτι να μας διδάξει μισός αιώνας που μας χωρίζει πλέον από τον μαύρο Ιούλιο του 1974, ανέφερε, είναι ότι το κυπριακό πρόβλημα δεν έχει την πολυτέλεια ενός ακόμη μακροχρόνιου αγώνα.
«Θα πρέπει λοιπόν με θάρρος και ειλικρίνεια να μεταφέρουμε στους συμπολίτες μας, αυτό, που όλοι όσοι συνομιλούμε με εκπροσώπους της διεθνούς κοινότητας, εισπράττουμε. Και αυτό που εισπράττουμε πέρα από τη διακηρυγμένη στήριξη στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, είναι η κόπωση. Η κόπωση και η απογοήτευση από την απουσία προοπτικής για εξεύρεση μιας αμοιβαία αποδεχτής λύσης», πρόσθεσε.
Έχει δυστυχώς δημιουργηθεί, σημείωσε, σε μια μεγάλη μερίδα του διεθνούς παράγοντα η εντύπωση ότι το Κυπριακό είναι πλέον ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Γεγονός που υποβοηθά, συνέχισε, την Τουρκία να πλασάρει ανοικτά και χωρίς κανένα κόστος την απαράδεκτη θέση ότι η μόνη βιώσιμη επιλογή είναι η λύση δύο κρατών. Θέση που δεν αποτελεί τίποτε άλλο, συμπλήρωσε, παρά την νομιμοποίηση των τετελεσμένων της παράνομης εισβολής και κατοχής. Την οποία εμείς ουδέποτε θα αποδεχθούμε.
«Κανείς μας δεν αμφισβητεί την ευθύνη και την υπαιτιότητα της Τουρκίας. Είτε αυτή αφορά την εισβολή και τα τετελεσμένα που έκτοτε έχει επιβάλει, είτε αυτή αφορά το υφιστάμενο αδιέξοδο. Την ίδια ώρα όμως, ούτε και μπορούμε να επικαλούμαστε την τουρκική αδιαλλαξία για να δικαιολογούμε τυχόν δικές μας παραλείψεις ή λανθασμένες εκτιμήσεις. Διότι είναι τη δική μας θέση που δυσχεραίνει η πάροδος του χρόνου, όχι τις τουρκικές επιδιώξεις. Για αυτό και ποτέ δεν θα συμφωνήσουμε με την άποψη: «Εμείς κάναμε ότι ήταν να κάνουμε, τώρα εξαρτάται απ’ την Τουρκία». Κάθε ημέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό που περνάει με άλυτο το Κυπριακό, οφείλουμε να προσπαθούμε ακόμη περισσότερο», επεσήμανε.
Η κ. Δημητρίου είπε ότι ο διορισμός, τον περασμένο Ιανουάριο, της προσωπικής απεσταλμένης του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, αποτέλεσε ένα θετικό βήμα. Εν αναμονή των αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα μετά και από την επίδοση της έκθεσης της κ. Ολγκίν, τόνισε, οφείλουμε όλοι να είμαστε έτοιμοι να συμβάλουμε εποικοδομητικά για το σπάσιμο του υφιστάμενου αδιεξόδου και την επανέναρξη μιας διαδικασίας αναζήτησης συμφωνημένης λύσης διότι η διαιώνιση της στασιμότητας γεννάει καθημερινά καινούριους κινδύνους.
«Κίνδυνοι οι οποίοι θα πολλαπλασιαστούν εάν και αυτή η προσπάθεια δεν στεφθεί με επιτυχία. Σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι κρίσιμο να καταγραφεί επισήμως η ειλικρινής και θετική στάση της δικής μας πλευράς, ανεξάρτητα από την όποια στάση επιλέξει τελικά να ακολουθήσει η Τουρκία. Η οποία και θα πρέπει να χρεωθεί την ευθύνη του αδιεξόδου. Σε διαφορετική περίπτωση, είναι πολύ πιθανόν ο διεθνής παράγοντας να προσεγγίσει τη θέση ότι πλέον δεν είναι εφικτή η εξεύρεση λύσης στη βάση της ΔΔΟ με πολιτική ισότητα. Και ότι θα πρέπει να εξεταστούν και άλλες επιλογές διευθέτησης του προβλήματος», πρόσθεσε.
Είπε ότι ο ΔΗΣΥ θα συνεχίσει να στηρίζει κάθε προσπάθεια που στοχεύει στη διάρρηξη του υφιστάμενου αδιεξόδου. «Αλλά και να αναλαμβάνουμε συνεχώς και τις δικές μας πρωτοβουλίες που να ενισχύουν τη βούληση της διεθνούς κοινότητας να συνδράμει στην επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων. Αυτό τον στόχο υπηρετούν όλες οι πρόσφατες πρωτοβουλίες που έχουμε αναλάβει εντός της μεγάλης μας ευρωπαϊκής οικογένειας και που είχαν ως αποτέλεσμα να ενταχθεί το Κυπριακό ανάμεσα στις δέκα κορυφαίες προτεραιότητες του ΕΛΚ», συμπλήρωσε.
Πιστεύουμε, συνέχισε, ότι η δημιουργία των προϋποθέσεων για επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων, στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου, θα πρέπει να αποτελεί συλλογική προσπάθεια όλων των πολιτικών δυνάμεων του τόπου.
«Όλοι θα πρέπει να βάλουμε πλάτες για να μπορέσουμε να σηκώσουμε το βάρος του Κυπριακού. Δεν είναι δουλειά του ενός. Εμείς θα συνεχίσουμε ν’ αναλαμβάνουμε τη δική μας ευθύνη χωρίς να προσμετρούμε το όποιο πολιτικό κόστος. Έχοντας πάντοτε κατά νου, ότι αυτό που σήμερα μπορεί να επενεργούσε θετικά ως προς την επίτευξη των στόχων μας, αύριο μπορεί να μην είναι αρκετό», κατέληξε.