ΚΥΠΕ
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος υπήρξε μια εμβληματική μορφή, ισχυρή προσωπικότητα, που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, επεσήμανε η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Αννίτα Δημητρίου στο ετήσιο μνημόσυνο του πρώτου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Η κα. Δημητρίου εστιάζοντας στις εξελίξεις της νέας περιόδου πρόσθεσε ότι «δεν μας επιτρέπεται να μένουμε αδρανείς μπροστά στα επεκτατικά τουρκικά σχέδια και στη λύση των δύο κρατών».
«Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος υπήρξε αναμφίβολα μια εμβληματική μορφή, μια ισχυρή προσωπικότητα, που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι σηματοδότησε, σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο, τις πιο καθοριστικές ιστορικές εξελίξεις, αφήνοντας ανεξίτηλη τη σφραγίδα του, στη χρονικά μικρή αλλά πολυκύμαντη βιογραφία της Κυπριακής Δημοκρατίας» σημείωσε η Πρόεδρος της Βουλής, η οποία πρόσθεσε ότι «η πορεία του ως προκαθήμενος της εκκλησίας αλλά και ως πρώτος Πρόεδρος του νεοσύστατου τότε κυπριακού κράτους, τον ανέδειξε στη συνείδηση ενός ολόκληρου λαού ως εθνάρχη.»
Αναφερόμενη στις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Πρόεδρος της Βουλής επεσήμανε ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος «βρέθηκε απέναντι σε αδυσώπητα, ακανθώδη πολιτικά διλήμματα, στα οποία κλήθηκε να πάρει δύσκολες και επίπονες αποφάσεις.»
Σύμφωνα με την κ. Δημητρίου, οι επιλογές του Αρχιεπίσκοπου Μακαρίου «καθόρισαν και εξακολουθούν να διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό το παρόν και το μέλλον του εθνικού μας ζητήματος και κατ’ επέκταση της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Η Πρόεδρος της Βουλής στην ομιλία της αναφέρθηκε στο βίο και στο θρησκευτικό και πολιτικό έργο του Αρχιεπίσκοπου Μακαρίου. Επίσης, αναφέρθηκε στην συμβολή του στην περίοδο ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και στην κρίσιμη περίοδο του 1964-1974. Η κ. Δημητρίου πρόσθεσε ότι ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας «έφυγε με ανεκπλήρωτο τον πόθο να δει την αγαπημένη του Κύπρο ελεύθερη, ευημερούσα και επανενωμένη».
«Σαράντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του ο αγώνας για δικαίωση και ανατροπή τετελεσμένων προσκρούει καθημερινά στην άτεγκτη, απειλητική και αποσταθεροποιητική στάση της Τουρκίας. Μένοντας στο απυρόβλητο το καθεστώς Ερντογάν εντείνει τη παραβατικότητα, σε Κύπρο, Αιγαίο, και Ανατολική Μεσόγειο», δήλωσε η Πρόεδρος της Βουλής.
«Οι μονομερείς έκνομες ενέργειες της Άγκυρας όσον αφορά στην περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου και στην κυπριακή ΑΟΖ αποτελούν συνέχεια της επεκτατικής πολιτικής της, που στόχο έχει τη διχοτόμηση του νησιού, ενώ συνεχίζει με απάνθρωπο τρόπο να στερεί από τους πρόσφυγες το δικαίωμα επιστροφής στις πατρογονικές τους εστίες, από τις οικογένειες των αγνοουμένων τη δυνατότητα να μάθουν τι απέγιναν οι αγαπημένοι τους και συνολικά από τον κυπριακό λαό την ευκαιρία να ζήσει ελεύθερα στο νησί, χωρίς την παρουσία ξένων στρατών και την απειλή των όπλων.», πρόσθεσε η κ. Δημητρίου.
Στην συνέχεια της ομιλίας της, η Πρόεδρος της Βουλής έστειλε το μήνυμα ότι «Δεν συμβιβαζόμαστε με την κατοχή, δεν αποδεχόμαστε τη συνέχιση της απαράδεκτης σημερινής κατάστασης και σίγουρα δεν μας επιτρέπεται να μένουμε αδρανείς μπροστά στα επεκτατικά τουρκικά σχέδια και στη λύση των δύο κρατών που συντονισμένα προωθούν Άγκυρα και κατοχική ηγεσία» και πρόσθεσε τα εξής: «Όσα γεωτρύπανα και κανονιοφόρους και να στείλει (η Τουρκία) στην περιοχή δεν πρόκειται να αποποιηθούμε των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, ούτε και θα δεχτούμε οποιαδήποτε συμφωνία που θα θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών, αλλά και τη βιωσιμότητα της λύσης. Ως Κυπριακή Δημοκρατία είμαστε πάντοτε πρόθυμοι και έτοιμοι να συμμετέχουμε σ’ έναν νέο κύκλο ουσιαστικών διαπραγματεύσεων, για να επιτύχουμε μια λύση στη βάση των ψηφισμάτων και αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και των αρχών και αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»
Ολοκληρώνοντας την ομιλία της, η Πρόεδρος της Βουλής τόνισε ότι «Όσο οι πληγές των εγκλημάτων της τουρκικής εισβολής παραμένουν ανοικτές, παραμένει ανοικτό και το χρέος μας απέναντι στην πατρίδα. Και αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους και αντιμέτωπες με μια επώδυνη διαδικασία που περνάει μέσα από τον δρόμο της αυτογνωσίας, προκειμένου να οδηγηθούμε σε νέες προοπτικές» και αναφέρθηκε στην σημασία της εθνικής ενότητας για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων.