Στις 17 Ιανουαρίου 2022 ο Φαΐζ Σουτζιούογλου αποκάλυψε την πρόθεση της Άγκυρας να μετατρέψει το παράνομο αεροδρόμιο της Τύμπου σε «διάδρομο εσωτερικών πτήσεων». Κάποιους μήνες πριν, στις 29 Οκτωβρίου 2021, η «πρεσβεία» της Τουρκίας στα Κατεχόμενα απέκλεισε από τους εορτασμούς για την επέτειο ίδρυσης του τουρκικού κράτους, τους εκπροσώπους της τουρκοκυπριακής Αριστεράς και Κεντροαριστεράς. Όπως είναι γνωστό, προηγήθηκε η δημιουργία της «μαύρης λίστας» στα αεροδρόμια της Τουρκίας, με την οποία συγκεκριμένοι Τουρκοκύπριοι εμποδίστηκαν από το να εισέλθουν στη χώρα, γιατί ήταν «απειλή κατά της εθνικής ασφάλειας» του τουρκικού κράτους. Άλλωστε «απειλή» κατά της εθνικής ασφάλειας είχε ανακηρυχθεί και ο ίδιος ο Μουσταφά Ακιντζί πριν από την ψηφοφορία του Οκτωβρίου 2020. Αυτή η έννοια ήταν η σημαντικότερη πλατφόρμα ιδεολογικής νομιμοποίησης του πολιτικού πραξικοπήματος που έγινε ενάντια στον πρώην Τουρκοκύπριο ηγέτη.
Όλα τα προαναφερθέντα μπορούν να θεωρηθούν ως συμβολικές προθέσεις, ως εκφράσεις μιας ιδεολογικής αντίληψης. Ωστόσο, η τοποθέτησή τους σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που να λαμβάνει υπόψη και τις συγκυρίες της στιγμής, δηλώνει περισσότερο μια τάση για αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο που η κυβέρνηση της Τουρκίας αντιμετωπίζει την τουρκοκυπριακή κοινότητα, το κατεχόμενο έδαφος της Κύπρου και ευρύτερα το κυπριακό πρόβλημα. Εάν όντως πρόκειται για μια αναδυόμενη τάση μιας ποιοτικά διαφορετικής κυβερνησιμότητας των Κατεχομένων που επιδιώκει η Άγκυρα, τότε οι «βουλευτικές εκλογές» στις 23 Ιανουαρίου 2022 αποτελούν ένα μικρό σταθμό επιτάχυνσης ή καθυστέρησης και εμποδίων για τον στόχο του Ερντογάν.
Ποια είναι λοιπόν τα βασικά χαρακτηριστικά της επιδιωκόμενης νέας σχέσης της Τουρκίας με τον ευρύτερο χώρο της κατεχόμενης Κύπρου; Και πώς αυτά επηρεάζονται και επηρεάζουν τις λεγόμενες βουλευτικές εκλογές; Μια βασική αντίληψη του τουρκικού εθνικισμού ήταν ότι οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν «ομοεθνείς» προς αναζήτηση προστασίας από την απειλή που συγκροτούσε για την ύπαρξη τους ο «προαιώνιος εχθρός». Ήταν ένα βασικό κομμάτι των «εκτός συνόρων Τούρκων», η ασφάλεια των οποίων μπορούσε να αναπαράγει και την ασφάλεια της ίδιας της Τουρκίας. Η πραγματική ή κατασκευασμένη απειλή όμως ήταν εξωτερική. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο ιδεολογικό πλαίσιο, προερχόταν από αυτό που ο τουρκικός εθνικισμός καθόριζε ως τον «ευρύτερο εχθρικό ελληνικό χώρο»: Κάποτε το ελληνικό κράτος, κάποτε το ζήτημα της Ένωσης, κάποτε το ενωτικό κίνημα των Ελληνοκυπρίων. Αναλόγως πολιτικών και ιδεολογικών συγκυριών, η κατασκευή της εξωτερικής απειλής συμπεριλάμβανε και τους «εσωτερικούς προδότες», δηλαδή την τουρκική και τουρκοκυπριακή Αριστερά. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία του επεκτατικού εθνικισμού ήταν η προβολή μιας αδιαφοροποίητης και ομοιογενούς «τουρκικής κοινότητας» στην Κύπρο.
Η πρακτική πολιτική έκφραση της προαναφερθείσας ιδεολογίας βασίστηκε στην προσπάθεια δομικής ενίσχυσης της μερίδας εκείνης των Τουρκοκυπρίων που θα υλοποιούσε πιο ολοκληρωμένα το γεωπολιτικό όραμα. Η δημιουργία χωριστών δομών από το 1974 και μετά, ο συγκεκριμένος τρόπος μεγέθυνσης της οικονομίας μετά την εισβολή, η πρωτοκαθεδρία Ντενκτάς και Κόμματος Εθνικής Ενότητας στο διαμοιρασμό των λαφύρων του πολέμου με στόχο την αφομοίωση των αντιδράσεων ενάντια στη διχοτόμηση, ήταν μόνο μερικές από τις πτυχές της «παλιάς κυβερνησιμότητας» των Κατεχομένων.
Όμως η πορεία των εξελίξεων μετά την κατάρρευση των συνομιλιών το 2017, φανερώνει σταδιακά τα νέα ποιοτικά στοιχεία. Τα συμβολικά παραδείγματα στην αρχή του παρόντος κειμένου, ουσιαστικά υποδεικνύουν ότι η Άγκυρα του Ερντογάν δεν επιθυμεί μια ισχυρή – εθνικιστικών προσανατολισμών τουρκοκυπριακή ελίτ. Δεν επιμένει σε μια αδιαφοροποίητη μάζα «ομοεθνών που αναζητούν προστασία». Η πηγή της κατασκευασμένης απειλής ενάντια στην εθνική ασφάλεια της Τουρκίας δεν βρίσκεται αποκλειστικά στον «προαιώνιο εχθρό». Σήμερα η κυβέρνηση Ερντογάν επιλέγει από την τουρκοκυπριακή κοινότητα τις δυνάμεις υπακοής και εξοβελίζει τους ανεπιθύμητους. Αυτοί είναι τώρα η απειλή – ρήγμα στην γεωπολιτική ταυτότητα που θέλει να κατασκευάσει για την Κύπρο.
Όπως αλλάζουν σταδιακά βασικά στοιχεία της ιδεολογικής αντίληψης, αλλάζουν και κάποια θέματα πολιτικής. Η απευθείας εμπλοκή κρατικών θεσμών της Τουρκίας για την ανοικοδόμηση των Βαρωσίων, ο διορισμός «επιτρόπου δικαιοσύνης» για να επιβλέψει την συνολική μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, ο οικονομικός εκβιασμός που συνεχίζεται με την αποσπασματική παραχώρηση κονδυλίων σε συνθήκες κρίσης, η μεγιστοποίηση των πιέσεων για νέες πολιτογραφήσεις εποίκων, μπορεί να φαντάζουν ως μικρές λεπτομέρειες. Ωστόσο, εάν ενσωματωθούν αναλυτικά στη γενικότερη ενόχληση της Τουρκίας από τον πολιτικό κατακερματισμό και την ευρύτερη πολιτισμική ανυπακοή των Τουρκοκυπρίων, φαίνεται ξεκάθαρα ότι η Άγκυρα αποφάσισε να «εισαχθεί αυτοπροσώπως» δηλώνοντας ότι δεν επιθυμεί μια ισχυρή τ/κ ελίτ. Η αλλαγή παραδείγματος εντοπίζεται ακριβώς σε αυτό το σημείο: Το τουρκικό κράτος μεταφέρεται δίπλα από την ελληνοκυπριακή κοινότητα, αλλά σε αυτή τη φάση περιθωριοποιώντας την τουρκοκυπριακή. Δημιουργεί συνεπώς νέες ισορροπίες ισχύος.
Οι «βουλευτικές εκλογές» δεν πρόκειται να καθορίσουν το νέο παράδειγμα διακυβέρνησης. Ωστόσο, θα αποκαλύψουν το μέγεθος της ζημιάς μετατροπής του κυπριακού προβλήματος σε πρόβλημα της Τουρκίας με τους ανυπάκουους Τουρκοκύπριους. Θα αποκαλύψουν ποιες θα είναι οι ισορροπίες που είναι πρόθυμες να επιτρέψουν τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό του τουρκοκυπριακού πολιτικού συστήματος, ίσως και την κατάργηση του ιδιότυπου κοινοβουλευτισμού. Παράλληλα, θα αποκαλύψουν και τις αντοχές των δυνάμεων εκείνων που θεωρούν την αυτονόμηση από την Τουρκία ως το βασικότερο εργαλείο κοινωνικοοικονομικής ύπαρξης.
Ο κ. Νίκος Μούδουρος είναι λέκτορας στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.