Kathimerini.gr
ΦΕΛΙΞ ΣΜΙΝΤ*
Στη συνεδρίασή της αύριο Πέμπτη η ΕΚΤ αναμένεται να μειώσει το επιτόκιο καταθέσεων κατά 25 μονάδες βάσης, στο 2,75%. Τον τελευταίο καιρό τα μέλη του Δ.Σ. έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα κινηθεί προς το 2% μέχρι τα μέσα του έτους και ότι η οικονομία της θα παραμείνει αποδυναμωμένη. Επομένως, φαίνεται πως επιπλέον περικοπές στο κόστος δανεισμού είναι πιθανές, παρά το γεγονός ότι τα πιο σκληροπυρηνικά μέλη της ΕΚΤ ολοένα και συχνότερα θα εγείρουν το ερώτημα πότε ακριβώς θα πρέπει να σταματήσει τον κύκλο χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής. Η άποψή μας είναι ότι η ΕΚΤ θα μειώσει το επιτόκιο καταθέσεων, με σταδιακά βήματα 25 μονάδων βάσης, στο 2,25% μέχρι τον Ιούνιο. Αναφορικά τώρα με τον πληθωρισμό, η τράπεζα αισιοδοξεί για τη μελλοντική τάση του. Ο δείκτης των τιμών καταναλωτή στην Ευρωζώνη ανήλθε επί τρίτο συνεχόμενο μήνα τον Δεκέμβριο, στο 2,4% σε ετήσια βάση. Ωστόσο, τόσο εμείς όσο και η ΕΚΤ προβλέπουμε ότι η πτώση των τιμών της ενέργειας από έτος σε έτος θα ωθήσει τον πληθωρισμό στο 2%.
Αναμένουμε από την πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ να τονίσει άλλη μια φορά στη συνέντευξη Τύπου ότι η διαδικασία αποπληθωρισμού βρίσκεται σε καλό δρόμο. Επιπλέον, ακόμη και ύστερα από μια μείωση των επιτοκίων, είναι πιθανό να συνεχίσει να περιγράφει την προσέγγιση της ΕΚΤ ως περιοριστική. Αυτό θα σήμαινε περαιτέρω νομισματική χαλάρωση σε μελλοντικές συνεδριάσεις της. Στο πεδίο της οικονομίας, η Ευρωζώνη ίσως κινήθηκε ανομοιόμορφα το τελευταίο τρίμηνο του 2024. Ωστόσο, οι καλύτεροι από τους αναμενόμενους δείκτες διευθυντών προμηθειών του Ιανουαρίου στοιχειοθετούν την αισιοδοξία μας ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα μπορούσε να αποκτήσει κάποια δυναμική τους επόμενους μήνες. Οι μειώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ το 2024, η παρατεταμένη αύξηση των πραγματικών μισθών στην Ευρωζώνη και η σταθεροποίηση της κινεζικής οικονομίας θα έχουν ολοένα και θετικότερο αντίκτυπο. Η αμβλυνόμενη πολιτική αβεβαιότητα στη Γερμανία μετά τις πρόωρες εθνικές εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου θα πρέπει επίσης να βοηθήσει. Ωστόσο, ο επανεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ συνιστά παράγοντα κινδύνου, αν και προς το παρόν, ενώ απειλεί με δασμούς, δεν τους επέβαλε. Φαίνεται λοιπόν ότι χρησιμοποιεί αυτό το εργαλείο κυρίως ως προοίμιο διαπραγματεύσεων, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να αποφευχθούν τα τιμωρητικά μέτρα με ορισμένες παραχωρήσεις (π.χ. στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αγοράζοντας περισσότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο και στρατιωτικό εξοπλισμό από τις ΗΠΑ).
* Ο κ. Φέλιξ Σμιντ είναι οικονομολόγος της Berenberg Bank.