BLOOMBERG
Σε λίγες ημέρες κλείνει χρόνος από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και πολλοί επιχειρηματικοί κολοσσοί της Δύσης που είχαν δεσμευθεί να εγκαταλείψουν τη Ρωσία βρίσκονται ακόμη εκεί, δραστηριοποιούνται στην αγορά της και αντλούν κέρδη από αυτήν. Οι Ρώσοι μπορούν ακόμη να καταναλώνουν τα γιαούρτια της Activia, να πλένουν τα δόντια τους με τις ηλεκτρικές οδοντόβουρτσες της Oral-B και να περιποιούνται την επιδερμίδα τους με καλλυντικά της L’ Oreal. Κάποια από αυτά τα προϊόντα έχουν μείνει από τις παλιές καλές ημέρες προ της εισβολής, αλλά όχι όλα. Πολλά άλλα υπάρχουν ακόμη στη ρωσική αγορά απλούστατα επειδή συνεχίζεται η παραγωγή τους από τις θυγατρικές των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών εταιρειών.
Κι αν κάποιες από αυτές θελήσουν να εγκαταλείψουν τη Ρωσία πιεζόμενες από ζητήματα νομικής φύσης ή για να σώσουν τη φήμη τους, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το αυξημένο κόστος που συνεπάγεται κάτι τέτοιο.
Η ρωσική κυβέρνηση έχει επιβάλει μεγάλους περιορισμούς στις συμφωνίες εξαγοράς των δυτικών εταιρειών και απαιτεί η πώληση να γίνεται με έκπτωση 50%.
Δεν έχουν μεν επιβληθεί κυρώσεις στον τομέα των καταναλωτικών αγαθών, αλλά οι περιορισμοί στις ρωσικές τράπεζες και σε μεμονωμένους Ρώσους επιχειρηματίες έχουν δυσχεράνει σημαντικά τη λειτουργία μιας επιχείρησης εντός της χώρας. Ομιλοι που αποφάσισαν να μείνουν, όπως οι Colgate, Procter & Gamble και L’ Oreal προσπαθούν να προστατεύσουν την παραγωγή τους και το προσωπικό τους εντός Ρωσίας, να διατηρήσουν την παρουσία τους στη μεγάλη αυτή αγορά, αλλά και να μη χαρακτηριστεί η επιλογή τους ηθικώς επιλήψιμη, μολονότι καταβάλλουν φόρους στο Κρεμλίνο. Ο Αλαν Τζοπ, απερχόμενος διευθύνων σύμβουλος της Unilever, δηλώνει πως έχει ευθύνη έναντι των 3.000 Ρώσων υπαλλήλων της εταιρείας, ενώ παράλληλα δεν θέλει να αφήσει τις τέσσερις μονάδες παραγωγής της να πέσουν στα χέρια των μεγιστάνων φίλων του Κρεμλίνου. Αυτού του είδους οι δυσκολίες εξηγούν γιατί δεν έχουν ακόμη φύγει από τη Ρωσία πολλές επιχειρήσεις που είχαν υποσχεθεί πως θα έφευγαν. Η εταιρεία Reckitt Benckiser, που παράγει τις παστίλιες Strepsils έχει ανακοινώσει από τον Απρίλιο ότι θα μεταφέρει σε κάποια άλλη επιχείρηση ή στους υπαλλήλους της την παραγωγή της στη Ρωσία, αλλά δεν έχει υλοποιήσει την υπόσχεση. Η Danone επίσης ανακοίνωσε τον Οκτώβριο ότι φεύγει από τη Ρωσία, αλλά δεν έχει ακόμη κατορθώσει να βρει αγοραστή. Και η Philips Morris International, που παράγει τσιγάρα και καπνό, σχεδίαζε να φύγει από τη χώρα στα τέλη του περασμένου έτους, αλλά δεν έχει πάρει ακόμη τη σχετική άδεια από το ρωσικό κράτος.
Λίγες εταιρείες υπήρξαν τόσο αποφασιστικές όσο η McDonald’s, που πούλησε τα εστιατόριά της τον Μάιο του περασμένου έτους, μόλις τρεις μήνες από την αρχή του πολέμου. Τώρα πια όμως δεν είναι τόσο εύκολο να κάνει μια άλλη επιχείρηση το ίδιο. Είναι πολύ λίγοι οι πιθανοί αγοραστές που δεν υπόκεινται σε κυρώσεις, ενώ το Κρεμλίνο επιδεικνύει όλο και μεγαλύτερη απροθυμία όταν καλείται να εγκρίνει την πώληση δυτικών επιχειρήσεων. «Οσο περισσότερο αργήσει να φύγει μια επιχείρηση, τόσο πιο δύσκολο γίνεται», επισημαίνει ο Ναμπί Αμπντουλάεφ, συνεργάτης της συμβουλευτικής Control Risks, που τονίζει πως η κυβέρνηση έχει επιβάλει μεγάλους περιορισμούς στις συμφωνίες εξαγοράς των δυτικών εταιρειών και απαιτεί η πώληση να γίνεται με έκπτωση 50%. Πέραν όλων αυτών, πάντως, υπάρχει και ο παράγοντας του κέρδους, καθώς η οικονομία της Ρωσίας δεν τα πήγε τελικά τόσο άσχημα όσο αναμενόταν και συρρικνώθηκε μόλις κατά 2,5%. Εν ολίγοις έχουν ακόμη να κερδίσουν πολλά από τους Ρώσους.
Την περασμένη εβδομάδα η Unilever προειδοποίησε τους επενδυτές της για τους οικονομικούς κινδύνους που συνοδεύουν μια ενδεχόμενη αποχώρησή της από τη Ρωσία, ενώ η British American Tobacco αναβάθμισε τις προβλέψεις για ενδεχόμενες ζημίες στην περίπτωση που φύγει. Προκειμένου να παραμείνουν στη ρωσική αγορά, καθώς η δραστηριοποίησή τους εκεί μπορεί ακόμη να είναι προσοδοφόρα, οι επιχειρήσεις κάνουν ένα σωρό ελιγμούς. Παραχωρούν θέσεις εξουσίας σε στελέχη τοπικών επιχειρήσεων, δεν διαφημίζονται πλέον και διακόπτουν τις επενδύσεις και παράλληλα διαβουλεύονται με επιτροπές συμβούλων ειδικευμένων στις κυρώσεις προκειμένου να αποφύγουν οποιαδήποτε συνεργασία με τράπεζες ή επιχειρηματίες που βρίσκονται σε μαύρη λίστα. Οι Unilever, Colgate και P&G έχουν υπερασπιστεί την απόφασή τους να παραμείνουν στη Ρωσία για να παρέχουν μόνον «βασικά» ή «ουσιώδη» αγαθά στη ρωσική αγορά. Δεν έχουν, πάντως, ακόμη ενημερώσει σχετικά με το ποια προϊόντα διαθέτουν και ποια δεν διαθέτουν πλέον στη ρωσική αγορά. Η P&G, που έχει δύο μονάδες παραγωγής στη Ρωσία, έχει παραχωρήσει σε στελέχη ρωσικών επιχειρήσεων θέσεις στο Δ.Σ. της εταιρείας. Και καθώς μειώθηκαν οι πωλήσεις της στη ρωσική αγορά, μείωσε το προσωπικό της από τα 2.500 στα 1.800 άτομα από το τέλος Μαρτίου μέχρι το τέλος του 2022. Η L’ Oreal, που διατηρεί ακόμη 2.500 υπαλλήλους στη Ρωσία, έχει κλείσει ορισμένα καταστήματα και έχει περιορίσει την παραγωγή της, αλλά εξακολουθεί να παρέχει τα καλλυντικά της στους Ρώσους.
Οσο δύσκολη κι αν είναι, πάντως, η αποχώρηση μιας επιχείρησης από τη Ρωσία, η παραμονή της εκεί συνεπάγεται προβλήματα. Η γαλλική βιομηχανία παραγωγής αρακά και καλαμποκιού Bonduelle διέψευσε τον Δεκέμβριο πως προμηθεύει τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις. Είχε κυκλοφορήσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η φωτογραφία ενός Ρώσου στρατιώτη που κατανάλωνε τα προϊόντα της. Ισως ήταν μια προειδοποίηση για άλλες δυτικές επιχειρήσεις που παραμένουν στη Ρωσία.