ΚΥΠΕ
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ενεργώντας στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του, απέρριψε έφεση κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου του 2018 που αφορούσε την αναστολή οδοιπορικού επιδόματος στο επιστημονικό προσωπικό των ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών της ΑΗΚ το 2013, κρίνοντας ότι η αρχική προσφυγή είχε καταχωρηθεί εκπρόθεσμα.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης τα οποία παρατίθενται στην απόφαση, ημερομηνίας 30 Ιανουαρίου, με Συμφωνία, που υπεγράφη στις 8 Αυγούστου, 2013, μεταξύ της Εφεσίβλητης-καθ' ης η αίτηση, («η Αρχή»), της Διεύθυνσης Ανθρωπίνου Δυναμικού και των συντεχνιών προσωπικού της Αρχής, ΕΠΟΠΑΗ, ΣΗΔΗΚΕΚ-ΑΗΚ και ΣΥΒΑΗΚ, αποφασίστηκε η μείωση των λειτουργικών εξόδων της ΑΗΚ, λόγω της αναφερθείσας στην ίδια τη Συμφωνία, δυσμενούς οικονομικής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η Αρχή ένεκα της «πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης και των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί στην κυπριακή κοινωνία», οι οποίες καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη εξοικονόμησης πόρων και επανεξέτασης των καταβαλλόμενων επιδομάτων.
Η μείωση των λειτουργικών εξόδων, σύμφωνα με τη Συμφωνία, θα επιτυγχάνετο με την κατάργηση, αναστολή ή μείωση συγκεκριμένων επιδομάτων που παραχωρούνταν προηγουμένως στο προσωπικό της Αρχής.
Μεταξύ των επιδομάτων που αποφασίστηκε η αναστολή ήταν και το οδοιπορικό επίδομα, το οποίο καταβαλλόταν στο επιστημονικό προσωπικό των ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών, και στο οποίο ανήκουν και οι Εφεσείοντες-Αιτητές, για την καθημερινή μετάβαση στην εργασία τους, ήτοι από και προς τους ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς όπου αυτοί εργάζονταν.
Η εν λόγω Συμφωνία όσον αφορά στο εν λόγω επίδομα θα τίθετο σε ισχύ από την 1 Οκτωβρίου, 2013. Αναφέρεται επίσης ότι στις σχετικές διαπραγματεύσεις για τη συνομολόγηση της Συμφωνίας συμμετείχε, πέραν των πιο πάνω συντεχνιών, και η συντεχνία ΣΕΠΑΗΚ, στην οποία ανήκουν οι Εφεσείοντες, η οποία ωστόσο δεν συναίνεσε και δεν υπέγραψε τελικά τη Συμφωνία.
Η Αρχή, στη συνεδρία στις 24 Σεπτεμβρίου, 2013, αποφάσισε ομόφωνα την εφαρμογή της πιο πάνω Συμφωνίας από 1 Οκτωβρίου, 2013 ενώ η εν λόγω απόφαση, δια σχετικής Εγκυκλίου του Διευθυντή Ανθρωπίνου Δυναμικού της Αρχής, ημερομηνίας 25 Σεπτεμβρίου, 2013 κοινοποιήθηκε και κατέστη γνωστή στους Εκτελεστικούς Διευθυντές και Διευθυντές των διαφόρων τμημάτων της Αρχής. Προστίθεται ότι όπως προκύπτει από την τελευταία παράγραφο της εν λόγω Εγκυκλίου, ζητείτο από τον Διευθυντή όπως οι πιο πάνω επικεφαλής τμημάτων ενημερώσουν «άμεσα το προσωπικό τους για τις προαναφερθείσες αλλαγές στα επιδόματα».
Οι Εφεσείοντες με επιστολή των δικηγόρων τους ημερομηνίας 15 Ιανουαρίου, 2014, ζητούσαν από την Αρχή όπως τους καταβληθεί το οδοιπορικό επίδομα Οκτωβρίου 2013, καλώντας την ταυτόχρονα να ενημερώσει αυτούς κατά πόσον θα επέμενε στην απόφασή της για μη καταβολή του εν λόγω επιδόματος.
Τελικά, στις 11 Φεβρουαρίου, 2014 καταχωρήθηκαν οι υπό εξέταση προσφυγές, με τις οποίες ζητούσαν να κριθεί ως παράνομη η απόφαση τερματισμού καταβολής του επιδόματος καθώς και η παράλειψή της να το καταβάλει.
Με την απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως προς το πρώτο σκέλος, πως οι προσφυγές ήταν εκπρόθεσμες ενώ για το δεύτερο σκέλος θεώρησε ότι δεν ετίθετο θέμα προθεσμίας, για το μέρος αυτό του παρακλητικού, στην ουσία του πράγματος, έκρινε πως δεν στοιχειοθετείτο λόγος ακύρωσης. Κατά συνέπεια απέρριψε τις συνεκδικαζόμενες ως άνω προσφυγές με έξοδα εναντίον των Εφεσειόντων.
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε σε σχέση με το πρώτο σκέλος ότι «η προσέγγιση του ευπαίδευτου Διοικητικού Δικαστή ήταν συγκροτημένη και λογική. Η δε αιτιολογία που έδωσε πειστική».
Παρά το ότι το Δικαστήριο ασχολείται, πριν από τα συμπεράσματα του, επί μακρόν για το βάρος της απόδειξης, αναφορικά με το εκπρόθεσμο προσφυγής, το ζήτημα είναι απλό και αφορούσε στο ότι τελικά θεώρησε λογική τη θέση της Εφεσίβλητης, «εφόσον εύλογα μπορούσε να εξαχθεί γνώση των Εφεσειόντων για το περιεχόμενο της Εγκυκλίου». «Οι δε οδηγίες που περιλάμβανε η Εγκύκλιος ήσαν για γνωστοποίηση σ΄όλο το προσωπικό, οπότε δεν ήταν λογικό να υποθέσει κάποιος ότι εξαιρούντο τα μέλη της συγκεκριμένης συντεχνίας, ως η εισήγηση των Εφεσειόντων», προστίθεται.
«Οι Εφεσείοντες δεν μας έπεισαν ότι πρόκειται για εσφαλμένη αντίκρυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συνεπώς, δεν θα επέμβουμε στην πρωτόδικη κρίση», σημειώνεται.
Σε σχέση με το δεύτερο σκέλος, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο δεν συμφώνησε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν ετίθετο θέμα προθεσμίας.
«Θεωρούμε, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο να πάρει αυτή την κατεύθυνση σκέψης. Αφ΄ης στιγμής με το προηγούμενο του εύρημα – το οποίο επικυρώσαμε απορρίπτοντας τους λόγους έφεσης 2 και 4 – θεώρησε ότι η ως άνω Εγκύκλιος/κοινοποίηση της απόφασης της Αρχής αποτέλεσε την εκτελεστή διοικητική πράξη με την οποία αφαιρέθηκε το ως άνω επίδομα και μάλιστα από 1 Οκτωβρίου, 2013, δεν υπήρχε αιτιολογική βάση να διαφοροποιήσει τη μισθοδοτική κατάσταση, η οποία αφορούσε το επίδομα του Οκτωβρίου και η οποία λήφθηκε τέλος του Νοεμβρίου του 2013 και ήταν, ως ήδη ελέχθη, απόρροια της Εγκυκλίου».
«Η κατάσταση αυτή σαφώς ήταν πράξη εκτέλεσης και δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί της συνολικής προσέγγισης του Δικαστηρίου», αναφέρεται.