Ο δείκτης τιμών καταναλωτή εκτινάχθηκε στο ιστορικό υψηλό 7,5% τον Μάρτιο στην Ευρωζώνη εν συγκρίσει με το 5,9% του Φεβρουαρίου. Πρόκειται για σαφώς μεγαλύτερη άνοδο από τον μέσο όρο των προβλέψεων (6,6%) των αναλυτών του Reuters, αλλά σε εναρμόνιση με τα δεδομένα των κρατών-μελών που δόθηκαν στη δημοσιότητα την Τετάρτη και την Πέμπτη. Οι τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου παραμένουν ο κύριος μοχλός που επηρεάζει τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, αφού είχαν ανέλθει 44,7% σε ετήσια βάση τον Μάρτιο εν σχέσει με το 32% τον Φεβρουάριο. Οι τιμές μη επεξεργασμένων τροφίμων επίσης είχαν σοβαρή άνοδο κατά 7,8% σε ετήσια βάση τον Μάρτιο έναντι του 6,2% τον Φεβρουάριο.
Αυτά τα δύο στοιχεία αποτυπώνουν τον πόλεμο του Βλαντιμίρ Πούτιν, εφόσον Ρωσία και Ουκρανία είναι μεγάλοι εξαγωγείς ενέργειας και αγροτικών προϊόντων. Εξαιρώντας τα ευμετάβλητα στοιχεία της ενέργειας και των ανεπεξέργαστων τροφίμων, ο πληθωρισμός δείχνει να ενισχύεται πιο συγκρατημένα στο 3,2% σε ετήσια βάση τον Μάρτιο από το 2,9% τον Φεβρουάριο. Τα βιομηχανικά αγαθά, εξαιρουμένης της ενέργειας, αποδείχθηκαν κατά 3,4% ακριβότερα απ’ ό,τι πριν από ένα χρόνο, ενώ τον Φεβρουάριο το ποσοστό ήταν 3,1% σε ετήσια βάση.
Οι συνέπειες από την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία τροφοδοτούν μια τεράστια άνοδο των δεικτών πληθωρισμού στην Ευρωζώνη
Ενδεχομένως τα στοιχεία αυτά να εμπεριέχουν επιπλέον ορισμένες έμμεσες επιπτώσεις από την άνοδο πετρελαίου και φυσικού αερίου, διότι οι επιχειρήσεις μετακύλισαν το υψηλότερο κόστος παραγωγής τους στους πελάτες τους. Ο δε πληθωρισμός στις τιμές των υπηρεσιών ανήλθε στο 2,7%, από το 2,5% σε ετήσια βάση τον Φεβρουάριο.
Οι συνέπειες από την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία τροφοδοτούν μια τεράστια άνοδο των δεικτών πληθωρισμού στην Ευρωζώνη. Εντούτοις, αντιθέτως με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου παρατηρείται υπερβολική ζήτηση χάρη στην εξαιρετικά χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, ακόμα και τώρα το μεγαλύτερο μέρος του πληθωρισμού της Ευρωζώνης εξακολουθεί να είναι παροδικό. Οι υψηλές τιμές χονδρικής στην ενέργεια και τα συνεχιζόμενα κωλύματα στην προμηθευτική αλυσίδα επί του παρόντος συντείνουν στην ανοδική πορεία των τιμών καταναλωτή.
Εάν δεν διακοπούν σχεδόν πλήρως οι εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία και οι ελλείψεις σε προμήθειες από τη Νοτιοανατολική Ασία λυθούν σταδιακά, οι δείκτες πληθωρισμού στην Ευρωζώνη από τον Μάιο και μετά θα αποκλιμακώνονται. Συνεπώς η ΕΚΤ διαθέτει περισσότερο χρόνο από τη Fed για να αναδιπλωθεί ως προς τη νομισματική πολιτική της.
Ωστόσο, οι δαπάνες για την πράσινη μετάβαση και οι γενναιόδωρες δημοσιονομικές πολιτικές ενδεχομένως να διατηρήσουν ανοδική την τάση του πληθωρισμού. Κατά τις εκτιμήσεις μας, τέλος, ο πληθωρισμός κατά μέσον όρο το 2024 στην Ευρωζώνη θα διαμορφωθεί στο 2,3%.
* Ο κ. Σάλομον Φίντλερ είναι οικονομολόγος της Berenberg Bank