Kathimerini.gr
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την παγκόσμια ανάπτυξη είναι «η αβεβαιότητα και τώρα επικρατεί αβεβαιότητα σχετικά με το τι φέρνει μαζί της η δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ στο τιμόνι των ΗΠΑ». Η δήλωση ανήκει στον Λούις Ογκάνες, επικεφαλής του τομέα μακροοικονομικών ερευνών στην JPMorgan και αναφέρεται σε όσα μπορεί να συνεπάγεται η πολιτική του νέου προέδρου των ΗΠΑ και σε όσα θα υλοποιήσει από τις εξαγγελίες του κατά την προεκλογική περίοδο και μετά την εκλογή του.
Αν υλοποιήσει την απειλή του για δασμούς έως και 60% στις εισαγωγές από την Κίνα, τα κινεζικά προϊόντα θα γίνουν σαφώς πιο ακριβά στις ΗΠΑ. Αυτό συνεπάγεται επιτάχυνση του πληθωρισμού και πιθανώς διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλότερα επίπεδα. Εν ολίγοις, πολύ δύσκολη χρονιά για την παγκόσμια οικονομία, που σύμφωνα με το ΔΝΤ δεν θα αναπτυχθεί περισσότερο από 3,2% σε όλο το 2025. Ακριβώς μια εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα, η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ προχώρησε σε μια ακόμη μείωση επιτοκίων διευκολύνοντας τη ζωή όσων Αμερικανών αποπληρώνουν δάνεια. Η αντίδραση των αγορών ήταν, όμως, αρνητική και οι τιμές των μετοχών υποχώρησαν, καθώς ο επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, προειδοποίησε πως τελικά θα προχωρήσει σε λιγότερες μειώσεις επιτοκίων μέσα στο 2025.
Οι εξαγγελίες του νέου προέδρου των ΗΠΑ, σε έναν κόσμο εξαρτημένο από το εμπόριο, μπορεί να βυθίσουν τη διεθνή οικονομία στην ύφεση, προειδοποιούν αναλυτές
Στο μεταξύ, από τον Νοέμβριο και τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έχει πάψει να απειλεί με όλο και περισσότερους δασμούς τους εμπορικούς εταίρους της υπερδύναμης και κατά κύριο λόγο την Κίνα, τον Καναδά και το Μεξικό. Οπως τονίζει ο Ογκάνες, «η υπερδύναμη υιοθετεί μια στάση απομονωτισμού, αυξάνει τους δασμούς και προσπαθεί να προσφέρει πιο αποτελεσματική προστασία στον αμερικανικό μεταποιητικό τομέα». Ο ίδιος εκτιμά πως ακόμη κι αν κατορθώσει με αυτόν τον τρόπο να τονώσει την ανάπτυξη στις ΗΠΑ, έστω βραχυπρόθεσμα, θα καταφέρει πλήγμα σε πολλές χώρες που βασίζονται στις εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Μορίς Ομπστφελντ, οικονομολόγο και πρώην στέλεχος του ΔΝΤ, αλλά και πρώην σύμβουλο του προέδρου Ομπάμα, οι νέοι δασμοί «θα είναι απολύτως καταστρεπτικοί» για τις οικονομίες του Μεξικού και του Καναδά και τελικά επιζήμιοι για την αμερικανική οικονομία.
Ο εν λόγω οικονομολόγος επικαλείται το παράδειγμα μιας βιομηχανίας που «εξαρτάται από μια εφοδιαστική αλυσίδα συνδεδεμένη με τρεις χώρες, αλλά όταν επέρχεται ρήγμα στην εφοδιαστική αλυσίδα ακολουθούν εκτεταμένες ζημίες στην αγορά αυτοκινήτων». Στην περίπτωση αυτή μπορεί να ακολουθήσει άνοδος των τιμών, μείωση της ζήτησης για τα προϊόντα και πλήγμα στην κερδοφορία της εταιρείας, που με τη σειρά της θα έχει αντίκτυπο στα επίπεδα των επενδύσεων. Για τον κ. Ομπστφελντ, που είναι στέλεχος του Ινστιτούτου Πέτερσον για τη διεθνή οικονομία, η κατακλείδα είναι πως «η επιβολή τέτοιου είδους δασμών σε έναν κόσμο εξαρτημένο από το εμπόριο μπορεί να πλήξει την ανάπτυξη και να βυθίσει την παγκόσμια οικονομία στην ύφεση». Μπορεί, άλλωστε, να προκαλέσει αλλεπάλληλες πολιτικές κρίσεις με άγνωστες συνέπειες, όπως καταδεικνύει η παραίτηση του Καναδού πρωθυπουργού Τζάστιν Τριντό, που σαφώς σχετίζεται με την απειλή των δασμών.
Οι δασμοί ενδέχεται επίσης να πλήξουν τον μεταποιητικό τομέα του Μεξικού, που βασίζεται στις εξαγωγές. Αν και το μεγαλύτερο μέρος του διμερούς εμπορίου Κίνας – ΗΠΑ υπόκειται ήδη σε δασμούς που επέβαλε ο Τραμπ κατά την πρώτη θητεία του, η απειλή των νέων δασμών μπορεί να αποτελέσει μείζονα κίνδυνο για τη δεύτερη οικονομία του κόσμου και ειδικότερα για το νέο έτος. Στην ομιλία του για το νέο έτος, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αναγνώρισε πως υπάρχουν «προκλήσεις και αβεβαιότητες από το εξωτερικό περιβάλλον» αλλά τόνισε πως «η κινεζική οικονομία βρίσκεται σε τροχιά ανόδου». Για την Κίνα οι εξαγωγές είναι κρίσιμης σημασίας. Αν επιβληθούν υψηλοί δασμοί και ακολουθήσει πτώση της ζήτησης λόγω των αυξημένων τιμών, θα πολλαπλασιαστούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κινεζική οικονομία εντός της χώρας όπως η πτώση των καταναλωτικών δαπανών και των εταιρικών επενδύσεων που προσπαθεί επίμονα να αντιμετωπίσει η ηγεσία της.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα οι προσπάθειες του Πεκίνου αποδίδουν, γι’ αυτό και αναβάθμισε την πρόβλεψή της για ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας από το 4,1% στο 4,5% για το 2025. Δεδομένου, όμως, ότι κλιμακώνεται η ένταση ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο και αναμένεται να κλιμακωθεί περαιτέρω υπό τον Τραμπ, πολλές εταιρείες προσπαθούν να βρουν εναλλακτικούς προμηθευτές ή εναλλακτικούς εμπορικούς εταίρους. Χρειάστηκαν, όμως, 30 με 40 χρόνια για να αναδυθεί η Κίνα ως ισχυρός προμηθευτής των παγκόσμιων βιομηχανιών, γι’ αυτό και το πρόβλημα είναι σοβαρό για πολλές εταιρείες που δεν έχουν προετοιμαστεί για να υποκαταστήσουν την Κίνα στην εφοδιαστική τους αλυσίδα ή στις εμπορικές τους σχέσεις.