ΚΥΠΕ
Μετά από μια έντονη συζήτηση η Ολομέλεια της Βουλής ψήφισε κατά πλειοψηφία νόμο που ποινικοποιεί την ψευδή κατάθεση στην Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας. Προβλέπει επίσης την αύξηση της προβλεπόμενης ποινής για το αδίκημα εκφοβισμού προσώπου που προτίθεται να υποβάλει παράπονο.
Τη σχετική πρόταση νόμου κατέθεσε ο Βουλευτής του ΔΗΣΥ Νίκος Γεωργίου και ψηφίστηκε με 18 ψήφους υπέρ και 15 εναντίον.
Εξηγώντας την πρόταση, ο κ. Γεωργίου ανέφερε ότι αυτή καλύπτει ένα νομοθετικό κενό στην Ανεξάρτητη Αρχή και διαφυλάττει την αξιοπρέπεια των αστυνομικών, εναντίον των οποίων γίνονται πολλές ψευδείς καταγγελίες, αφού αυξάνει την ποινή φυλάκισης και τη χρηματική ποινή. Σημείωσε ότι από τις 1100 υποθέσεις που ήρθαν στην Αρχή πέραν από 50% απορρίφθηκαν και έκανε λόγο για εγκληματικά στοιχεία, που εκδικούνται αστυνομικούς που εξιχνίασαν τις παρανομίες τους και ακόμα και ψευδείς καταγγελίες από παράνομους μετανάστες για να παρατείνουν τη διαμονή τους. Είπε ακόμα ότι γίνονται καταγγελίες ώστε μέχρι να διερευνηθεί το αδίκημα να αναστέλλεται η ποινική δίωξη και στη συνέχεια να παραγράφεται. Όπως είπε, αυτό έχει ως συνέπεια να αποστεώνεται και να απονευρώνεται το αστυνομικό σώμα και να πλήττονται έντιμοι αστυνομικοί, που ανά πάσα στιγμή βρίσκονται στο μικροσκόπιο των ανακρίσεων.
Σημείωσε επίσης ότι κανένα έντιμος πολίτης του οποίου παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα και θέλει να κάνει καταγγελία δεν έχει λόγο να ανησυχεί, αλλά πρέπει να ανησυχούν εκείνοι, που θεωρούν την Αστυνομία σάκο του μποξ. Ανέφερε ακόμα ότι η πρότασή του έχει τη συγκατάθεση όλων των θεσμικών φορέων.
Ο Βουλευτής του ΕΛΑΜ Σωτήρης Ιωάννου είπε ότι εξόφθαλμες καταγγελίες εναντίον αστυνομικών έχουν απορριφθεί και γίνονται είτε για να καθυστερήσουν υποθέσεις, είτε εκδικητικά. Πρόσθεσε ότι αρκετοί αστυνομικοί αντί να εκτελούν απρόσκοπτα τα καθήκοντά τους είναι γεμάτοι με ανοιχτές πειθαρχικές, που καταρρέουν.
Ο Βουλευτής του ΔΗΚΟ Παύλος Μυλωνάς είπε ότι την Αστυνομία την κατέστρεψε το σύνολο του πολιτικού και μιντιακού συστήματος που ο καθένας με κάθε ευκολία στοχοποιεί αστυνομικούς. Εξέφρασε ωστόσο ανησυχία για τη νομοθεσία και για το ποιος θα κρατά την ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων των πολιτών και της Αστυνομίας, στην οποία υπάρχουν και κάποια εγκληματικά στοιχεία. Παράλληλα είπε ότι η Αστυνομία τρέχει πίσω από τις ανησυχίες που έχουν τα «Επιτροπάτα της ΕΕ» για προσωπικά δεδομένα και άλλα και στο τέλος της ημέρας δεν κάνει τη δουλειά της για να προσφέρει ασφάλεια στον πολίτη. Εξέφρασε έγνοια μήπως με την πρόταση δημιουργηθεί ένα νομοθετικό τερατούργημα.
Ο μεμονωμένος σοσιαλιστής Βουλευτής Κωστής Ευσταθίου ανέφερε ότι η Αρχή έχει σκοπό να προστατεύσει τον πολίτη από παραβιάσεις δικαιωμάτων από κάποιους κακούς αστυνομικούς. Πρόσθεσε ότι η πρόταση είναι εκτός τόπου και χρόνου, αφού η Αρχή είναι παράπονα που εξετάζει και όχι καταγγελίες. Τα παράπονα αυτά, πρόσθεσε, απορρίπτονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία γιατί αφορούν γεγονότα που γίνονται ελλείψει μαρτύρων, σε αστυνομικούς σταθμούς, σε βράδυνες ώρες και με τη συμπαράσταση αδυνάτων χαρακτήρων που δεν τολμούν να επιβεβαιώσουν. Διερωτήθηκε τι μήνυμα θα σταλεί στην κοινωνία και ειδικά στους πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος.
Ο Βουλευτής του ΔΗΚΟ Ζαχαρίας Κουλίας χαρακτήρισε την πρόταση νόμου σωστή και εμπεριστατωμένη, αναφέροντας ότι δεν θα καταργηθεί η Αρχή ή τα παράπονα εναντίον της Αστυνομίας. Πρόσθεσε ότι η πλειοψηφία του αστυνομικού σώματος συμπεριφέρεται σωστά και δεν παρεκτρέπεται όπως στο παρελθόν. Σημείωσε ότι με το ψύλλου πήδημα καταγγέλλονται αστυνομικοί γιατί δεν βολεύει κάτι που έχει κόστος και για τον πολίτη.
Η Βουλευτής Λευκωσίας Αλεξάνδρα Ατταλίδου υπενθύμισε τη βία που ασκήθηκε πριν από κάποια χρόνια από την Αστυνομία σε δύο νέα παιδιά και αποδείχθηκε από βίντεο πολίτη. Αναφέρθηκε επίσης ότι ήταν παρούσα σε διαδήλωση κατά της διαφθοράς και είδε με τα μάτια της τι έκανε η Αστυνομία. Σημείωσε ότι ο πολίτης είναι ο αδύνατος κρίκος και πρέπει να διασφαλιστεί, έστω κι αν γίνεται κατάχρηση, ότι υπάρχουν όλες οι δίοδοι που έχει ο πολίτης για να κάνει το παράπονό του. Ανέφερε ότι δεν μπορεί για τους λόγους αυτούς, να ψηφίσει το νόμο.
Ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ Άριστος Δαμιανού ανέφερε ότι σε μια Αρχή διερεύνησης παραπόνων, που δεν έχει επιδείξει εκείνη τη σωρεία αποφάσεων που δείχνει ότι είναι αυστηρή, ελλοχεύει ο κίνδυνος ο μέσος πολίτης να φοβάται να κάνει παράπονο. Ανέφερε ότι αν υπάρξει ποινικοποίηση τα αποτελέσματα θα είναι αντίθετα σε σχέση με τους σκοπούς της Αρχής. Ανέφερε ότι από την εμπειρία του ως δικηγόρος, περιπτώσεις ισχυρισμών για κακοποίηση δεν ήταν μια στημένη σκευωρία. Δεν είναι ο κανόνας που νομοθετείται, πρόσθεσε, αλλά η εξαίρεση.
Ο Βουλευτής της ΔΗΠΑ – Συνεργασία Αλέκος Τρυφωνίδης ανέφερε ότι δεν θέλουν να περιορίσουν το δικαίωμα του πολίτη να κάνει παράπονο, αλλά θα πρέπει να σκεφτούν και τους σωστούς αστυνομικούς που είναι η πλειοψηφία και με ένα τραβηγμένο παράπονο μπαίνουν σε μια πολύ δύσκολη διαδικασία. Πρόσθεσε ότι και στην Αρχή γίνεται σοβαρή δουλειά, εκσυγχρονίζεται και αναδομείται.
Ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ Γιώργος Λουκαΐδης ανέφερε ότι υπήρχαν ήδη μηδαμινές πιθανότητες ενός πολίτη να δικαιωθεί το παράπονό του και τώρα με πρόταση νόμου λέμε σε εκείνον που θα τα βάλει με όργανο της τάξης ότι έχει πιθανότητες να πάει φυλακή σε περίπτωση που η καταγγελία είναι ψευδής και αβάσιμη.
Η Βουλευτής του ΑΚΕΛ Ειρήνη Χαραλαμπίδου είπε ότι όλα αυτά θα αποθαρρύνουν τους πληροφοριοδότες να δίνουν πληροφορίες και ότι ως Πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει θετική ψήφο σε μια τέτοια πρόταση νόμου. Εισηγήθηκε επίσης να μπουν κάμερες στις στολές αστυνομικών, όπως γίνεται σε άλλες χώρες, ώστε να προληφθούν οι ψευδείς καταγγελίες.
Τροποποίηση ποινικού κώδικα για το αδίκημα της δημόσιας βλάβης
Παράλληλα η Βουλή ενέκρινε ομόφωνα νόμο που τροποποιεί τον Ποινικού Κώδικα, ώστε να στοιχειοθετείται το αδίκημα της δημόσιας βλάβης όχι μόνο στις περιπτώσεις όπου η ψευδής κατάθεση που αφορά σε κατά φαντασία ποινικό αδίκημα δίδεται σε αστυνομικό, αλλά και όταν δίδεται σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο εξουσιοδοτείται να διενεργεί ανακρίσεις σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.