Kathimerini.com.cy
Αντιδράσεις προκάλεσε η απόφαση της διεύθυνσης του ΡΙΚ να προβεί σε αλλαγές στην εκπομπή Πρωινό Δρομολόγιο του Τρίτου προγράμματος σύμφωνα με τα όσα αναφέρει σε δημοσίευμα της η εφημερίδα Πολίτης . Οι δύο παρουσιάστριες της εκπομπής Ελένη Βρεττού και Πώλα Σπόντα ενημερώθηκαν για τις αλλαγές χωρίς να ζητηθεί η άποψη τους με αποτέλεσμα να αποστείλουν επιστολή στον Διευθυντή Ειδήσεων του ΡΙΚ ζητώντας την άμεσή απαλλαγή τους από την παρουσίαση της εκπομπής και την ανάθεση άλλων καθηκόντων εκτός του τμήματος ειδήσεων.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα ένα άλλο θέμα στο οποίο αναφέρονται στην επιστολή τους είναι η δυσφορία τους για τον τρόπο που έτυχε χειρισμού το θέμα της συναδέλφου τους Δέσποινας Ρούσου. Η κυρία Ρούσου ενημερώθηκε ότι θα της αφαιρεθούν αρμοδιότητες που είχε στο Πρωινό Δρομολόγιο με την αιτιολογία ότι η εκπομπή θα πρέπει να γίνει πιο διαδραστική.
Η κυρία Ρούσου που αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας υπέβαλε παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως. Με επιστολή της προς τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου και τον Γενικό Διευθυντή του ΡΙΚ η κυριά Μαρία Στυλιανού Λοττίδη αναφέρει μεταξύ άλλων στα προκαταρτικά της συμπεράσματα τα εξής, «Η παραπονούμενη μέχρι σήμερα ασκούσε τα καθορισμένα καθήκοντα και αρμοδιότητές της στην εκπομπή «Πρωινό Δρομολόγιο» χωρίς να έχει διαφανεί οποιαδήποτε πλημμέλεια εκ μέρους της. Συνακόλουθα, η αναπηρία της δεν την παρεμπόδιζε με οιονδήποτε τρόπο να ανταποκρίνεται επαρκώς στις εργασιακές της υποχρεώσεις, ούτε είχε, για το σκοπό αυτό, απαιτήσει να της παραχωρηθούν οιεσδήποτε εύλογες προσαρμογές, όπως διαφοροποίηση του ωραρίου εργασίας, απαλλαγή από καθήκοντα, παρότι ως άτομο με αναπηρία είχε δικαίωμα να ενεργήσει προς την κατεύθυνση αυτή. Συγχρόνως, δε, το δικαίωμα της για ίση μεταχείριση στην εργασία διασφαλιζόταν αφού δεν τύγχανε οποιασδήποτε δυσμενούς διάκρισης σε σχέση με την πρόσβαση της στην εργασία και την απασχόληση, μέχρι σήμερα. Εντούτοις, ο Διευθυντής Ειδήσεων μαζί με τρίτο πρόσωπο που δεν έχει οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση με την παραπονούμενη, της έθεσαν, όπως μας πληροφόρησε η παραπονούμενη, εκβιαστικά και χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία ή εκ των προτέρων ειδοποίηση, το δίλημμα είτε να αποδεχτεί διαφοροποίηση των εργασιακών της συνθηκών και καθηκόντων είτε να μην προσέρχεται στο χώρο εργασίας της. Κατ’ επέκταση, ανακύπτει σαφώς, απ’ όσα έχουν τουλάχιστον τεθεί ενώπιον μας, ότι η παραπονούμενη έχει υποστεί απαξιωτική και εξευτελιστική συμπεριφορά, γεγονός που είχε και εξακολουθεί να έχει, άμεση επίπτωση στην κατάσταση της υγείας της. Πέραν, δε, των ανωτέρω η διαφοροποίηση των συνθηκών εργασίας και απασχόλησης της παραπονούμενης που πλέον, βάσει των όσων μας έχει αναφέρει, δεν είναι ούτε δίκαιες και ευνοϊκές αλλά ούτε φαίνεται να δικαιολογούνται οποιεσδήποτε επιπρόσθετες ανάγκες στις οποίες η παραπονούμενη δεν μπορεί να ανταποκριθεί, ακόμη και με την παραδοχή εύλογων προσαρμογών .
Κατά συνέπεια, θα πρέπει το ΡΙΚ να αντιμετωπίσει και να διερευνήσει άμεσα και χωρίς καθυστέρηση, την υποτίμηση των καθηκόντων τα οποία μέχρι σήμερα εκτελούντο χωρίς κανένα πρόβλημα στο χώρο εργασίας και, βάσει των όσων έχουν προλεχθεί, της διάκρισης που έχει βιώσει η παραπονούμενη, λόγω της απουσίας ευνοϊκότερης μεταχείρισης. Αυτό σημαίνει ότι ένεκα της αναπηρίας όχι μόνο δεν έπρεπε να απομακρυνθεί από τα καθήκοντα τα οποία εκτελούντο στο ακέραιο, αλλά σε περίπτωση που παρουσιάζετο πρόβλημα, έπρεπε να είχαν δοθεί οι απαραίτητες εύλογες προσαρμογές, ως θετική δράση, για άρση των όποιων εμποδίων. Υπενθυμίζω πως η απουσία ευνοϊκής μεταχείρισης σε άτομα με αναπηρία συνιστά διάκριση και η παροχή στήριξης και ευνοϊκότερης μεταχείρισης αποτελεί μονόδρομο με βάση το Ενωσιακό Δίκαιο όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, καθώς επίσης και στα πλαίσια της εφαρμογής της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες. Ως εκ τούτου, παρακαλώ όπως επανεξετάσετε το ενδεχόμενο αποκατάστασης της παραπονούμενης στις εργασιακές συνθήκες που ίσχυαν πριν λάβει χώρα το εν λόγω περιστατικό, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη και η ισότιμη μεταχείρισή της στον εργασιακό της χώρο».