ΚΥΠΕ
Τον ρόλο και την ευθύνη των δημοσιογράφων για την ορθή χρήση, τη διαφύλαξη και την καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας, ανέδειξε την Τρίτη ο Ομότιμος Καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην Πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μπαμπινιώτης, σε ομιλία του σε εκδήλωση που διοργάνωσε το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών με θέμα «Δημοσιογραφικός λόγος», ενώ μετά τη διάλεξη ακολούθησε συζήτηση με θέμα «Δημοσιογραφικός Λόγος: Ακαδημαϊκές και Πρακτικές Προσεγγίσεις» στην οποία συμμετείχαν εμπειρογνώμονες, ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι.
Τον Καθηγητή Μπαμπινιώτη καλωσόρισε η Διευθύντρια του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, Αλίκη Στυλιανού, εκφράζοντας τη χαρά και την ευγνωμοσύνη της για την παρουσία του Καθηγητή Μπαμπινιώτη στην εκδήλωση. Δήλωσε ότι «το να γνωρίζει κάποιος καλά τη μητρική του γλώσσα πέρα από οτιδήποτε άλλο, είναι θέμα αυτογνωσίας», ενώ επεσήμανε ότι το να γνωρίζει κάποιος την ελληνική γλώσσα είναι προνόμιο αλλά και ευθύνη. Υπέδειξε ότι αυτό ακριβώς αναδεικνύεται στον δημοσιογραφικό λόγο, όχι απλά ως προς την καταγραφή των καθημερινών συμβάντων, αλλά ως προς την διαμόρφωση συνειδήσεων εντυπώσεων και αντιλήψεων σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Επιπρόσθετα, η κ. Στυλιανού αναφέρθηκε και στην έλευση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τον αντίκτυπο στη δημοσιογραφική γλώσσα.
Ο Καθηγητής Μπαμπινιώτης στην ομιλία του δήλωσε ότι στόχος θα πρέπει να είναι η «κατάκτηση» της μητρικής γλώσσας, εξηγώντας ότι «όταν μιλάμε για τη γλώσσα πρέπει να έχουμε μια τριπλή θεώρηση: τη νόηση, τις έννοιες και τις λέξεις. Και για να συνδεθούν οι λέξεις υπάρχει η σύνταξη και η γραμματική».
Παράλληλα, ο Καθηγητής Μπαμπινιώτης είπε ότι το σχολείο και το σπίτι αποτελούν τους πυλώνες για την κατάκτηση της μητρικής γλώσσας, ενώ εξίσου βαρύνοντα λόγο, όπως ανέφερε, έχουν και τα μέσα ευρείας ενημέρωσης. Επεσήμανε ότι καθοριστικό ρόλο έχουν τα δεκατέσσερα χρόνια κατά τα οποία τα παιδιά εκπαιδεύονται και μαθαίνουν τη γλώσσα στο σχολείο λέγοντας ότι «το σχολείο είναι καθοριστικός χώρος διότι εκεί θα γίνει βασικά η κατάκτηση και η συνειδητοποίηση της γλώσσας».
Πρόσθεσε ότι τα μέσα ευρύτερης επικοινωνίας έχουν σημαντικό ρόλο για την καλλιέργεια της γλώσσας καθώς, όπως είπε, «από τη στιγμή που αφήνουμε το σχολείο -αλλά και κατά τη διάρκεια του σχολείου- μέχρι το τέλος της ζωής μας είμαστε ‘εξαρτημένοι’ από την ενημέρωση που έχουμε, από εφημερίδες, τηλεόραση, ραδιόφωνο και διαδικτυακό χώρο».
Αναφερόμενος στο δημοσιογραφικό λόγο ο Καθηγητής Μπαμπινιώτης σημείωσε ότι είναι ένας κατ’ εξοχήν επιδραστικός λόγος, εξίσου σημαντικός με το σχολείο, καθώς με τα ακούσματα και το διάβασμα διαμορφώνεται ο λόγος και η γλώσσα του ατόμου.
Υπογράμμισε ότι από τη στιγμή που ο λόγος του δημοσιογράφου είναι δημόσιος, επωμίζεται μια τεράστια ευθύνη λόγω της συνεχούς ενημέρωσής του κοινού από τα μέσα, «τα οποία λειτουργούν ως ένα άλλο σχολείο, πιο δυνατό, πιο επιδραστικό και λειτουργούν ως πρότυπο γλώσσας».
Ο Καθηγητής Μπαμπινιώτης προέβη σε μια ανάλυση της εξέλιξης της δημοσιογραφίας από τον Τύπο, στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο και την ηλεκτρονική ενημέρωση. Εξήγησε ότι ο δημοσιογραφικός λόγος είναι παραγωγή κειμένων -προφορικών και γραπτών- μέσα από τύπους κειμένων που υπάρχουν όπως ο επιστημονικός, ο διαφημιστικός, ο υποτιτλισμός και άλλα. Σημείωσε ότι πολλές φορές τα προφορικά και τα γραπτά λάθη στη γλώσσα των δημοσιογράφων περνάνε και στους ακροατές-πολίτες.
Περνώντας σε ανάλυση της επικοινωνίας έκανε λόγο για πρόσληψη και παραγωγή κειμένων και μίλησε για τον «κειμενικό κόσμο» σημειώνοντας ότι αυτό που πάντοτε έχει σημασία είναι το κείμενο να έχει ουσία και «κειμενικότητα». Αναφέρθηκε εκτενώς στις πτυχές της κειμενικότητας όπως τα πεδία, τους παράγοντες και τις λειτουργίες των κειμένων, ενώ προέβη και σε ανάλυση των στοιχείων που θα πρέπει να εμπεριέχονται στα κείμενα και δη στα δημοσιογραφικά κείμενα.
Δήλωσε ακόμη, ότι «ο δημοσιογράφος είναι ένας κόσμος κειμένων» και θα πρέπει πάντοτε να ξέρει ποιο είναι το κοινό στο οποίο απευθύνεται, στον αναγνώστη, αλλά και στο περιεχόμενο. Είπε ακόμη ότι τόσο η παραγωγή όσο και η πρόσληψη πληροφοριών είναι κατεξοχήν δυναμικές διαδικασίες και όχι αυτοματισμοί, εάν γίνονται με έναν επαρκή και σωστό τρόπο. Μίλησε για την σημασία της ορθής σύνταξης και της εικόνας των λέξεων σημειώνοντας ότι «ο δημοσιογράφος πρέπει να έχει μια καλή σχέση με τη σύνταξη και οι δημοσιογράφοι έχετε ευθύνη για ποιοτικό λόγο».
Πρόταξε την ανάγκη για περισσότερες εκπομπές λόγου στην τηλεόραση, αλλά και στο ραδιόφωνο όπου ο κόσμος να μπορεί να ακούει «περισσότερα και καλά ελληνικά», ενώ επεσήμανε και τον ρόλο της «αυτομόρφωσης» την ευαισθησία δηλαδή για καλλιέργεια και κατανόηση της γλώσσας από το ίδιο το άτομο.
«Δημοσιογραφικός Λόγος: Ακαδημαϊκές και Πρακτικές Προσεγγίσεις»
Επί τάπητος τέθηκε το θέμα του δημοσιογραφικού λόγου μέσα από ακαδημαϊκές και πρακτικές προσεγγίσεις με συμμετέχοντες τον Καθηγητή Μπαμπινιώτη, τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Frederick, Γεώργιο Δημοσθένους, τον Αναπληρωτή Κυβερνητικό Εκπρόσωπο, Γιάννη Αντωνίου, την Πρόεδρο της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, Έλλη Κοτζαμάνη, τον Πρόεδρο της Ένωσης Συντακτών, Γιώργο Φράγκο και την Πρώτη Λειτουργό Εκπαίδευσης, Ειρήνη Ροδοσθένους. Τη συζήτηση συντόνισε ο Διευθυντής του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων, Ντίνος Φοινικαρίδης.
Δίνοντας το πλαίσιο της συζήτησης ο κ. Φοινικαρίδης είπε ότι δημοσιογραφία και γλώσσα πάνε μαζί παραθέτοντας, μεταξύ άλλων, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η παραδοσιακή δημοσιογραφία όπως είναι οι «επίπλαστες» ειδήσεις και οι τεχνολογικές εξελίξεις με τελευταία την τεχνητή νοημοσύνη.
Ο Καθηγητής Μπαμπινιώτης αναπτύσσοντας τη σημασία της γλώσσας στη δημοσιογραφία είπε ότι έχει μια θετική στάση όσον αφορά την τεχνητή νοημοσύνη, επισημαίνοντας τον ρόλο του δημοσιογράφου στα θέματα της γλώσσας. «Θεωρώ ότι ο δημοσιογράφος είναι με τον δικό του τρόπο, δάσκαλος», είπε και εξήγησε ότι «για αυτό τον λόγο ο δημοσιογράφος έχει αυξημένες ευθύνες και εξ ορισμού πρέπει να είναι άριστος χρήστης και γνώστης της γλώσσας, κάτι που δεν είναι εύκολο».
Πρόσθεσε ότι ως επίδοξος διαμορφωτής της κοινής γνώμης, ο δημοσιογράφος θα πρέπει να καταβάλλει προσπάθεια να παραχθεί ένας ποιοτικός λόγος υπογραμμίζοντας ότι στα γραφόμενα/λεγόμενα θα πρέπει να υπάρχει ήθος, εγκυρότητα και αξιοπιστία, ενώ έθιξε και το θέμα της ελευθερίας του λόγου. Μιλώντας για το θέμα της ταχύτητας και της ανάγκης για έγκαιρη παράδοση κειμένων, ο Καθηγητής Μπαμπινιώτης είπε ότι εξαιτίας αυτού έχει υποχωρήσει η ποιότητα της γλώσσας.
Από πλευράς του ο κ. Δημοσθένους αναλύοντας τη συμβολή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη διαμόρφωση των νέων δημοσιογράφων αναφέρθηκε στην πορεία της δημοσιογραφίας στην Κύπρο και στην συμβολή των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. Σημείωσε ότι τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για σπουδές στη δημοσιογραφία δεν είναι το ίδιο σε σύγκριση με παλαιότερα.
Παράλληλα, μιλώντας για το θέμα της τεχνητής νοημοσύνης ο κ. Δημοσθένους είπε ότι «δεν θα πρέπει να εναντιωνόμαστε σε τέτοιες εξελίξεις» υποδεικνύοντας ότι η πολιτική του πανεπιστημίου είναι η ένταξή της σε προγράμματα σπουδών, ενώ καθηγητές αξιοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη σε μαθήματά τους. Υπογράμμισε ότι η όποια χρήση ελέγχεται προς αποφυγή επίπλαστων πληροφοριών ή τοποθετήσεων.
Ο Αναπληρωτής Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Γιάννης Αντωνίου από πλευράς του ανέπτυξε το ζήτημα της χρήσης της γλώσσας στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και τη διαχείριση της δημόσιας επικοινωνίας, ενώ προέβη και σε ανάλυση του ρόλου του Γραφείο του Κυβερνητικού Εκπροσώπου και του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών.
Ανέφερε ότι υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι απόδοσης της επικοινωνιακής πολιτικής και κατ’ επέκταση της γλώσσας, αναλόγως του ακροατηρίου, ενώ ανέδειξε και τις αλλαγές που επήλθαν στη χρήση της γλώσσας λόγω και της «ψηφιακής επανάστασης». Σημείωσε ότι εξαιτίας των νέων ψηφιακών εφαρμογών έγινε αναπροσαρμογή του περιεχομένου με πολλαπλές εκπτώσεις σε γραμματική και συντακτικό.
Ο κ. Αντωνίου, με την ιδιότητά του και ως πρώην δημοσιογράφος, αναφέρθηκε και στην «επέλαση της δημοσιογραφίας των κλικς (clikbait) στο διαδίκτυο», αλλά και στους παραπλανητικούς/ελκυστικούς τίτλους. Υπογράμμισε την σημασία για εγκυρότητα, ακρίβεια και αξιοπιστία των κειμένων των δημοσιογράφων. Έθεσε ακόμα το ζήτημα της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, ενώ σημείωσε ότι η «εντυπωσιοθηρία» βαίνει εις βάρος της ενημέρωσης.
Η κ. Κοτζαμάνη στη δική της τοποθέτηση πρόβαλε την ηθική διάσταση του δημοσιογραφικού λόγου λέγοντας ότι «στη δημοσιογραφία η ηθική είναι συνώνυμη με την δεοντολογία, άρα η γλώσσα ταυτίζεται με το περιεχόμενο». Αναφέρθηκε στην σημασία της δημοσιογραφικής δεοντολογίας που θα πρέπει να ακολουθείται από πλευράς δημοσιογράφων, ενώ εξήγησε και την εξέλιξή της από τη δεκαετία του 1990.
Παράλληλα, η κ. Κοτζαμάνη μίλησε για την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, τονίζοντας ότι «βασική αρχή της δημοσιογραφίας είναι η αλήθεια». Ακόμη έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου λόγω της ανεξέλεγκτης ροής πληροφοριών στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, σημειώνοντας ότι η αλήθεια θα πρέπει να είναι εξαρτημένη από την επαλήθευση και δεν θα πρέπει να προσπερνάται λόγω της ανάγκης για ταχύτητα.
Μιλώντας για το ζήτημα της δημοσιογραφίας – φιλαναγνωσίας και αναγνωστικής κουλτούρας ο Πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών, είπε ότι τον 19ο αιώνα η δημοσιογραφία και η λογοτεχνία ήταν «αδελφές», ενώ τον 21ο αιώνα είναι «μακρινοί συγγενείς». Πρόσθεσε ότι η αναγνωστική κουλτούρα ακολουθεί φθίνουσα πορεία κάτι που αντικατοπτρίζεται στον λόγο που εκφέρεται δημοσίως όπως είναι ο πολιτικός και ο δημοσιογραφικός.
Ο κ. Φράγκος πρόσθεσε ότι δυστυχώς, «το λεξιλόγιο συρρικνώνεται, οι φράσεις κλισέ και τα στερεότυπα ηγεμονεύουν, οι αγγλισμοί πληθαίνουν και η δε σύνταξη και η γραμματική δεινοπαθούν». Επεσήμανε ότι η γλωσσική επάρκεια μόνο μέσα από συνεχές διάβασμα λογοτεχνικών έργων μπορεί να επιτευχθεί, υποδεικνύοντας ότι η φτώχεια στην έκφραση οδηγεί και μοιραία στην φτώχεια στην σκέψη. «Μη σταματήσετε ποτέ να διαβάζετε και να καλλιεργείτε τη γλωσσική σας υποδομή», είπε ο κ. Φράγκος.
Η κ. Ροδοσθένους, στη δική της τοποθέτηση επεσήμανε τη σημασία της σχολικής εκπαίδευσης στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης λέγοντας ότι είναι πολύ σημαντική η καλλιέργεια των εφοδίων και των αρετών των εκπαιδευτικών. Πρόσθεσε ότι η ευθύνη για την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης βαραίνει πρωτίστως τους εκπαιδευτικούς αλλά και το εκπαιδευτικό σύστημα.
«Να βοηθήσουμε τα παιδιά να κινηθούν έξω από το δικό τους πλαίσιο, να μπορούν να αξιολογήσουν πληροφορίες και να δώσουν τη δική τους θέση με ακρίβεια και διάκριση μεταξύ σχολίων και δεδομένων», είπε η κ. Ροδοσθένους σημειώνοντας ότι το Υπουργείο Παιδείας επενδύει, μεταξύ άλλων, στην ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και στην καλλιέργεια των δεξιοτήτων.
Μετά το πέρας της συζήτησης ακολούθησαν ερωτήσεις.