ΚΥΠΕ
Το θέμα της συμμόρφωσης της Διοίκησης με ακυρωτικές αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων συζητήθηκε εκτενώς το απόγευμα της Τετάρτης στο πλαίσιο της Ημερίδας Διοικητικού Δικαίου, που διοργάνωσαν στο Πανεπιστήμιο Κύπρου τo Ίδρυμα Κοινοβουλευτισμού και Συμμετοχικής Δημοκρατίας της Βουλής των Αντιπροσώπων και η Ακαδημία της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας.
Κοινή συνισταμένη των εισηγητών η έλλειψη αποτελεσματικού μηχανισμού στην Κυπριακή Δημοκρατία για τη συμμόρφωση της Διοίκησης με ακυρωτικές αποφάσεις, γεγονός που παραβιάζει το δικαίωμα αποτελεσματικής παροχής έννομης προστασίας.
Ο δικηγόρος, πρώην Βουλευτής Ανδρέας Αγγελίδης σε εισήγησή του με θέμα «Το Άρθρο 150 του Συντάγματος και η σχετική νομολογία» σημείωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο από την έναρξη της ισχύος του ως Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και για πολλά χρόνια μετέπειτα δεν ασχολήθηκε με την εφαρμογή του άρθρου 150 («Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται δικαιοδοσίαν να επιβάλλη ποινάς ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου τούτου») κι έκανε λόγο για «παράξενη αδράνεια, αδιαφορία και παραγνώριση συγκεκριμένης διάταξης Συντάγματος με συγκεκριμένη εντολή».
Εξήγησε δε πως αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι πως ελλείψει της νομοθεσίας που ζήτησε το Ανώτατο Δικαστήριο για να εφαρμόσει το άρθρο 150, νομοθεσίας, η οποία, ενώ ετοιμάστηκε δεν ψηφίστηκε λόγω ενδοιασμών που διατύπωσε ο τότε Γενικός Εισαγγελέας Πέτρος Κληρίδης, είναι μια συνεχής απάθεια της Διοίκησης έναντι ακυρωτικών αποφάσεων λόγω έλλειψης τιμωρίας.
Άρα, σημείωσε, «είναι η ώρα των ευθυνών, είναι η ώρα να μετατραπεί το ατομικό δικαίωμα καταφυγής στο Δικαστήριο σε πραγματική προστασία». Πρόσθεσε καταληκτικά πως αυτό που συμβαίνει στην περίπτωση της εφαρμογής του άρθρου 150 ότι το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο παραδίδει ουσιαστικά τη διάκριση των εξουσιών και αναγκάζεται να εφαρμόσει εκείνο που νομοθετική και εκτελεστική εξουσία του επέβαλαν να εφαρμόσει σε βάρος του ατομικού δικαιώματος της ίσης μεταχείρισης όλων όσων ανέμεναν να έχουν από τις εκκρεμούσες εφέσεις την ίδια δικαιοδοσία αντιμετώπισης.
Η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Στυλιανού – Λοττίδη μίλησε για τη «Συμμόρφωση στις εισηγήσεις της Επιτρόπου Διοικήσεως ως μέσο για την προώθηση της χρηστής διοίκησης σε μια σύγχρονη δημόσια υπηρεσία», τονίζοντας ότι ασκώντας τις αρμοδιότητες που του έχουν παραχωρηθεί και μέσω των εισηγήσεων του ο θεσμός του Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συνιστά ένα ισχυρό μέσο αφενός για την πρόληψη της κακοδιοίκησης και αφετέρου για την άρση των συνεπειών της εκδήλωσης της και τη μη επανάληψη της στο μέλλον.
Σημείωσε δε πως ο έλεγχος που ασκείται από το Γραφείο της είναι ευρύτερος από εκείνον που ασκείται κατά κανόνα από τα διοικητικά δικαστήρια, αφού ο Επίτροπος Διοικήσεως υπεισέρχεται σε θέματα ελέγχου της κρίσης του αποφασίζοντος οργάνου και δεν περιορίζεται σε έλεγχο της νομιμότητας μιας διοικητικής απόφασης, ενώ συνάμα ελέγχει όχι μόνο την παρανομία, αλλά και την κακοδιοίκησης, αλλά και μπορεί να παρακολουθεί τη συμμόρφωση και την εφαρμογή των εισηγήσεων που υποβάλλει χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε ενδιάμεση ενέργεια από μέρους του ενδιαφερόμενου πολίτη, αναφέροντας τις περιπτώσεις άρνησης συμμόρφωσης ή πλημμελούς συμμόρφωσης στο Υπουργικό Συμβούλιο και τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
«Συγκεκριμένα, ο Επίτροπος μετά την υποβολή της έκθεσης του δύναται να διαβουλεύεται με κάθε πρόσφορο τρόπο με την αρμόδια αρχή για την υλοποίηση των εισηγήσεων του αλλά και για την επίλυση του προβλήματος του ενδιαφερόμενου προσώπου», εξήγησε.
Στο πλαίσιο της ομιλίας της η Επίτροπος Διοικήσεως τόνισε πως η προτεινόμενη τροποποίηση της νομοθεσίας περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου του 1999 με την προσθήκη του άρθρου 57Α με τίτλο «Προσφυγή για συμμόρφωση με απόφαση Δικαστηρίου», επιδιώκει αδιαμφισβήτητα τη συμμόρφωση της Διοίκησης με τις ακυρωτικές αποφάσεις. Σημείωσε ωστόσο πως υπάρχουν κάποια σημεία που θα πρέπει να αποσαφηνιστούν και εξέφρασε προβληματισμός σχετικά με το ότι η νέα δικαστική διαδικασία η οποία θα είναι και πάλι δαπανηρή και χρονοβόρα θα είναι αποτελεσματική, αφού σύμφωνα με την προτεινόμενη διάταξη, όπως είπε, «πρόσωπο που διετέλεσε διάδικος ως αιτητής στη δικαστική διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση, θα πρέπει να προσφύγει εκ νέου ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου έχοντας το βάρος να αποδείξει την παράλειψη ή και την πλημμελή συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση».
«Περαιτέρω μας προβληματίζει το γεγονός ότι σε περίπτωση τέτοιας διαπίστωσης το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει ένα συμβολικό χρηματικό πρόστιμο το οποίο ωστόσο καταβάλλεται από τον προϋπολογισμό του οικείου οργάνου, αρχής ή προσώπου και θα πιστώνεται τελικά στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας χωρίς να επωφελείται με οποιοδήποτε τρόπο ο διοικούμενος», πρόσθεσε, υποδεικνύοντας ότι στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσό καταβάλλεται στον ενδιαφερόμενο ενώ κριτήριο για το ύψος του ποσού αυτού αποτελούν και οι συνέπειες από τη μη συμμόρφωση για το πρόσωπο του αιτούντος.
Καταληκτικά η Επίτροπος Διοικήσεως ανέφερε πως αυτό που ενθαρρύνεται με την τροποποίησης της σχετικής νομοθεσίας είναι η εμπλοκή του ενδιαφερόμενου πολίτης σε μια νέα δικαστική διαδικασία προσφυγής χωρίς οποιοδήποτε δικό του οικονομικό όφελος, γεγονός που ενδέχεται να λειτουργήσει ως αντικίνητρο και να θέσει υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα του εργαλείου αυτού.
Σε ομιλία της με θέμα «Ζητήματα Εκτέλεσης Αποφάσεων Διοικητικών Δικαστηρίων – Η εμπειρία της Ελλάδας», η Καθηγήτρια Δημόσιου Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ευγενία Πρεβεδούρου αναφέρθηκε στο νομικό καθεστώς, που ισχύει στην Ελλάδα και που διέπει τη συμμόρφωση με ακυρωτικές αποφάσεις και στο περιεχόμενο της συμμόρφωσης.
Όπως εξήγησε, μετά την αναθεώρηση της νομοθεσίας το 2001 εφαρμόζονται δύο διατάξεις, το άρθρο 94 παρ. 4 που προνοεί ότι στις διοικητικής φύσης αρμοδιότητες που μπορούν να ανατεθούν στα δικαστήρια περιλαμβάνεται η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της Διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις και ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου. Και το άρθρο 95 παρ. 5 που λέει ότι η Διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται με τις δικαστικές αποφάσεις και ότι η παραβίαση της υποχρέωσης της γεννάει ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, πειθαρχική ή ποινική.
Εξήγησε ακόμη ότι ο νόμος 3068 του 2002 ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της Διοίκησης και αναθέτει την αρμοδιότητα για τη λήψη των μέτρων που ορίζει το Σύνταγμα στα Τριμελή Συμβούλια Συμμόρφωσης τα οποία λειτουργούν στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, στο Συμβούλιο Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο για όλη την πολιτική δικαιοσύνη, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και από ένα στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Κάθε Τριμελές Συμβούλιο απαρτίζεται από τον Πρόεδρο είτε του Δικαστηρίου είτε του Τμήματος και από δύο Δικαστές εκ των οποίων ο ένας, καταβάλλεται προσπάθεια να είναι ο εισηγητής της ακυρωτικής απόφασης.
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της συμμόρφωσης η κ. Πρεβεδούρου εξήγησε ότι η ακύρωση διοικητικής πράξης επαναφέρει την υπόθεση στον χρόνο έκδοσης της πράξης που έχει ακυρωθεί και επίσης η Διοίκηση υποχρεούται να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση και μάλιστα όχι μόνο να θεωρήσει ως ανίσχυρη την πράξη που ακυρώθηκε, αλλά να προβεί και σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής κατάστασης που προέκυψε από την ακυρωθείσα πράξη ανακαλώντας ή τροποποιώντας τις πράξεις που στηρίχθηκαν στην ακυρωθείσα και εκδίδοντας με αναδρομική ισχύ απαιτούμενες πράξεις για να αποκατασταθεί η τρωθείσα νομιμότητα.
Εξήγησε ακόμα πως με βάση τη θεωρία υπάρχουν η αποθετική και η θετική συμμόρφωση. Η αποθετική συμμόρφωση σημαίνει απαγόρευση εφαρμογής και εκτέλεσης της ακυρωθείσας πράξης και απαγόρευση έκδοσης πράξης με όμοιο περιεχόμενο ή πλημμέλειες με την ακυρωθείσα ενώ η θετική συμμόρφωση περιλαμβάνει σύμφωνα με την κ. Πρεβεδούρου πολύ περισσότερα πράγματα όπως η υποχρέωση ανάκλησης των πράξεων που στηρίζονται στην ακυρωθείσα, η υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλεί και πράξεις όμοιες προς την ακυρωθείσα, η υποχρέωση αντικατάστασης της ακυρωθείσας πράξης με νομότυπη πράξη και τέλος η υποχρέωση έκδοσης πράξης στην περίπτωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας προσδίδοντας της μάλιστα αναδρομική ισχύ.
Τέλος σε ομιλία του με θέμα «Ο έλεγχος της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις στην Κύπρο» ο Αναπληρωτής Καθηγητής Δημόσιου Δικαίου και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του Πανεπιστημίου Κύπρου Κώστας Παρασκευά τόνισε πως η συμμόρφωση με τις ακυρωτικές αποφάσεις είναι η λυδία λίθος μιας δικαιοκρατούμενης Πολιτείας και της δημοκρατικής διακυβέρνησης και αυτό επειδή δεν έχουν συμφέρον μόνο οι εμπλεκόμενοι διάδικοι στην υπόθεση αλλά ολόκληρη η κοινωνία, εξηγώντας παράλληλα πως η συμμόρφωση με τις ακυρωτικές αποφάσεις αποτελεί και πτυχή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη αλλά και του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη το οποίο προστατεύεται από το Σύνταγμα στο άρθρο 30 παρ. 1 αλλά και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Ο Κώστας Παρασκευά ανέφερε ακολούθως ότι εξαιτίας του λειψού νομοθετικού πλαισίου στην Κύπρο λόγω της πενιχρής κωδικοποίησης των αρχών που διέπουν το ζήτημα της συμμόρφωσης στην Κυπριακή Δημοκρατία τα κυπριακά δικαστήρια είναι αναγκασμένα να στρέφουν την προσοχή τους στη νομολογία του ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας για το ζήτημα της συμμόρφωσης.
«Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι ίσως να μην υπάρχει τομέας του κυπριακού Δημοσίου Δικαίου που να είναι τόσο έντονα εξαρτημένος από το ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο», ανέφερε χαρακτηριστικά, εξηγώντας πως αν μελετήσει κανείς τις αποφάσεις των κυπριακών δικαστηρίων είναι συχνές οι αναφορές στα συγγράμματα των Ελλήνων δημοσιολόγων πάνω στα ζητήματα της συμμόρφωσης της Διοίκησης με τις ακυρωτικές αποφάσεις.
Τόνισε δε πως η απουσία σοβαρής κωδικοποίησης των αρχών που διέπουν το ζήτημα της συμμόρφωσης με τις ακυρωτικές αποφάσεις δημιουργεί μια αβεβαιότητα και ένα αίσθημα έλλειψης ασφάλειας δικαίου με προφανή βλάβη επί του δικαιώματος αποτελεσματικής παροχής έννομης προστασίας.
Ο Αναπληρωτής Καθηγητής Δημόσιου Δικαίου και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του Πανεπιστημίου Κύπρου ανέφερε ακολούθως ότι το 2015 έγινε ουσιαστικά μια τροποποίηση του άρθρου 146 παρ. 5 του Συντάγματος και προστέθηκε το άρθρο 5Α που προβλέπει ότι «Δικαστήριο που εκδίδει απόφαση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5 έχει δικαιοδοσία ως νόμος ήθελε ορίσει να εξετάζει και να αποφασίζει κατά πόσο υπήρξε ενεργός συμμόρφωση με απόφαση του, δυνάμενου να επιβάλλει κυρώσεις εναντίον μη συμμορφούμενου» που ήταν η πρώτη κίνηση, όπως υπέδειξε, προς την κατεύθυνση της συμμόρφωσης. Η δεύτερη κίνηση, όπως πρόσθεσε, ήταν η προετοιμασία νομοσχεδίου που κατατέθηκε στη Βουλή στις 3 Ιανουαρίου 2018 (ο περί Συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις Δικαστικές Αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, Νόμος του 2017). Εξήγησε ωστόσο πως ο ίδιος δεν γνωρίζει αυτή τη στιγμή σε ποιο στάδιο βρίσκεται το εν λόγω νομοσχέδιο το οποίο ακόμη να ψηφιστεί σε νόμο, υποδεικνύοντας ωστόσο πως γνωρίζει ότι γίνεται διαβούλευση για ένα νέο νομοσχέδιο.
Ο κ. Παρασκευά ανέφερε ότι για πάνω από 6 δεκαετίες, από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν υπήρχε ένας μηχανισμός μέσω του οποίου θα μπορούσε να ελεγχθεί η Διοίκηση κατά πόσο συμμορφωνόταν ή όχι με μια ακυρωτική απόφαση και εξέφρασε την πεποίθηση ότι «το γεγονός ότι ένα νομοσχέδιο περιφερόταν σε διαφόρους διαδρόμους, δεν είχε ψηφιστεί για 6 χρόνια και σήμερα έρχεται ένα νομοσχέδιο» δεν καταδεικνύει μια Πολιτεία η οποία κόπτεται για τον σεβασμό των ακυρωτικών αποφάσεων ή και για την αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης.
Καταληκτικά είπε ότι αν ευοδωθεί η προσπάθεια για ψήφιση του νομοσχεδίου τότε θα μιλούμε για μια θετική εξέλιξη και ένα βήμα προς τα εμπρός.
Των τοποθετήσεων ακολούθησε συζήτηση με τη συμμετοχή του κοινού. Τη συζήτηση συντόνισε ο Καθηγητής Νομικής, Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας Αχιλλέας Αιμιλιανίδης.