ΚΥΠΕ
To Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε πρόσφατα όπως αφεθεί ελεύθερος αιτητής ασύλου μετά που έκρινε ότι ήταν παράνομη η κράτηση του τους τελευταίους πέντε μήνες, αφού, μετά τη σύλληψη του για παράνομη διαμονή στην Κύπρο τον Αύγουστο 2020, τελούσε υπό την ιδιότητα του αιτητή ασύλου από τον περασμένο Νοέμβριο.
Η συνεχιζόμενη κράτηση στο κέντρο φιλοξενίας Μενόγειας του αιτητή, ο οποίος έκανε αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, ήταν παράνομη, σύμφωνα με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι παρόλο που δεν ήταν ακριβώς στη βάση αυτή που ο αιτητής ζητούσε να αφεθεί ελεύθερος, αν και υπάρχει μερική σύμπτωση ως προς το μήκος του χρόνου κράτησής του, όπως διαπιστώθηκε αυτός κρατείτο παράνομα από τις 30 Ιουλίου 2021 μέχρι και την ημέρα της απόφασης. «Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός τούτο,» σημείωσε.
Ο αιτητής είχε έρθει στην Κύπρο ως φοιτητής τον Μάρτιο 2017 και είχε εξασφαλίσει άδεια παραμονής από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για ένα χρόνο, μέχρι τις 3 Μαρτίου 2018. Μετά την πιο πάνω ημερομηνία, δεν ζήτησε οποιαδήποτε παράταση, «ούτε εγκατέλειψε, ως όφειλε, την Κύπρο», σύμφωνα με την απόφαση, και, ως αποτέλεσμα, συνελήφθη στις 15 Αυγούστου 2020 όταν εντοπίστηκε από την Αστυνομία για το λόγο ότι βρισκόταν παράνομα στη χώρα. Την ίδια ημέρα, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης. Το διάταγμα απέλασης δεν εκτελέστηκε, όπως και άλλα μεταγενέστερα τέτοια διατάγματα, λόγω των αλλεπάλληλων αιτημάτων του αιτητή για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Στο μεταξύ, ο ίδιος παρέμενε υπό κράτηση, στη βάση σχετικών διαταγμάτων και των οποίων η νομική βάση καθοριζόταν αναλόγως του καθεστώτος παραμονής του, κατά το δεδομένο χρόνο, στην Κύπρο.
Σύμφωνα με την απόφαση, ο αιτητής έλαβε το τελευταίο νομικό βήμα για απόκτηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 16 Μαρτίου 2021 και αφορούσε αίτημά του για επανεξέταση του απορριφθέντος στις 2 Οκτωβρίου 2020, από την Υπηρεσία Ασύλου, αιτήματός του για να τού παραχωρηθεί το εν λόγω καθεστώς. Όταν αυτό απορρίφθηκε έξι μήνες μετά, από την Υπηρεσία Ασύλου, ο αιτητής καταχώρισε, στις 22 Απριλίου 2021, στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας προσφυγή, η οποία επίσης απορρίφθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2021.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι λαμβάνοντας υπόψη αυτό το αίτημα και τις σχετικές διαδικασίες που ακολούθησαν μέχρι την απόρριψη της προσφυγής, ο αιτητής κατείχε την ιδιότητα του αιτητή ασύλου. Οπόταν, εάν αυτός έπρεπε να παραμένει υπό κράτηση ή όχι από τις 16 Μαρτίου 2021 μέχρι τις 25 Νοεμβρίου 2021 έπρεπε να κριθεί σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000), έκρινε το Δικαστήριο.
Ωστόσο, συνέχισε, από τις 30 Ιουλίου 2021, μέχρι και την καταχώριση της αίτησης του στο Δικαστήριο στις 9 Δεκεμβρίου 2021, ο αιτητής τελούσε υπό κράτηση στη βάση διατάγματος που εκδόθηκε δυνάμει των προνοιών του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105).
«Ο αιτητής, λοιπόν, ενώ μέχρι τις 25.11.2021, τουλάχιστον, τελούσε υπό την ιδιότητα του αιτητή ασύλου» σύμφωνα με το Δικαστήριο, κρατείτο στη βάση διατάγματος που είχε εκδοθεί στις 30 Ιουλίου δυνάμει του Κεφ. 105.
«Πασιφανώς, αυτός κρατείτο παράνομα, κατάσταση η οποία, προφανώς, συνέχισε και μετά την έκδοση, στις 25.11.2021, της προαναφερθείσας απόφασης», αποφάνθηκε το Δικαστήριο, προσθέτοντας ότι η κράτηση του αιτητή στην ίδια βάση συνεχιζόταν μέχρι και την ημέρα της δικαστικής απόφασης, αφού καμιά εξέταση του καθεστώτος κράτησής του δεν έγινε μετά την τελευταία πιο πάνω ημερομηνία. «Εν ολίγοις, δεν υπάρχει έρεισμα στο Νόμο για την κράτηση του αιτητή και τούτο αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός», έκρινε το Δικαστήριο.
Ασκώντας, αυτοβούλως το καθήκον που τού επιβάλλει το Σύνταγμα δυνάμει του Άρθρου 35, το Δικαστήριο διέταξε όπως ο αιτητής αφεθεί ελεύθερος και επιδίκασε τα έξοδα υπέρ του αιτητή.