Kathimerini.gr
Αθανάσιος Κατσικίδης
Σαράντα εννέα χρόνια μετά την τραγωδία της Κύπρου, η «Κ» εντόπισε στο Σαν Λουίς Ποτοσί, στο Μεξικό, τον βετεράνο ναύτη του Πολεμικού Ναυτικού κ. Γιώργο Κρεμαστούλη, τον άνθρωπο που από τις 8.30 μ.μ. της 19ης Ιουλίου 1974, ώρες πριν από την τουρκική εισβολή, εντόπισε στο ραντάρ τις κινήσεις των τουρκικών αποβατικών δυνάμεων.
Σε μια κατάθεση ψυχής, ο νυν κάτοικος Μεξικού κ. Κρεμαστούλης αφηγείται στην «Κ»: «To 1974 τελείωσα τη βασική εκπαίδευση και με έστειλαν στο αντιτορπιλικό “Ιέραξ”. Στο πλοίο ήμουν χειριστής ραντάρ (Ρ.Ε.) και γραμματέας του πλοιάρχου. Μια μέρα ήρθε ένα γράμμα πως έψαχναν χειριστή ραντάρ για να πάνε στο Νόρφολκ να φέρουν καινούργια πλοία. Επειτα από δύο ημέρες ήρθε άλλο σημείωμα πως έψαχναν εθελοντές (Ρ.Ε.) για την Κύπρο. Εγώ ήθελα να βγω από το καράβι και γράφτηκα. Την επομένη μου έστειλαν μήνυμα από το Πεντάγωνο να παρουσιαστώ στο Επιτελείο και μου λέει ο καπετάνιος: “Ρε αγόρι μου, τι έχεις κάνει; Ξέρεις πού θα πας;”. “Πώς δεν ξέρω; Είναι η Κύπρος!”, του απαντάω.
Στην Κύπρο υπήρχαν τέσσερις σταθμοί έγκαιρης προειδοποίησης. Ηταν ο “Α”, ο “Μπράβο”, ο “Γ”, δηλαδή “Γαλή”, και ο “Δ”, δηλαδή “Δόξα”. Στον “Δόξα” ήμουν εγώ. Βρισκόμασταν στο βόρειο μέρος του νησιού.
Στη μονάδα ήμασταν 12 άτομα. Ενας αρχικελευστής μόνιμος, ένας σημαιοφόρος, ο Μανώλης, και οι υπόλοιποι. Το ραντάρ ήταν αυτοκινούμενο, σαν νταλίκα, καναδέζικο του 1943. Η λειτουργία του ραντάρ ήταν να στέλνει ηλεκτρομαγνητικά κύματα, τα οποία χτυπούσαν τον στόχο, γύριζαν και τα εμφάνιζε η οθόνη σαν ένα φωτάκι. Εγώ έπαιρνα τα σήματα και έστελνα στο ράδιο τις συντεταγμένες των πλοίων. Αυτές τις λάμβανε το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού Κύπρου. Διοικητής μας ήταν ο αντιπλοίαρχος Παπαγιάννης. Αυτή η διαδικασία γινόταν καθημερινά».
Το πραξικόπημα
«Στις 15 Ιουλίου μάθαμε για το πραξικόπημα από το ράδιο. Πήραμε μια παθητική θέση. Πάνω στο βουνό ήταν το ραντάρ μας και στις τέσσερις γωνίες είχαμε τοποθετήσει αντιαεροπορικά, οπότε αυτό που κάναμε ήταν να κλειστούμε μέσα».
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας» ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου 1974, με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. [A.P.]
Το πραξικόπημα στο Προεδρικό Μέγαρο και η διαφυγή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου τροφοδότησαν μια σειρά γεγονότων που έμελλε να οδηγήσουν στην τουρκική εισβολή και τη διχοτόμηση της Κύπρου. Ο κ. Κρεμαστούλης θυμάται πως όταν έφυγε ο Μακάριος σκεφτόταν πως οι Τούρκοι μπορεί να εισβάλουν.
«Εγώ το είχα στο μυαλό μου, αλλά κανένας δεν το έλεγε. Ολοι έλεγαν “μην κάνετε τίποτα γιατί είναι ασκήσεις του ΝΑΤΟ και μη χτυπήσετε αν δεν σας χτυπήσουν”. Αυτά τα λόγια με έκαναν να νιώσω προδομένος.
Οταν έγινε ο απόπλους των τουρκικών πλοίων από τη Μερσίνα, είδα αμέσως τα αποβατικά και άρχισα να δίνω αναφορά, ενώ συνέχιζαν να μου λένε “δεν είναι τίποτα, είναι ασκήσεις του ΝΑΤΟ”. Εγώ είδα τα πλοία στις 8.30 το βράδυ στις 19 Ιουλίου, οπότε κατάλαβα πως κάτι συνέβαινε και άρχισα να δίνω αναφορά κάθε μισή ώρα.
Επειτα από εννέα ώρες, στις 5 το πρωί της 20ής Ιουλίου, φτάσανε τα αποβατικά. Τα τουρκικά καράβια έκαναν ένα σχηματισμό πετάλου, γύρω στα πέντε μίλια έξω από τα ανοικτά της Κύπρου, και εκεί είδα τον αρχηγό μας, τον Παπαγιάννη, ο οποίος ήταν ο πρώτος που κατάλαβε το σφάλμα, να στέλνει τις τορπιλακάτους από την Κερύνεια να πάνε στη νηοπομπή, αλλά ήταν τορπιλάκατοι του 1942, ρωσικές (Τ/Α-1 και Τ/Α-3) και χωρίς ανταλλακτικά.
Σε διπλανό βουνό από εμάς υπήρχε το ραντάρ της Πολεμικής Αεροπορίας, αυτοί δεν είχαν αντιαεροπορικά και βλέπω από τα κιάλια να περνάνε τουρκικά αεροπλάνα και να τους βομβαρδίζουν. Οι φλόγες ανέβηκαν στα 100 μέτρα. Το αναφέρω στο επιτελείο πως “δύο τουρκικά αεροπλάνα καταστρέφουν το ραντάρ της Αεροπορίας στον Κορμακίτη και τώρα επιστρέφουν να έρθουν για εμάς” και μου λέει ο υποδιοικητής “μην τους χτυπήσετε αν δεν σας χτυπήσουν, μη χτυπάτε αν δεν σας χτυπάνε, είναι ασκήσεις του ΝΑΤΟ”. Αφού τελείωσε τα λόγια του έφτασαν τα αεροπλάνα και προσπάθησαν να μας χτυπήσουν. Εμείς είχαμε τα αντιαεροπορικά και δεν ήρθαν αμέσως οι Τούρκοι. Στις 21 Ιουλίου μας βομβάρδισαν».
Η μνήμη του κ. Κρεμαστούλη είναι ανεξίτηλη: «Ημασταν ο μοναδικός σταθμός του Ναυτικού στον οποίο επέζησαν όλοι οι άνδρες. Μόνο εμείς στο ραντάρ “Δόξα” παραμείναμε. Από τη θέση μας φύγαμε στις 21 Ιουλίου, όταν τα αντιαεροπορικά μας δεν άντεξαν. Ακουγα ένα ένα τα κανόνια να σταματάνε. Οπότε ήρθαν τα αεροπλάνα, έριξαν τις βόμβες τους. Αγκαλιαστήκαμε, χαμηλώσαμε τα πόδια μας και το μόνο που σκέφτηκα ήταν η μάνα μου και η Παναγία. Η βόμβα ναπάλμ έπεσε 30 μέτρα πιο πέρα. Μας σκέπασαν τα χώματα και από πάνω ήρθε η φωτιά. Τα χώματα μας έσωσαν. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο. Υπήρχε ένα δάσος 500 μέτρα πιο πέρα και μας λέει ο Μανώλης “πάμε να μαζευτούμε όλοι εκεί”. Μου δίνει το περίστροφό του και μου λέει: “Πήγαινε να κάψεις όλα τα έγγραφα”. Πήρα ένα μπιτόνι, τα περιέλουσα με βενζίνη και έβαλα φωτιά».
Ο ναύτης Γιώργος Κρεμαστούλης την εποχή που υπηρετούσε στην Κύπρο, στο ραντάρ «Δόξα». Σχεδόν μισό αιώνα μετά, μετανάστης στο Μεξικό ο ίδιος, μιλάει στην «Κ» για την εισβολή στη Μεγαλόνησο.
Η διαφυγή και η ενσωμάτωση στις κυπριακές ένοπλες δυνάμεις ήταν η επόμενη κίνηση της ομάδας του ραντάρ «Δόξα».
«Ημασταν 12 άτομα, αλλά φύγαμε οι 11. Ο ένας μας πρόδωσε. Αυτός κάτι ήξερε παραπάνω από εμάς. Μία ημέρα πριν από την εισβολή, όταν ακόμη δεν είχαμε σημάδια για τις κινήσεις των Τούρκων, πήρε ένα καλάσνικοφ που είχαμε στον σταθμό, επιβιβάστηκε σε ένα αμάξι και μας φώναξε “μ…, καθίστε να πεθάνετε”. Δυστυχώς είχαμε και εμείς έναν “Εφιάλτη”…», λέει ο κ. Κρεμαστούλης. Η αφήγησή του είναι συγκλονιστική: «Φτάσαμε στο στρατόπεδο του Πεζικού και μας λέει ο συνταγματάρχης: “Χρειαζόμαστε ενισχύσεις γιατί θα επιτεθούμε στον λόφο 503”. Εμείς, όμως, ήμασταν Ναυτικό, δεν γνωρίζαμε από κινήσεις Πεζικού. Βγαίνει μπροστά ο σημαιοφόρος και του λέει: “Πολύ καλά, κύριε συνταγματάρχα, σε λιγάκι θα σας απαντήσουμε”. Επρεπε να φτάσουμε στο αρχηγείο του Ναυτικού. Οι χωρικοί μας είπαν πως τη νύχτα μπορούσαν να μας περάσουν από τις γραμμές των Τούρκων, αλλά δεν έπρεπε να ανάψουμε τα φώτα του αυτοκινήτου, οπότε εγώ ανέβηκα στο καπό και έδινα οδηγίες. Ο δρόμος ήταν γεμάτος τρύπες από τις βόμβες. Εξω από τη Λευκωσία, σε ένα δάσος, υπήρχαν σκηνές. Ηταν το αρχηγείο του Ναυτικού. Εκεί μείναμε 2-3 ημέρες, έγινε η ανακωχή και ακολούθως επιστρέψαμε στο ραντάρ. Οι Τούρκοι δεν είχαν φτάσει ακόμη εκεί». Η τελευταία πράξη του δράματος, όμως, δεν είχε παιχτεί ακόμη.
«Οταν άρχισαν οι δεύτερες εχθροπραξίες (σ.σ. ο “Αττίλας 2”)», συνεχίζει ο κ. Κρεμαστούλης, «ήρθαν τρία τουρκικά αντιτορπιλικά κοντά σε εμάς. Ξαφνικά γύρισαν τα κανόνια τους και μας στόχευσαν. Τρέμαμε από φόβο. Ευτυχώς μετά από λίγο έφυγαν για την Πάφο. Τότε ήταν που συνέβη το περιστατικό με το αρματαγωγό “Λέσβος” που άφησε την ΕΛΔΥΚ και χτύπησε τους Τούρκους. Οι Τουρκοκύπριοι έδωσαν αναφορά πως έφτασε στο νησί ο ελληνικός στόλος. Το “Λέσβος” έφυγε προς το Ισραήλ και τα τουρκικά αντιτορπιλικά προς την Πάφο. Οταν έφτασαν εκεί τα τουρκικά αεροπλάνα πίστεψαν πως ήταν ο ελληνικός στόλος και τα βύθισαν».
Τον Νοέμβριο του 1974 ο Γιώργος Κρεμαστούλης πήρε μετάθεση από την Κύπρο, ενώ παρέμεινε στις τάξεις του Ναυτικού για ακόμη ένα χρόνο. Στο τέλος τον ρωτάμε για τα συναισθήματα που έχει 49 χρόνια μετά την τραγωδία: «Οι πολλές λέξεις είναι περιττές». Το βίωμα της προδοσίας και το αίσθημα της απογοήτευσης τον οδήγησαν να μεταναστεύσει στο Μεξικό.