ΚΥΠΕ
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση ατόμου που καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκισης σχετικά με την εισαγωγή μέσω ταχυδρομείου μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών.
Σύμφωνα με την απόφαση που ανακοινώθηκε πρόσφατα, ο εφεσείων είχε βρεθεί ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε 10 συνολικά κατηγορίες σχετικά με την εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών Τάξεως Α΄ και Β, παράνομη κατοχή ναρκωτικών ουσιών και κατοχή με σκοπό την προμήθεια ναρκωτικών ουσιών.
Η υπόθεση αφορά την ανεύρεση τον Αύγουστο 2015 από την ΥΚΑΝ 25,89 κιλών κάνναβης και σχεδόν δύο κιλών κοκαΐνης, τα οποία ήταν στην κατοχή ενός από τα άτομα αναμεμειγμένα στην υπόθεση, που στην πορεία έγινε ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας (ΜΚ22). Είχαν εισαχθεί από το Βέλγιο μέσω του αερολιμένα Λάρνακας και διαβιβάστηκαν στο Ταχυδρομείο για να παραδοθούν στο πρόσωπο που φερόταν ως ο παραλήπτης των κιβωτίων. Στην υπόθεση ήταν αναμεμειγμένος και ένας Ταχυδρομικός Λειτουργός.
Ο εφεσείων μαζί με τον Ταχυδρομικό Λειτουργό, τον μετέπειτα κύριο μάρτυρα κατηγορίας καθώς και άλλα πρόσωπα που παρέμειναν άγνωστα, ανήκαν σε ένα καλά οργανωμένο κύκλωμα που εισήγαγε ναρκωτικά στην Κύπρο από την Ολλανδία μέσω Βελγίου, ανέφερε το Δικαστήριο. Τα ναρκωτικά αποστέλλονταν σε σφραγισμένα χάρτινα κιβώτια αεροπορικώς και αφού έφταναν στην Κύπρο, διαβιβάζονταν στη συνέχεια στο Ταχυδρομείο Προδρόμου για να διοχετευτούν ακολούθως στην αγορά. Το εν λόγω κύκλωμα έδρασε από τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 2014 μέχρι τις 27 Αυγούστου 2015, ημερομηνία που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω ο ΜΚ22 έχοντας στην κατοχή του τα ναρκωτικά.
Ο εφεσείων, που εκείνο το διάστημα βρισκόταν στην Ολλανδία, ήταν το πρόσωπο που έδινε οδηγίες στον ΜΚ22 σε ποια άτομα θα παρέδιδε ναρκωτικά. Επιπλέον, εισέπραττε τα χρήματα από τους αγοραστές, έστελνε τα απαραίτητα ποσά για τις ποσότητες ναρκωτικών που θα αγοράζονταν στο εξωτερικό και θα αποστέλλονταν στην Κύπρο και διαμοίραζε τα κέρδη στα μέλη του κυκλώματος. Συνελήφθη στην Ολλανδία και παραδόθηκε τις Κυπριακές αρχές στα τέλη Δεκεμβρίου 2016, δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τον ιθύνοντα νου της σπείρας, που ήταν γνωστός ως ‘ο Καλαμαράς’.
Ανάμεσα στους λόγους που ο εφεσείων προέβαλε ενάντια στην καταδίκη του ήταν ζητήματα παραβίασης της αρχής της Ισότητας των Όπλων, καθώς και της Δίκαιης Δίκης, και συγκεκριμένα στην άρνηση του ΜΚ22 να απαντήσει σε ερωτήσεις και στη στάση του Δικαστηρίου σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα. Ειδικότερα, υποστηρίχθηκε ότι η άρνηση του ΜΚ22 να αποκαλύψει το όνομα του ‘Καλαμαρά’, κάποιων παραληπτών ναρκωτικών για τους οποίους έγινε λόγος, αλλά και το όνομα της εταιρείας της ‘Πρώτης Μεταφορικής’, ακριβώς παραβιάζει τις πιο πάνω αρχές.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν αποκαλύφθηκε το όνομά του λόγω του φόβου που ο ΜΚ22 εξέφρασε για τη ζωή του ιδίου και της οικογένειάς του, αναφερόμενος και σε τοποθέτηση χειροβομβίδας στο σπίτι της μητέρας του για να αποδείξει ότι οι φόβοι του ήταν υπαρκτοί.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, προστίθεται, εξετάζοντας το ζήτημα επεσήμανε ότι ο ΜΚ22 δεν είχε αρνηθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις που αφορούσαν την ουσία της υπόθεσης, αλλά αρνήθηκε να αποκαλύψει το όνομα του ‘Καλαμαρά’ - σημαίνων πρόσωπο διεθνούς σπείρας διακίνησης ναρκωτικών – επειδή τον θεωρούσε αδίστακτο. Στη βάση αυτή το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε στο μάρτυρα να μην αποκαλύψει τα ονόματα, υπογραμμίζοντας, συγχρόνως, ότι η συγκεκριμένη ονοματολογία ουδόλως επηρέαζε την Υπεράσπιση, ανέφερε η απόφαση.
Επίσης, μεταξύ άλλων, η έφεση στηρίχτηκε και στην καταστροφή του τηλεφώνου του ΜΚ22 μετά την κατάθεση του συνεπεία πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε στο Δικαστήριο, το οποίο ήταν, όπως υποστηρίχθηκε από την πλευρά του εφεσείοντα, σημαντικό τεκμήριο για την Υπεράσπιση και ”έπληξε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη αφού παραβιάστηκε η αρχή της Ισότητας των Όπλων».
Το Δικαστήριο όμως βρήκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν βασίστηκε στο περιεχόμενο του συγκεκριμένου τεκμηρίου για να προωθήσει την υπόθεσή της αλλά στη μαρτυρία του ΜΚ22, τον οποίο η Υπεράσπιση είχε την ευχέρεια να αντεξετάσει εκτεταμένα καθώς και άλλη πραγματική μαρτυρία.
Αναφέρθηκε η έφεση και στο γεγονός ότι ο ΜΚ22, που καταδικάστηκε σε 13 χρόνια φυλάκιση, αποφυλακίστηκε κατόπιν προεδρικής χάρης, η οποία υπεγράφη στις 25 Νοεμβρίου 2019 και η ποινή φυλάκισης του ανεστάλη για περίοδο τεσσάρων ετών, υποστηρίζοντας ότι ο εφεσείων δεν είχε δίκαιη δίκη ένεκα της παροχής ανταλλάγματος και/ή ασυλίας στο βασικό μάρτυρα κατηγορίας.
Σύμφωνα με την Δικαστική απόφαση, το γεγονός ότι ένας μάρτυρας αποφυλακίζεται πρόωρα δεν εξυπακούεται ότι η μαρτυρία του ήταν «μολυσμένη». Πρόσθεσε ότι οι λόγοι για τους οποίους ευεργετήθηκε ο συγκεκριμένος με προεδρική χάρη κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Γενικού Εισαγγελέα δεν ελέγχονται δικαστικά.
Απόρριψη έφεσης Γενικού Εισαγγελέα
Εν τω μεταξύ το Δικαστήριο απέρριψε και έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα κατά των ποινών που επέβαλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, καθώς επέβαλε στον εφεσίβλητο την ίδια ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε συνεργό του παρόλο που ο τελευταίος καταδικάστηκε κατόπιν παραδοχής στην πιο πάνω υπόθεση η οποία αφορούσε στις ίδιες ποσότητες ναρκωτικών. Όφειλε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με την έφεση, κατ’ εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών και της νομολογίας ως προς τη μετριαστική σπουδαιότητα της παραδοχής, να επιβάλει ποινή μεγαλύτερη των 15 ετών στον εφεσίβλητο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το παράπονο του Γενικού Εισαγγελέα δεν έγκειται στο ότι οι επιβληθείσες στον εφεσίβλητο ποινές είναι έκδηλα ανεπαρκείς, αλλά στο ότι συγκρινόμενες με εκείνες που επιβλήθηκαν στους συνεργούς οι οποίοι είχαν καταδικαστεί κατόπιν παραδοχής, θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερες. Δεν εντοπίζεται, ωστόσο, νομολογία που να επικροτεί την αύξηση ποινής που δεν είναι έκδηλα ανεπαρκής για να συνάδει με ποινή που επιβλήθηκε σε άλλον, αναφέρεται στην απόφαση.