ΚΥΠΕ
Ριζικές αλλαγές όσον αφορά τις νομοθεσίες που αφορούν τα φάρμακα είναι αυτό που χρειάζεται σήμερα η Ευρώπη, διατηρώντας την ισορροπία μεταξύ καινοτομίας και διασφάλισης της πρόσβασης όλων των πολιτών της ΕΕ σε φάρμακα, αναφέρουν σε άρθρο γνώμης που συνυπογράφουν ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Μαργαρίτης Σχοινάς και η Επίτροπος Υγείας Στέλλα Κυριακίδου με αφορμή την ανακοίνωση των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μεταρρύθμιση της φαρμακευτικής νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Το κλειδί για την επιτυχία αυτής της μεταρρύθμισης βρίσκεται σε μία λέξη: ισορροπία. Η ευρωπαϊκή φαρμακοβιομηχανία πρέπει να παραμείνει στην αιχμή της καινοτομίας, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι κανόνες της ΕΕ διαδραματίζουν τον ρόλο τους για τη στήριξη της μεταφοράς αυτής της καινοτομίας στους πολίτες και τους ασθενείς σε ολόκληρη την ΕΕ» σύμφωνα με τον κ. Σχοινά και την Κυριακίδου.
Όπως τονίζουν η πρόσβαση στα φάρμακα είναι κάτι που πρέπει να χαρακτηρίζει ένα αποδοτικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, ωστόσο σήμερα «τα φάρμακα δεν φθάνουν σε όλους τους ασθενείς καθώς τα καινοτόμα και ελπιδοφόρα φάρμακα που κυκλοφορούν στην αγορά δεν είναι πάντα διαθέσιμα σε όλα τα κράτη μέλη ισότιμα ή ταυτόχρονα».
Στο πλαίσιο αυτό οι δύο Επίτροποι εξηγούν το σκεπτικό των προτάσεων σε άρθρο γνώμης με τίτλο «Μια φαρμακευτική νομοθεσία κατάλληλη για τον 21ο αιώνα — δημιουργία ενιαίας αγοράς για τα φάρμακα στην ΕΕ».
Μεταξύ άλλων, στο άρθρο επισημαίνεται πως ενώ το 2019 το 42% των πολιτών της Κύπρου έλαβαν συνταγογράφηση για φάρμακα, σε ορισμένα δυτικά και μεγαλύτερα κράτη μέλη οι ασθενείς έχουν πρόσβαση στο 90% των πρόσφατα εγκεκριμένων φαρμάκων, σε ορισμένα ανατολικά και μικρότερα κράτη μέλη το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 10%, ενώ ο χρόνος αναμονής διαφέρει ριζικά από κράτος μέλος σε κράτος μέλος.
Οι Σχοινάς και Κυριακίδου επισημαίνουν πως «η πρωτοφανής αναταραχή που προκλήθηκε από την πανδημία έφερε και πάλι την υγεία στο προσκήνιο της δημόσιας πολιτικής».
«Στην Ευρώπη είναι πλέον σαφέστερο από ποτέ ότι, όσον αφορά την προστασία της υγείας των πολιτών, η ΕΕ είναι ισχυρότερη όταν δρα από κοινού. Αυτό ακριβώς το συμπέρασμα αποτέλεσε το έναυσμα για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Υγείας, μιας ολοκληρωμένης πολιτικής που βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2020 και που βασίζεται σε ευκαιρίες που ανέκυψαν μετά από την κρίση, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι μακροχρόνιες προκλήσεις και ελλείψεις που επηρεάζουν τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης σε ολόκληρη την Ένωσή μας» σημειώνουν.
Υπογραμμίζοντας ότι «η πρόσβαση στα φάρμακα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός αποδοτικού συστήματος υγειονομικής περίθαλψης», παραδέχονται πως η πραγματικότητα σήμερα είναι «ότι τα φάρμακα δεν φθάνουν σε όλους τους ασθενείς καθώς τα καινοτόμα και ελπιδοφόρα φάρμακα που κυκλοφορούν στην αγορά δεν είναι πάντα διαθέσιμα σε όλα τα κράτη μέλη ισότιμα ή ταυτόχρονα».
«Πολλές νόσοι εξακολουθούν επίσης να παραμένουν χωρίς καμία επιλογή πρόληψης ή θεραπείας. Ταυτόχρονα, πολλοί ασθενείς και συστήματα υγειονομικής περίθαλψης δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά σε ορισμένα φάρμακα λόγω των υψηλών τιμών τους, ενώ οι ελλείψεις φαρμάκων αποτελούν χρόνιο πρόβλημα που μπορεί να στερήσει από τους ασθενείς τις θεραπείες που χρειάζονται. Οι γεωπολιτικές εντάσεις ανέδειξαν επίσης τα τρωτά σημεία και τις εξαρτήσεις των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης, που μας καθιστούν ομήρους των διαθέσεων τρίτων χωρών. Την ίδια στιγμή , πιεστικές προτεραιότητες, όπως η αύξηση των ανθεκτικών στα αντιβιοτικά βακτηρίων, δεν αντιμετωπίζονται με την απαιτούμενη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα» αναφέρουν.
«Από τότε που τέθηκαν σε εφαρμογή οι υφιστάμενοι κανόνες της ΕΕ, έχουν παρέλθει περισσότερα από 20 χρόνια, νέες επιστημονικές και τεχνολογικές μέγα-τάσεις έχουν επιφέρει επανάσταση στο υγειονομικό και φαρμακευτικό τοπίο. Το κανονιστικό μας σύστημα δεν έχει την πολυτέλεια να υστερεί» σύμφωνα με τους δύο Επίτροπους, προσθέτοντας πως «ένα σύγχρονο φαρμακευτικό σύστημα που είναι ανθεκτικό στις κρίσεις και μπορεί να επιτυγχάνει αποτελέσματα καθημερινά για τους πολίτες αποτελεί βασικό στοιχείο της ισχυρής Ευρωπαϊκής Ένωσης Υγείας που οικοδομούμε, έχοντας τη από κοινού επιτυχημένη διαχείριση της πανδημίας ως πρότυπο».
«Είτε πρόκειται για φαρμακοθεραπευτικά μέσα που σταματούν τον πονοκέφαλο, θεραπεύουν μια αλλεργία, εμβολιάζουν ένα παιδί ή θεραπεύουν έναν καρκινοπαθή με το πιο τελευταίο καινοτόμο φάρμακο, πρόκειται για βασικά προϊόντα στα οποία πρέπει να έχουν πρόσβαση όλοι οι πολίτες» συνεχίζουν.
«Το 2019 το 42% των πολιτών της Κύπρου έλαβαν συνταγογράφηση για φάρμακα. Ωστόσο, ενώ οι ασθενείς σε ορισμένα δυτικά και μεγαλύτερα κράτη μέλη έχουν πρόσβαση στο 90 % των πρόσφατα εγκεκριμένων φαρμάκων, σε ορισμένα ανατολικά και μικρότερα κράτη μέλη το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 10 %. Ο χρόνος αναμονής για την πρόσβαση διαφέρει επίσης πολύ, καθώς οι ασθενείς πρέπει να περιμένουν αρκετά χρόνια σε ορισμένα κράτη μέλη και μόνο λίγους μήνες σε άλλα» όπως γράφουν.
«Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ορισμένοι ασθενείς δεν διαθέτουν αποτελεσματικές θεραπευτικές επιλογές για τη νόσο τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι κομβικό να διασφαλιστεί ότι οι ασθενείς έχουν πρόσβαση τόσο σε καινοτόμα όσο και σε οικονομικά προσιτά φάρμακα και ότι, ταυτόχρονα, η πρωτοπόρος σε παγκόσμιο επίπεδο ευρωπαϊκή φαρμακοβιομηχανία μας παραμένει ισχυρή και διεθνώς ανταγωνιστική» επισημαίνουν.
«Οι κανόνες που βασίζονται σε ενιαία προσέγγιση και η κατακερματισμένη ενιαία αγορά φαρμάκων μας αποτελούν μέρος του προβλήματος. Θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για την καινοτόμο βιομηχανία μας, αλλά τα κίνητρα αυτά θα πρέπει να συνδέονται στενότερα με την ανταπόκριση στις ανάγκες των ασθενών και των συστημάτων υγείας. Η διασφάλιση της πρόσβασης των ασθενών και στα 27 κράτη μέλη είναι ουσιαστικής σημασίας» όπως σημειώνουν.
«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, ως κορυφαία προτεραιότητα, θα προωθήσουμε κανόνες για να διασφαλίσουμε ότι τα φάρμακα φθάνουν σε όλους τους ασθενείς στην ΕΕ, δίνοντας ώθηση στον ανταγωνισμό, ο οποίος με τη σειρά του μειώνει τις τιμές και διασφαλίζει τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης σε όλα τα κράτη μέλη. Πρέπει να δημιουργήσουμε μια ενιαία αγορά φαρμάκων» τονίζουν.
«Δεύτερον, αλλά εξίσου σημαντικό, είναι η στήριξη της καινοτομίας με κανόνες που τονώνουν την έρευνα και μειώνουν τη γραφειοκρατία του συστήματος. Με την προσέγγισή μας θα εξοικονομήσουμε 300 εκατ. ευρώ το χρόνο σε περιττή διοικητική επιβάρυνση» συνεχίζουν, επισημαίνοντας επίσης την ανάγκη για πρόληψη των ελλείψεων «να βελτιωθεί η εποπτεία των αλυσίδων εφοδιασμού φαρμάκων, ιδίως για να προσδιοριστεί, αφενός, η ανάγκη να ενισχυθεί η στρατηγική αυτονομία της ΕΕ όσον αφορά την παρασκευή φαρμάκων και, αφετέρου, η ανάγκη να απαιτούνται αποθέματα έκτακτης ανάγκης για ορισμένα φάρμακα».
«Τέλος, η μικροβιακή αντοχή πρέπει να αντιμετωπιστεί με αποφασιστικότητα προτού αυτή η «σιωπηρή πανδημία» καταστεί η επόμενη παγκόσμια κρίση. Σήμερα στην ΕΕ 35.000 άνθρωποι χάνουν ετησίως τη ζωή τους λόγω ανθεκτικών στα φάρμακα βακτηρίων. Προτείνουμε τολμηρά νέα μέσα, συμπεριλαμβανομένων των μεταβιβάσιμων κουπονιών αποκλειστικότητας για νέα αντιμικροβιακά, μηχανισμών προμηθειών και μέτρων συνετής χρήσης, για την αντιμετώπιση του ζητήματος και την τόνωση μιας σειράς προϊόντων που παρουσιάζει έλλειψη εδώ και δεκαετίες» καταλήγει το άρθρο.