THE NEW YORK TIMES / ΕΜΑ ΜΠΑΜΠΟΛΑ
Ηταν μία το μεσημέρι στην παραλία Σαν Τζιρολάμο, στο Μπάρι της νότιας Ιταλίας. Ο ήλιος πλησίαζε το ζενίθ του και η θερμοκρασία άγγιζε τους 40 βαθμούς Κελσίου. Η μυρωδιά από τις ψητές πιπεριές έφθανε στην ακτή περνώντας ανάμεσα από ομπρέλες και ξαπλώστρες.
Ξαφνικά, τα πλαστικά τραπεζάκια καλύφθηκαν με καρό τραπεζομάντιλα και από τις τσάντες ξεκίνησαν να βγαίνουν κάθε λογής καλούδια σε αλουμινένια κουτάκια και χάρτινες σακούλες. Λαζάνια με κόκκινη σάλτσα και βασιλικό, ρύζι με μύδια και πατάτες, σπαγγέτι με θαλασσινά, χταπόδια και πίτσες συνέθεταν το σκηνικό στο οποίο μητέρες καλούσαν τα παιδιά τους για το καθιερωμένο στην περιοχή καλοκαιρινό γεύμα στην παραλία.
Ομως, τα τελευταία καλοκαίρια η αγαπημένη τελετουργία έχει γίνει αντικείμενο αντιπαραθέσεων. Οι ντόπιοι καταγγέλλουν πως όλο και περισσότερα παραλιακά μπαρ και κλαμπ στις ακτές τις Απουλίας, ισχυρό προπύργιο του υπαίθριου γεύματος, έχουν αρχίσει να απαγορεύουν στους πελάτες τους να έρχονται με δικό τους φαγητό στα τραπέζια, στις καρέκλες και στις ξαπλώστρες.
Σε μια χώρα στην οποία τα μεγάλα τσιμπούσια στην παραλία είναι για πολλούς ανθρώπους ο πρωταγωνιστής του καλοκαιριού, οι νέοι κανονισμοί προκαλούν ταραχές. Η μεγαλύτερη εφημερίδα της Ιταλίας, Corriere della Sera, έγραφε πριν από ημέρες στο πρωτοσέλιδό της: «Απουλία: Ο πόλεμος του πικνίκ στην παραλία». Δικηγόροι, μέχρι και πολιτικοί μπήκαν στο θερμό ντιμπέιτ και προσπάθησαν να απαντήσουν στο εάν και κατά πόσον οι αιτιάσεις των καταστηματαρχών έχουν νομική βάση.
Φωτ. Francesco Guerra / The New York Times
Με βάση το έγγραφο δίκαιο, κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει στους Ιταλούς και στις Ιταλίδες να φέρνουν το δικό τους φαγητό σε μια παραλία η οποία είναι δημόσια και τα καταστήματα απλώς παρέχουν υπηρεσίες σε ένα μέρος της. Ομως επειδή τα εν λόγω καταστήματα λειτουργούν κάτω από ιδιαίτερες νομικές ρυθμίσεις, πολλοί ιδιοκτήτες θέτουν σε εφαρμογή τον γενικό και άγραφο κανόνα που απαγορεύει σε έναν πελάτη να φέρει δικό του φαγητό στο κατάστημα.
Πολλές εργαζόμενες οικογένειες της περιοχής που βλέπουν τις παραλίες τους να ιδιωτικοποιούνται χρόνο με τον χρόνο αισθάνονται πως ο νέος κανονισμός είναι ακόμη ένας εξωγενής περιορισμός της δημόσιας ζωής τους. Βγάζοντας ασταμάτητα παγωμένες μπίρες από τα φορητά ψυγεία τους, οι κάτοικοι συζητούν θυμωμένοι για τα νέα δεδομένα.
Φωτ. Francesco Guerra / The New York Times
Οι τέντες, τα τραπέζια και τα λουκούλλεια γεύματά τους, λένε, είναι το τελευταίο καταφύγιο σε μια εποχή που δυσκολεύονται πια να αναγνωρίσουν τις παραλίες στις οποίες μεγάλωσαν. «Δεν έχουν κανένα δικαίωμα να βάζουν το χέρι τους στα καλάθια του κόσμου», δήλωσε ο Μικέλε Σκόρτσα καθώς έτρωγε την πατατοσαλάτα του σε μια μικρή λωρίδα ελεύθερης άμμου που περιβάλλεται από ψηλά κτίρια. «Κι εμείς για να μην μπλέξουμε σε καβγάδες αναγκαζόμαστε να ερχόμαστε εδώ».