REUTERS, A.P.
Το εισιτήριο κυμαίνεται ανάμεσα στο αλμυρό και το εξωφρενικό (μεταξύ 225 και 500.000 δολαρίων), αλλά όσοι αγοράσουν την πιο ακριβή εκδοχή του θα έχουν ένα μοναδικό προνόμιο: να φωτογραφηθούν μαζί με τρεις προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών. O λόγος γίνεται για το δείπνο συγκέντρωσης χρημάτων για την προεκλογική εκστρατεία του Τζο Μπάιντεν, που θα λάβει χώρα σήμερα το βράδυ στη Νέα Υόρκη, με τη συμμετοχή του Μπαράκ Ομπάμα και του Μπιλ Κλίντον.
Οι τρεις από τους τέσσερις εν ζωή Δημοκρατικούς προέδρους (στα 99 του χρόνια και με σοβαρά προβλήματα υγείας, ο Τζίμι Κάρτερ δεν ήταν δυνατό να παραβρεθεί) μπορεί να έχουν αρκετές διαφορές στυλ και πολιτικής, αλλά μοιράζονται έναν κοινό στόχο: να κάνουν το παν για να αποτρέψουν το ενδεχόμενο μιας επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, κάτι που θεωρούν ότι θα ήταν καταστροφικό για την Αμερική.
Σε χαμηλά επίπεδα παραμένει η δημοτικότητα του προέδρου, αλλά ο Τραμπ εμπνέει περισσότερο φόβο και οργή από τον αντίπαλό του.
Ειδικά ο Μπαράκ Ομπάμα μιλάει συχνά στο τηλέφωνο με τον πρώην αντιπρόεδρό του για τα θέματα της προεκλογικής εκστρατείας, ενώ την περασμένη Παρασκευή είχε γεύμα εργασίας με τον Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο. Ο πρώτος μαύρος πρόεδρος στην αμερικανική Ιστορία, πάντα δημοφιλής στη βάση των Δημοκρατικών, δεν κρύβει την ανησυχία του ότι η μάχη του Νοεμβρίου θα κριθεί στο νήμα και η τελική νίκη δεν μπορεί καθόλου να θεωρείται δεδομένη.
Ηδη ο Μπαράκ Ομπάμα εμφανίστηκε σε βίντεο, με αφορμή τη 14η επέτειο από τη δημοφιλή μεταρρύθμιση στο σύστημα Υγείας που έγινε επί των ημερών του, για να καλέσει τους Αμερικανούς να ψηφίσουν Μπάιντεν, τονίζοντας ότι αν εκλεγεί ο Τραμπ εκατομμύρια πολίτες μπορεί να μείνουν χωρίς ασφάλεια υγείας. Οπως αναφέρει το CNN, ο πρώην πρόεδρος αναμένεται να πυκνώσει τις προεκλογικές εμφανίσεις του στο πλευρό του Μπάιντεν προς το φθινόπωρο, όταν θα αρχίσουν να ψηφίζουν ταχυδρομικά πολλοί Αμερικανοί.
Από την πλευρά τους οι New York Times υπενθυμίζουν ότι η σχέση μεταξύ των τριών προέδρων δεν ήταν πάντα εύκολη. Ο Ομπάμα κέρδισε το χρίσμα των Δημοκρατικών στις εκλογές του 2008 εναντίον του Τζο Μπάιντεν και της Χίλαρι Κλίντον, για να τους χαρίσει στη συνέχεια την αντιπροεδρία και το υπουργείο Εξωτερικών. Στην πρώτη γραμμή της πολιτικής επί δεκαετίες, ο Μπάιντεν, με το θερμόαιμο ιρλανδικό ταμπεραμέντο του, είχε αρκετές δυσκολίες να συμβιβαστεί με τον δεύτερο ρόλο απέναντι στον χαρισματικό, αλλά στερούμενο πείρας Ομπάμα και να εισπράττει έναν κάποιο σνομπισμό από ορισμένα μέλη του επιτελείου του.
Ολα αυτά όμως ωχριούν μπροστά στην κοινή επιδίωξη της εκλογικής νίκης. Ο Μπαράκ Ομπάμα θεωρείται ο ιδανικός άνθρωπος για να απευθυνθεί στο τμήμα της βάσης των Δημοκρατικών που έχει απογοητευθεί από τον Μπάιντεν – είτε για πολιτικούς λόγους είτε απλά και μόνο λόγω της προχωρημένης ηλικίας του. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους νέους, τους μαύρους και τους ισπανόφωνους, κοινωνικές ομάδες στις οποίες εμφανώς χωλαίνει ο νυν πρόεδρος.
Οι δημοσκοπήσεις
Οι περισσότερες από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις συνεχίζουν να δίνουν μικρό προβάδισμα στον Ντόναλντ Τραμπ, αν και η εικόνα παραμένει εξαιρετικά ρευστή, με τον Μπάιντεν να εμφανίζει άνοδο, ιδιαίτερα σε κρίσιμες διαφιλονικούμενες πολιτείες, μετά την κατά γενική ομολογία επιτυχημένη ομιλία του στο Κογκρέσο για την Κατάσταση της Ενωσης.
Σύμφωνα με τελευταία δημοσκόπηση του ινστιτούτου NORC για λογαριασμό του πρακτορείου Associated Press, ο Τραμπ εμπνέει σε περισσότερους Δημοκρατικούς «φόβο» ή «οργή» από ό,τι συμβαίνει με τον Μπάιντεν στους Ρεπουμπλικανούς. Τα σχετικά ποσοστά είναι 70% για τον Τραμπ και 56% για τον Μπάιντεν. Το ίδιο ισχύει όμως και για τα θετικά συναισθήματα που εμπνέουν οι δύο αντίπαλοι: το 54% των Ρεπουμπλικανών δηλώνει ότι θα αισθανθεί «ενθουσιασμό» αν ο Τραμπ εξασφαλίσει δεύτερη θητεία, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τον Μπάιντεν περιορίζεται σε 40%. Σε πανεθνικό επίπεδο η δημοτικότητα του Δημοκρατικού προέδρου παραμένει καθηλωμένη στο 38%, με την πλειονότητα του πληθυσμού (αλλά και σημαντική μερίδα ψηφοφόρων του δικού του κόμματος) να μην επιδοκιμάζει την οικονομική, ούτε τη μεταναστευτική πολιτική του.
Επέλεξε αντιπρόεδρο ο Κένεντι
Ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ ανακοίνωσε χθες πως επιλέγει τη Νικόλ Σάναχαν ως συνυποψήφιά του και αντιπρόεδρο σε περίπτωση που εκλεγεί. Πρόκειται για μια γυναίκα πρωτοεμφανιζόμενη στην πολιτική σκηνή αλλά και μία από τις μεγαλύτερες χορηγούς προς το κόμμα του ανεξάρτητου υποψηφίου που φιλοδοξεί να αποτελέσει μία εναλλακτική επιλογή στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Ο Κένεντι, 70 ετών, δήλωσε ότι επέλεξε τη Σάναχαν, μια 38χρονη δικηγόρο με έδρα την Καλιφόρνια, λόγω της «βαθιάς εσωτερικής γνώσης» της για το πώς «οι κολοσσοί της τεχνολογίας χρησιμοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη για να χειραγωγήσουν το κοινό». Μιλώντας εκτενώς για την τεχνητή νοημοσύνη δήλωσε επίσης πως εάν εκλεγεί σκοπεύει να αυξήσει τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης για τον υπολογισμό των «καταστροφικών συνεπειών για την υγεία που έχουν οι τοξίνες στο έδαφος, τον αέρα, το νερό και τα τρόφιμα που καταναλώνουμε».
Ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ, σε προεκλογική συγκέντρωση στο Οκλαντ της Καλιφόρνιας, αμέσως μετά την ανακοίνωση της Νικόλ Σάναχαν ως συνυποψήφιάς του στις κάλπες του Νοεμβρίου. [A.P. Photo/Eric Risberg]
Ο Κένεντι χαιρέτισε τη Σάναχαν ως μία «στενή συνάδελφο, δικηγόρο, λαμπρή επιστήμονα, τεχνολόγο και ακούραστη μητέρα μαχήτρια». Την αποκάλεσε ακόμη «κόρη εξαθλιωμένων μεταναστών» που εξαρτιόταν από κουπόνια τροφίμων ως παιδί στο Οκλαντ της Καλιφόρνιας, όπου εκφώνησε και ο ίδιος την ομιλία. «Πιστεύουμε ότι ούτε ο τέως πρόεδρος Τραμπ ούτε ο πρόεδρος Μπάιντεν κατανοούν επαρκώς τις υποχρεώσεις και τους κινδύνους της τεχνολογίας και δεν μπορούν να κατευθύνουν τη χώρα προς την ελευθερία, την υγεία και την ευημερία», είπε.
Η επιλογή της Σάναχαν από τον Κένεντι έρχεται να ενισχύσει μία υποψηφιότητα που πολλοί Δημοκρατικοί φοβούνται ότι θα μπορούσε να κοστίσει στον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν κρίσιμες ψήφους στην αναμέτρησή του με τον Ντόναλντ Τραμπ. Το κυβερνών κόμμα έχει ασκήσει κριτική στον Κένεντι για την επιλογή του να θέσει εαυτόν υποψήφιο.
Το πολιτικό πρόγραμμα του Κένεντι συνδυάζει προτάσεις από ένα μεγάλο φάσμα πολιτικών παραδόσεων, το οποίο εκτείνεται από τον συντηρητισμό έως τον προοδευτικό φιλελευθερισμό κι έχει καταφέρει να κερδίσει τη θερμή στήριξη της τεχνολογικής βιομηχανίας της Σίλικον Βάλεϊ. Τις περισσότερες φορές τα «τρίτα κόμματα» και οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι δεν καταφέρνουν να κλονίσουν τον δικομματισμό στη χώρα. Εντούτοις, έρευνα του Πανεπιστημίου Κινιπιάκ στο Κονέκτικατ, που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Νοέμβριο, έδειξε πως ο Κένεντι θα κέρδιζε 22% των ψήφων εάν οι εκλογές διεξάγονταν εκείνη την ημέρα.
Δικηγόρος με ειδίκευση σε ζητήματα περιβάλλοντος, ο ανιψιός του δολοφονηθέντος πρώην προέδρου Τζον Φ. Κένεντι έχει στο παρελθόν μιλήσει εναντίον του εμβολιασμού.
«Η καμπάνια μας είναι ενοχλητική. Συμφωνώ με αυτό. Ενοχλητική για τον πρόεδρο Μπάιντεν και για τον Ντόναλντ Τραμπ», δήλωσε ο Κένεντι την Τρίτη. «Είναι χαριστική βολή για την πολεμική μηχανή που επεμβαίνει σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι ενοχλητική για τη Wall Street και τη μεγάλη αγροτοβιομηχανία και τη μεγάλη βιομηχανία τεχνολογίας. Για τους κολοσσούς των τηλεπικοινωνιών και τις τεράστιες φαρμακευτικές. Για τα μέσα ενημέρωσης που ανήκουν σε επιχειρηματίες και όλους τους διεφθαρμένους πολιτικούς και εταιρείες».
Δεν έπεισε η μεταμέλειά της
Το τηλεοπτικό δίκτυο NBC ανακάλεσε χθες την απόφασή του να προσλάβει ως πολιτική αναλύτρια την προσφάτως παραιτηθείσα τέως πρόεδρο της εθνικής επιτροπής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, Ρόνα ΜακΝτάνιελ. Η πρόσληψή της από το αμερικανικό μέσο ενημέρωσης, που ανακοινώθηκε την Παρασκευή, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις εξαιτίας της εμπλοκής της στην προσπάθεια ανατροπής του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών του 2020, με «ενορχηστρωτή» τον Ντόναλντ Τραμπ.
Την Κυριακή η ΜακΝτάνιελ άδραξε μία ευκαιρία να διορθώσει το δημόσιο προφίλ της, αναφέροντας σε συνέντευξή της στο NBC πως ο Τζο Μπάιντεν κέρδισε τις εκλογές «πεντακάθαρα». Ομως, αυτές οι δηλώσεις «κατόπιν εορτής» δεν φαίνεται να έπεισαν το ευρύ κοινό, αλλά ούτε τους πολιτικούς της αντιπάλους. Ο Αλεξ Φλόιντ, εκπρόσωπος της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών σχολίασε λίγο αργότερα πως η «απελπισμένη προσπάθεια να ξεπλύνει το ιστορικό της αποτελεί προσβολή για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία».
Η Ρόνα ΜακΝτάνιελ, κρατώντας ένα σφυρί, κηρύσσει την έναρξη της χειμερινής συνεδρίασης της εθνικής επιτροπής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το 2023, όταν ήταν πρόεδρός της. [A.P. Photo/Jae C. Hong]
Ο διευθυντής του NBC, Σίζαρ Κοντ, ζήτησε συγγνώμη από τους εργαζομένους του καναλιού για την αγανάκτηση που προκάλεσε η πρόσληψη της ΜακΝτάνιελ και δήλωσε πως το κανάλι δεν έχει πλέον καμία σχέση μαζί της. «Κανένας οργανισμός, πόσο μάλλον δημοσιογραφικός, δεν μπορεί να επιτύχει χωρίς ομόνοια και σύμπνοια. Τις περασμένες ημέρες κατέστη σαφές πως αυτή η πρόσληψη υπονομεύει τον στόχο μας», ανέφερε το memo που στάλθηκε στο προσωπικό της εταιρείας. «Παραμένουμε όμως αφοσιωμένοι στη μετάδοση φωνών από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα», κατέληξε, αναφερόμενος στην προσπάθεια που κάνει τον τελευταίο καιρό το κανάλι να εντάξει περισσότερα δεξιά άτομα στο προσωπικό του.
Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί ότι ο Κοντ δεν είχε πραγματικά επιλογή. Πλειάδα από τους μεγαλύτερους αστέρες του καναλιού καταδίκασαν δημόσια την επιλογή της ΜακΝτάνιελ για τη διαδοχή του Τσακ Τοντ στη δημοφιλή εκπομπή «Meet the Press».
Μέλος της διάσημης πολιτικής οικογένειας των Ρόμνεϊ, η ΜακΝτάνιελ είχε λοιδορήσει και συκοφαντήσει δημοσιογράφους και μέσα ενημέρωσης κατά την ταραγμένη περίοδο του Ιανουαρίου 2021, όπου επαναλάμβανε διαρκώς τους ισχυρισμούς του Τραμπ περί εκλογικής νοθείας. Αν και ο ίδιος ο τέως πρόεδρος την όρισε στην κορυφαία θέση το 2017, εντούτοις πριν από δύο εβδομάδες «διέταξε» την καθαίρεσή της εξαιτίας της γενικότερης δυσαρέσκειας που επικρατεί στο κόμμα ύστερα από τα αποθαρρυντικά αποτελέσματα των πρόσφατων τοπικών εκλογών.
Ωστόσο, ο Τραμπ δεν άφησε το περιστατικό ασχολίαστο. «Αυτοί οι ακροαριστεροί έχουν τρελαθεί εντελώς και οι διοικητές του NBC είναι αδύναμοι», έγραψε στην πλατφόρμα Truth Social, ιδιοκτησίας του ιδίου.
Το περιστατικό υπογραμμίζει την αμηχανία που επικρατεί στον μιντιακό κόσμο των ΗΠΑ σε σχέση με τον Τραμπ και τους συνεργάτες του. Ο τέως πρόεδρος δεν έχει αποκηρύξει τη θέση του περί «κλεμμένων εκλογών» ούτε έχει αλλάξει τη στάση του απέναντι στα μέσα ενημέρωσης που δεν τον υποστηρίζουν.
- Μπάιντεν: Δεν αποκλείει ντιμπέιτ με τον Τραμπ – «Εξαρτάται από τη συμπεριφορά του»
- Σανίδα σωτηρίας για τον Τραμπ – Το εφετείο έριξε το ποσό της εγγύησης στα 175 εκατ.
- Δεν «πείθει» τους μαύρους ψηφοφόρους το μήνυμα ότι ο Τραμπ απειλεί τη δημοκρατία
- Ο Μάικ Πενς δεν θα στηρίξει τον Τραμπ για την προεδρία