Kathimerini.gr
Τα σενάρια περί επαπειλούμενης χρήσης χημικών και/ή βιολογικών όπλων από τη Ρωσία στο μέτωπο της Ουκρανίας διατυπώνονται πλέον σχεδόν σε καθημερινή βάση, υπό μορφή προειδοποιήσεων.
Θα υπάρξει «απάντηση» αν η Ρωσία χρησιμοποιήσει χημικά όπλα, είπε σήμερα ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν από το βήμα συνέντευξης Τύπου στις Βρυξέλλες.
Η Ρωσία ίσως προσπαθεί να βρει ένα πρόσχημα για να προχωρήσει σε χρήση χημικών όπλων στην Ουκρανία, όταν κατηγορεί τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της Αμερικής ότι προετοιμάζουν μια τέτοια επίθεση, είχε δηλώσει νωρίτερα σήμερα ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, επίσης από τις Βρυξέλλες.
Η Μόσχα κατηγορεί εδώ και καιρό τις ΗΠΑ ότι χρηματοδοτούν προγράμματα «βιολογικού πολέμου» στην Ουκρανία. Η αμερικανική πλευρά ωστόσο «απαντά» πως κάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό για το οποίο την κατηγορούν οι Ρώσοι. Αμερικανοί υπενθυμίζουν, δε, πως το ίδιο το Κρεμλίνο είχε άλλοτε επωφεληθεί από ακριβώς αυτό το αμερικανικό πρόγραμμα το οποίο τώρα συκοφαντεί. Ποιό είναι όμως αυτό το πρόγραμμα;
Ο ίδιος ο Μπαράκ Ομπάμα, χρόνια προτού εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ, όταν ήταν ακόμη Γερουσιαστής, είχε επισκεφθεί την Ουκρανία, όπως σημειώνει σε μακροσκελές δημοσίευμά της η Wall Street Journal. Το ταξίδι του Ομπάμα στην Ουκρανία ήταν μάλιστα το πρώτο που είχε πραγματοποιήσει στο εξωτερικό έπειτα από την εκλογή του στη Γερουσία. Ο μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ είχε τότε, το 2005, επισκεφθεί εργαστήρια στην Ουκρανία, και όχι μόνο στην Ουκρανία αλλά και στη Ρωσία επίσης, όπως και στο Αζερμπαϊτζάν.
Σημειωτέων πως εκείνα τα εργαστήρια δεν ήταν μυστικά. Αντιθέτως, η ύπαρξη, η λειτουργία και ο σκοπός της λειτουργίας τους ήταν γνωστά στη ρωσική πλευρά, η οποία μάλιστα, όπως σημειώνεται σε σχετικό δημοσίευμα της Wall Street Journal, είχε επωφεληθεί και η ίδια από το συγκεκριμένο πρόγραμμα του αμερικανικού Πενταγώνου. Ποιο ήταν όμως αυτό το πρόγραμμα;
Το πρόγραμμα αφοπλισμού της δεκαετίας του 1990
Ξεκινώντας από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι Ηνωμένες Πολιτείες προώθησαν, στη βάση της νομοθετικής πρωτοβουλίας Nunn–Lugar Act, την υλοποίηση ενός μεταψυχροπολεμικού προγράμματος, γνωστού ως Cooperative Threat Reduction (CTR) Program.
Σκοπός αυτού του προγράμματος ήταν να συμβάλει στην εφαρμογή συμφωνιών αφοπλισμού τις οποίες είχε συνυπογράψει και η Μόσχα. Πως; Παίρνοντας τα (χημικά, βιολογικά, πυρηνικά) όπλα μαζικής καταστροφής (Weapons of Mass Destruction – WMD) της Σοβιετικής Ένωσης και σταδιακά εξαλείφοντάς τα.
Τα εν λόγω όπλα, στην πορεία, θα αποσυναρμολογούνταν σε ειδικές εγκαταστάσεις και τα δυνητικά καταστροφικά «υλικά» που εκείνα έφεραν εντός τους θα «εξουδετερώνονταν» προκειμένου να μην μπορούν εκείνα πλέον να αποτελέσουν εστία δυνητικών κινδύνων.
Στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος, οι Αμερικανοί χρηματοδότησαν και στήριξαν υλικοτεχνικά-επιστημονικά τη λειτουργία ουκ ολίγων εργαστηρίων αφοπλισμού/εξάλειψης αυτών των προερχόμενων από το παρελθόν όπλων μαζικής καταστροφής. Σημειωτέων πως τέτοια εργαστήρια υπήρχαν σε πολλές περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (Ουκρανία, Γεωργία, Λευκορωσία, Ουζμπεκιστάν, Καζακστάν) αλλά και στην ίδια τη Ρωσία.
Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, το αμερικανικό Πεντάγωνο έχει από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και έπειτα ξοδέψει περίπου 12 δισεκατομμύρια δολάρια στο συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Όταν Αμερικανοί και Ρώσοι συνεργάζονταν
Αξίζει να σημειωθεί, δε, πως στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος, οι Αμερικανοί ξόδεψαν, μεταξύ άλλων, και περίπου 1 δισεκατομμύριο δολάρια για την ανέγερση ειδικής εγκατάστασης στο Shchuchye της Σιβηρίας, προκειμένου η Ρωσία να «αφοπλίσει» εκεί εκατομμύρια χημικά όπλα της σοβιετικής περιόδου. Για σειρά ετών μάλιστα, Αμερικανοί και Ρώσοι θα συνεργάζονταν ομαλά στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος.
Σημειώνεται πως από την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και έπειτα, οι δυνητικοί κίνδυνοι αυτών των όπλων και των υλικών τους επέστρεψαν στο προσκήνιο, υπό το φόβο όσων θα μπορούσαν να συμβούν εάν τέτοιου τύπου παλαιά όπλα ή υλικά έπεφταν στα χέρια τρομοκρατικών ομάδων.
Στο ίδιο πλαίσιο, θα άρχιζαν να εξετάζονται από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και έπειτα, με την πρόθεση να «θωρακιστούν» και να καταστούν ασφαλή και ακίνδυνα, και πολλά από τα βιολογικά, χημικά κ.ά. εργαστήρια που λειτουργούσαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση.
Ο αξιωματούχος του Πενταγώνου, Άντριου Γουέμπερ, είχε τότε, πριν από περίπου 20 χρόνια, συστήσει μια ομάδα η οποία επισκέφτηκε τις βιολογικές και χημικές εγκαταστάσεις της Ουκρανίας. «Διαπιστώσαμε ότι αρκετές από εκείνες είχαν συλλογές επικίνδυνων παθογόνων που είχαν απομείνει από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν σε πολύ κακή κατάσταση», θυμάται ο ίδιος, μιλώντας Wall Street Journal.
Τα εργαστήρια της Ουκρανίας – σε αντίθεση με ορισμένα σε άλλες πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες – δεν συμμετείχαν άμεσα στο πρόγραμμα βιολογικών όπλων του Ψυχρού Πολέμου, ωστόσο διέθεταν παθογόνους παράγοντες, σύμφωνα με τον κ. Γουέμπερ.
Αυτά τα παθογόνα θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή εάν απελευθερώνονταν, είτε κατά λάθος είτε επίτηδες. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες πλήρωσαν προκειμένου να κατασκευαστούν και/ή να αναβαθμιστούν εγκαταστάσεις στην Ουκρανία (και όχι μόνο στην Ουκρανία) που θα μπορούσαν να «ασφαλίσουν»-«ελέγξουν» το εν λόγω – δυνητικά επικίνδυνο – βιολογικό υλικό.
«Εξωφρενικές» οι ρωσικές κατηγορίες
Η Μόσχα έρχεται πλέον, πολλά χρόνια μετά, με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία, να κατηγορήσει την Ουάσιγκτον και το Κίεβο πως διεξάγουν μη-ειρηνικά πειράματα με στόχο την ανάπτυξη βιολογικών όπλων/απειλών.
Η αμερικανική πλευρά απορρίπτει, ωστόσο, αυτές τις ρωσικές κατηγορίες ως «εξωφρενικές».
Παράλληλα ωστόσο, αναζητώντας τις βαθύτερες ρωσικές στοχεύσεις πίσω από όσα καταγγέλλονται, πολλοί δυτικοί έχουν εκφράσει την ανησυχία ότι η Ρωσία θα μπορούσε να προχωρήσει σε μια επίθεση με χημικά εντός των ουκρανικών συνόρων την οποία εν συνεχεία θα επιχειρήσει να «χρεώσει» στην ουκρανική πλευρά καταγγέλλοντας ουκρανική «προβοκάτσια».
Δυτικές πηγές εκτιμούν πως η Μόσχα ίσως να προετοιμάζει μάλιστα το έδαφος για μια τέτοια «προβοκάτσια» μέσα από τις διαρροές στις οποίες έχει προβεί περί ύποπτων βιολογικών εργαστηρίων τα οποία φέρονται να λειτουργούν εντός των ουκρανικών συνόρων με αμερικανική υποστήριξη.