Kathimerini.gr
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, δυστυχώς εξελίσσεται σε έναν παρατεταμένο πόλεμο με απρόβλεπτες συνέπειες. Το Κρεμλίνο έχει αποφασίσει να συνεχίσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για όσο χρονικό διάστημα κριθεί απαραίτητο, χωρίς να υπολογίζει ανθρώπινες απώλειες. Η ρωσική οικονομία έχει προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες για να υποστηρίξει την πολεμική μηχανή της χώρας. Η συμμαχία με την Κίνα και το Ιράν έχει επιτρέψει στη ρωσική ηγεσία να προμηθεύεται ό,τι χρειάζεται για να συνεχίσει απρόσκοπτα τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις. Προφανώς, μια ολοκληρωτική νίκη εναντίον της Μόσχας δεν είναι πλέον το πιθανότερο σενάριο.
Η πρόσφατη δημόσια παρέμβαση του Πάπα Φραγκίσκου για συνθηκολόγηση της Ουκρανίας προκάλεσε δικαιολογημένα πολλές αντιδράσεις, αλλά η συζήτηση έχει ξεκινήσει παρασκηνιακά εδώ και μήνες. Υπάρχουν τρεις μεγάλες ομάδες που επιθυμούν τον τερματισμό του πολέμου, με οποιοδήποτε κόστος. Η πρώτη αποτελείται από εκείνους που επιθυμούν την ταχεία εξομάλυνση των ενεργειακών σχέσεων με τη Μόσχα. Συγκεκριμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες προτάσσουν κοντόφθαλμα το οικονομικό όφελος έναντι της ασφάλειας. Η δεύτερη ομάδα απαρτίζεται από φιλορωσικές δυνάμεις, που τρέφουν αισθήματα συμπάθειας για το καθεστώς Πούτιν. Μεγάλο κομμάτι της αμερικανικής και ευρωπαϊκής άκρας Δεξιάς συνεχίζει να ταυτίζεται με τη ρητορική του Κρεμλίνου κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η τρίτη περιλαμβάνει όσους ιεραρχούν την κινεζική απειλή πιο ψηλά από εκείνη της Ρωσίας και αντιλαμβάνονται την Ουκρανία ως κομμάτι της ρωσικής σφαίρας επιρροής. Πρόκειται για τη σχολή σκέψης του Τζον Μερσχάιμερ και του Χένρι Κίσινγκερ, που αντιμετωπίζει τη Μόσχα σαν έναν δυνητικό σύμμαχο στην προσπάθεια ανάσχεσης του Πεκίνου.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι σύμπτωμα μιας πραγματικότητας που δεν άλλαξε ποτέ. Ούτως ή άλλως ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις συνιστά ένα εγγενές χαρακτηριστικό του διεθνούς συστήματος. Οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία χρησιμοποιούν τη διπλωματία και τη στρατιωτική τους ισχύ για να αυξήσουν την επιρροή τους και να προστατεύσουν τα εθνικά τους συμφέροντα. Ολοι τους οικοδομούν νέες συμμαχίες με μικρότερες χώρες στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή, στη Νότια και Νοτιοανατολική Ασία. Δεν πρόκειται για μια πρωτοφανή κατάσταση, αφού αυτή ήταν πάντα η συμπεριφορά των μεγάλων δυνάμεων. Κάνουν προβολή ισχύος όπου μπορούν και εξαναγκάζουν τους λιγότερο ισχυρούς αντιπάλους τους σε υποχωρήσεις.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η ενωμένη Ευρώπη δύναται τελικά να διαδραματίσει έναν δικό της αυτόνομο ρόλο στο αναδυόμενο πολυπολικό σύστημα. Ο πόλεμος της Ουκρανίας έχει αναδείξει τις εντάσεις και αντιφάσεις που υπάρχουν στο ευρωπαϊκό στρατόπεδο. Οι κυρώσεις δεν εφαρμόζονται πλήρως, επειδή ορισμένες χώρες δεν επιθυμούν να διαταράξουν τις σχέσεις τους με τη Μόσχα. Ταυτόχρονα, υπάρχουν ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που δεν είναι διατεθειμένες να υποστηρίξουν ενεργά το εγχείρημα της στρατηγικής αυτονομίας. Επειτα από τρεις δεκαετίες συζητήσεων, ο σχεδιασμός για τη συγκρότηση μιας κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής παραμένει μόνον στα χαρτιά. Οι στρατιωτικές δυνατότητες των περισσοτέρων κρατών είναι αρκετά περιορισμένες, αφού οι αμυντικές δαπάνες παραμένουν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει ένα μεγάλο έλλειμμα στρατηγικής στην Ευρώπη. Η απώλεια περισσότερων ουκρανικών εδαφών θα προκαλέσει πανικό στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Κανείς δεν ξέρει τι πραγματικά επιδιώκει να πετύχει το καθεστώς Πούτιν. Αν ο τελικός σκοπός είναι μόνο η υφαρπαγή ουκρανικών εδαφών, τότε η λύση είναι προφανής. Η Ουκρανία πρέπει να υποστηριχθεί με όλα τα διαθέσιμα μέσα, χωρίς να διακινδυνεύσει η Ευρώπη μια απευθείας σύγκρουση με τη Ρωσία. Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν ενδείξεις ότι το Κρεμλίνο σχεδιάζει μεγαλύτερες αλλαγές στον χάρτη.
Υπό το πρίσμα αυτών των δεδομένων πρέπει να ερμηνευθεί η πρόταση του προέδρου Μακρόν για αποστολή ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Ουκρανία. Οσο μακρινό και να φαίνεται ένα τέτοιο σενάριο σήμερα, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα μιας πιο ενεργούς ευρωπαϊκής συνδρομής στην άμυνα της Ουκρανίας. Κάτι αντίστοιχο συνέβη μετά την έναρξη του ρωσικού εμφυλίου πολέμου το 1917, με την αποστολή βρετανικών, γαλλικών και ελληνικών στρατευμάτων. Βέβαια οι συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές τότε και μια ιστορική αναλογία δεν σημαίνει επανάληψη των ίδιων αποτελεσμάτων. Τότε η ξένη επέμβαση προσπάθησε να κρατήσει στην εξουσία το τσαρικό καθεστώς, ενώ σήμερα μιλάμε για την επιβίωση μιας ανεξάρτητης χώρας και την προστασία της Ευρώπης.
Σ’ αυτήν την προσπάθεια η υποστήριξη της Ουάσιγκτον δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Αν κερδίσει στις επικείμενες εκλογές ο Ντόναλντ Τραμπ, η αμερικανική βοήθεια προς το Κίεβο πολύ πιθανόν να μειωθεί σημαντικά. Η ώρα των μεγάλων αποφάσεων για την Ευρωπαϊκή Ενωση πλησιάζει. Στην Ουκρανία διακυβεύεται το μέλλον της ηπείρου μας.
* Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.