Mark Landler/New York Times
Ο βασιλιάς Κάρολος Γ΄ δεν είχε καμία σχέση με την εμπορική συμφωνία της Βόρειας Ιρλανδίας που αποκαλύφθηκε τη Δευτέρα από τη Βρετανία και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Δεν θα ήταν όμως ουδείς παράλογος αν έλεγε ότι είχε βάλει τη βασιλική του έγκριση στη συμφωνία.
Ονομάζεται «Πλαίσιο του Ουίνδσορ», που τυγχάνει το οικογενειακό όνομα του βασιλιά. Σφραγίστηκε σε πολυτελές ξενοδοχείο στο Ουίνδσορ, δυτικά του Λονδίνου, όπου διαθέτει κάστρο. Και ήταν εκεί, στο Κάστρο του Ουίνδσορ, που ο Κάρολος υποδέχθηκε μία από τις διαπραγματεύτριες, την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για τσάι, λίγα λεπτά αφότου εκείνη και ο Βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ παρουσίασαν τη συμφωνία στον κοινό.
Αυτή η επίσκεψη αβρότητας και η φωτογραφία που προέκυψε με έναν χαμογελαστό βασιλιά που εμφανίστηκε για να τιμήσει την προσκεκλημένη του προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση από επικριτές, οι οποίοι είπαν ότι η κυβέρνηση επιστράτευσε απρεπώς τον βασιλιά Κάρολο ως σύμμαχο σε ένα από τα πιο διχαστικά ζητήματα στη βρετανική πολιτική. Κατά παράδοση, ο συνταγματικός μονάρχης της Βρετανίας δεν εμπλέκεται στην πολιτική, πόσο μάλλον στα… κύματα του Brexit.
Τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ και η Ντάουνινγκ Στριτ εμφανίστηκαν να μη συμφωνούν για το ποιου πρωτοβουλία ήταν η συνάντηση με τη Φον ντερ Λάιεν. Το παλάτι είπε ότι ο βασιλιάς ενεργούσε σύμφωνα με «συμβουλή της κυβέρνησης», ενώ εκπρόσωπος του πρωθυπουργού είπε ότι ο Σούνακ «πιστεύει ακράδαντα ότι εναπόκειται στον βασιλιά η λήψη τέτοιων αποφάσεων».
Για πολλούς, αυτό μπορεί να φαίνεται μια ασήμαντη διαφωνία περί πρωτοκόλλου. Ωστόσο, οι ιστορικοί παρατήρησαν ότι ο Βρετανός μονάρχης είναι μια ισχυρή φιγούρα για τους υπέρμαχους της πολιτικής ένωσης Βρετανίας και Β. Ιρλανδίας, οι οποίοι είναι και εκείνοι που αντιτίθενται κυρίως στην εμπορική συμφωνία. Οι ενωτικοί τάσσονται υπέρ της διατήρησης του βόρειου τμήματος του Ηνωμένου Βασιλείου και δηλώνουν πίστη στον Βρετανό μονάρχη. Δίνοντας στον βασιλιά έναν τόσο εμφανή ρόλο στην οριστικοποίηση της συμφωνίας και τυλίγοντας τη συμφωνία με το όνομα Ουίνδσορ, ορισμένοι παρατηρητές είπαν ότι η κυβέρνηση δυσκολεύει τους ενωτικούς να την απορρίψουν.
«Αποκαλώντας τη “Συμφωνία του Ουίνδσορ”, η κυβέρνηση προσπάθησε να υπονοήσει ότι [ο Κάρολος] την υποστηρίζει», δήλωσε ο Βέρνον Μπογκντάνορ, ειδικός της συνταγματικής μοναρχίας στο King’s College του Λονδίνου. «Νομίζω ότι ο βασιλιάς έχει περιέλθει σε ιδιαίτερα αμήχανη θέση».
Αλλοι βασιλικοί παρατηρητές ήταν λιγότερο πρόθυμοι να δώσουν συγχωροχάρτι στον Κάρολο για τον ενθουσιώδη ρόλο του στα γεγονότα εκείνης της ημέρας. Είπαν ότι ο βασιλιάς και οι αυλικοί του επέδειξαν κακή κρίση όταν συμφώνησαν να συναντήσει τη Φον ντερ Λάιεν, λόγω της επιθυμίας του Κάρολου να δείξει το πολιτικό του μέγεθος, να είναι στο επίκεντρο και στη σωστή πλευρά της ιστορίας.
«Θα μπορούσε να την είχε συναντήσει σήμερα, αύριο ή την επόμενη εβδομάδα», είπε ο Πίτερ Χαντ, πρώην βασιλικός ανταποκριτής του BBC. «Είναι ευθύνη του ίδιου και των ανθρώπων του να αποφασίσουν αν είναι η κατάλληλη στιγμή – και αυτή δεν ήταν. Η κρίση τους ήταν θολωμένη επειδή κολακεύτηκαν από την προοπτική να βρεθούν στο επίκεντρο».
Οι μονάρχες συναντούν τακτικά ξένους ηγέτες κατόπιν αιτήματος της κυβέρνησης. Ορισμένες φορές αυτοί οι ηγέτες δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστοι: η βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ συνάντησε τον Νικολάε Τσαουσέσκου, τον περιφρονημένο δικτάτορα της Ρουμανίας, και τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος μάλιστα την είχε «στήσει». Ο Κάρολος διοργάνωσε ένα συμπόσιο για τον πρόεδρο της Νότιας Αφρικής Σίριλ Ραμαφόσα, μία εβδομάδα πριν βρεθεί ενώπιον πρότασης μομφής για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
«Δεν ξέρουμε αν υποστήριξε τη συμφωνία ή όχι», είπε ο Μπογκντάνορ για τη συνάντηση του βασιλιά με τη Φον ντερ Λάιεν, «αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν υποχρεωμένος να συναινέσει».
Αυτό που καθιστά αυτό το συμβάν πιο θολό είναι ότι ο Κάρολος, από ένστικτο και εμπειρία, είναι πιθανό να αγκαλιάσει το Πλαίσιο του Ουίνδσορ. Η συμφωνία στοχεύει να ενισχύσει το Ηνωμένο Βασίλειο και να επαναφέρει τις σχέσεις μεταξύ της Βρετανίας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ενώ ο βασιλιάς δεν έχει ποτέ γνωμοδοτήσει δημόσια για το Brexit, υπέδειξε εμμέσως την άποψή του σε μια ομιλία του στο γερμανικό Κοινοβούλιο το 2020, όταν είπε πως «καμία χώρα δεν είναι νησί».
Επιπλέον, ο Κάρολος είναι ένας άνθρωπος με παθιασμένες πολιτικές πεποιθήσεις που περιλαμβάνει μάχες από την κλιματική αλλαγή έως τη βιολογική γεωργία, με τρόπο που η μητέρα του, η βασίλισσα Ελισάβετ Β΄, δεν έκανε ποτέ. Ηταν απογοητευμένος, είπαν άνθρωποι με δεσμούς με το παλάτι, όταν η κυβέρνηση της προκατόχου του Σούνακ, Λιζ Τρας, τον συμβούλεψε να μην παραστεί στη σύνοδο κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα στο Σαρμ ελ Σέιχ της Αιγύπτου, το περασμένο φθινόπωρο.
Ο Κάρολος αναγνώρισε μετά την ανάρρησή του στον θρόνο τον Σεπτέμβριο ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει οποιαδήποτε πολιτική μάχη. Δεν διαμαρτυρήθηκε για τη συμβουλή της κυβέρνησης να παραλείψει τη διάσκεψη για το κλίμα, αλλά αντ’ αυτού παρέθεσε μια λαμπερή δεξίωση στο παλάτι του Μπάκιγχαμ πριν από την εκδήλωση. Η λίστα καλεσμένων περιελάμβανε τον Τζον Κέρι, απεσταλμένο του προέδρου Μπάιντεν για το κλίμα, και τη Στέλα ΜακΚάρτνεϊ, τη σχεδιάστρια μόδας και κόρη του Πολ ΜακΚάρτνεϊ, που προωθεί τη βιώσιμη παραγωγή.
Η κλιματική αλλαγή ήταν ένα από τα θέματα της ημερήσιας διάταξης στη συνάντηση του βασιλιά με τη Φον ντερ Λάιεν, σύμφωνα με το παλάτι, όπως και ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο Κάρολος υποδέχθηκε τον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ νωρίτερα αυτό τον μήνα, όταν επισκέφθηκε το Λονδίνο για να μιλήσει στο Κοινοβούλιο και να απευθύνει έκκληση προς τη Βρετανία να προμηθεύσει την ουκρανική αεροπορία με μαχητικά αεροσκάφη.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν αυτή την επίσκεψη, η κυβέρνηση παραμέρισε τα ερωτήματα σχετικά με τη συνάντηση του βασιλιά με την πρόεδρο της Κομισιόν. «Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είναι μια ιδιαίτερα υψηλόβαθμη διεθνής προσωπικότητα», είπε ο υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Κλέβερλι στο ραδιόφωνο LBC. «Ως εκ τούτου, δεν είναι ασυνήθιστο ως μέρος της φιλοξενίας μας σε διεθνείς επισκέπτες να διευκολύνουμε μια τέτοια συνάντηση».
Η υποστήριξη της Βρετανίας όμως στην Ουκρανία είναι ευρέως αποδεκτή από το πολιτικό κατεστημένο. Το εμπορικό καθεστώς μετά το Brexit για τη Βόρεια Ιρλανδία, από την άλλη πλευρά, αποτελεί αντικείμενο σχεδόν… θεολογικής συζήτησης μεταξύ των σκληροπυρηνικών υπέρμαχων του Brexit στο Συντηρητικό Κόμμα του Σούνακ και των ενωτικών πολιτικών στη Βόρεια Ιρλανδία.
Και οι δύο ομάδες εξέφρασαν δυσαρέσκεια για την παρουσία του βασιλιά. Ο Τζέικομπ Ρις-Μογκ, ευρωσκεπτικιστής Συντηρητικός βουλευτής και πρώην υπουργός, είπε στο τηλεοπτικό δίκτυο GB News ότι «ο μονάρχης θα πρέπει να συμμετέχει μόνο όταν τα πράγματα έχουν ολοκληρωθεί και γίνουν αποδεκτά».
Η Αρλίν Φόστερ, πρώην πρώτη υπουργός της Βόρειας Ιρλανδίας και ηγέτις του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος, είπε στο Twitter: «Είναι αγενές και θα το υποδεχθεί πολύ άσχημα η Βόρεια Ιρλανδία. Πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτό δεν είναι απόφαση του βασιλιά, αλλά της κυβέρνησης, που φαίνεται να κωφεύει».
Μέρος αυτής της ανησυχίας μπορεί να αντανακλά τη σημασία της μοναρχίας για τους ενωτικούς. Ο Μπόγκντανορ είπε ότι οι ενωτικοί έτειναν να βλέπουν την πίστη τους στον βασιλιά με πιο συμβατικούς όρους από τους πολίτες στην Αγγλία, για τους οποίους η πίστη ήταν σχεδόν εγγενής. Η καρδιά αυτής της σχέσης, είπε, ήταν η διατήρηση της ένωσης.
«Ο βασιλιάς έχει τεράστια απήχηση στη Βόρεια Ιρλανδία», είπε. «Είναι εκείνος που διαχωρίζει τους ενωτικούς από τους εθνικιστές».
Κι όμως, ο Κάρολος βρίσκεται στον θρόνο λιγότερο από επτά μήνες. Η μητέρα του βασίλευσε για 70 χρόνια, καθιστώντας τη μια εμβληματική φιγούρα στο Μπέλφαστ, όπου το πορτρέτο της εμφανίζεται σε τοιχογραφίες στις γειτονιές της πόλης όπου διαμένουν οι ενωτικοί. Ορισμένοι ειδικοί προέβλεψαν ότι η συζήτηση για τον ρόλο του βασιλιά θα έσβηνε γρήγορα, καθώς οι ενωτικοί ασχολούνταν με την ανάγνωση του κειμένου της Συμφωνίας του Ουίνδσορ.
«Αν ήταν η βασίλισσα στη θέση του, μπορεί να ήταν σημαντικό ζήτημα», είπε η Κέιτι Χέιγουορντ, καθηγήτρια Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Queen στο Μπέλφαστ. «Αλλά δεν έχω δει ή ακούσει τίποτα που να δείχνει ότι όλο αυτό προκάλεσε κάτι περισσότερο από μιαν απλή αποδοκιμασία».