Γράφει ο Μπάμπης Παπαδάτος
Η συμβολή των Iron Maiden στην πρωτοφανή –για τα δεδομένα της εποχής– εκτόξευση του New Wave Of British Heavy Metal (NWOBHM) στο λυκαυγές των 80s δεν χρειάζεται επιβεβαίωση από κανέναν. Το μέγιστο σημείο που βρέθηκε δέκα και πλέον χρόνια μετά το ξεκίνημά της η θρυλική αγγλική μπάντα, με το κλείσιμο του δεύτερου και ενδοξότερου κεφαλαίου της με τη φυγή του Μπρους Ντίκινσον, οφείλεται κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό και στον άνθρωπο που έφυγε τη Δευτέρα από τη ζωή, μόλις στα 66 του, τον Πολ Ντι Ανο.
«Εχετε όλους αυτούς τους metal τραγουδιστές που προσπαθούν να ακούγονται ίδιοι. Εγώ είμαι αυτός ο πανκ μάγκας που το κάνει καλύτερα από όλους», θα ξεστόμιζε στον ιδρυτή του γκρουπ, Στιβ Χάρις, και θα καταλάμβανε τη θέση του πρώτου επίσημου τραγουδιστή του, βάζοντας όλα τα live κομμάτια που έπαιζαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 από το Ruskin Arms μέχρι την πιο… τελειωμένη παμπ του Λονδίνου, στο ομώνυμο ντεμπούτο τους το 1980, αλλά και στο Κillers, έναν χρόνο μετά.
O Πολ Ντι Ανο ήξερε ότι το στόμα του μπορούσε να τον κάνει ένα metal είδωλο, αλλά κι ότι θα τον έβαζε σε μπελάδες. Γεννημένος ως Πολ Αντριους το 1958 στο Τσίνγκφορντ του Λονδίνου, ο Πολ είχε παραδεχθεί ότι από μικρό τον μαγνήτιζε η παρανομία. «Ημουν ένα πολύ άγριο παιδί», θα γράψει στην αυτοβιογραφία του, The Beast. Δεν φοβόταν να μπλέξει σε καβγά με κάθε είδους κακοποιό του East End, ακόμη κι αν θεωρούσε βέβαιο ότι θα κατέληγε στα επείγοντα ύστερα από επίθεση με ξυράφια. Στις παρέες που έκανε κατά καιρούς, ήταν πάντα το επίκεντρο και αυτός που θα έμπαινε με θράσος πρώτος στη «μάχη» σε κάποια παμπ.
Σε μία από αυτές είδε να γεννιούνται και οι Iron Maiden στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Οταν ο Ντένις Γουίλκοκ θα άφηνε για πάντα το μικρόφωνο της μπάντας, ο Ντι Ανο θα εισέβαλλε στην οντισιόν και θα τραγουδούσε το “Dealer” των Deep Purple και το “All Right Now” των Free. Χωρίς να το πιστεύει –κατά βάθος ούτε ο ίδιος– θα βρισκόταν μέσα σε μια νύχτα, από τους punk Τhe Paedophiles (!) στους Iron Maiden, οι οποίοι είχαν ήδη φτιάξει τον κορμό τους, αλλά και το όνομά τους στα στέκια του Λονδίνου.
«Ειλικρινά δεν πίστευα ότι θα έφταναν πουθενά. Μόνο όταν κάθισα και ήπια ένα φλιτζάνι τσάι και κουβέντιασα με τον Στιβ Χάρις στο σπίτι του στο Λέιτονστοουν, άρχισα να ασχολούμαι πραγματικά με αυτό. Μπορώ ακόμα να θυμηθώ τους δυο μας να καθόμαστε εκεί στο τραπέζι της κουζίνας του, με τον ίδιο να μου λέει για όλα αυτά τα μεγάλα σχέδια που είχε για το συγκρότημα. Πρέπει να ήταν πειστικός γιατί δεν είχα την παραμικρή ιδέα για τη σημασία όλων τότε», θα πει χρόνια μετά.
Ο Ντι Ανο δεν έμοιαζε σχεδόν σε τίποτα με τα υπόλοιπα μέλη των Iron Maiden. Ούτε μακριά μαλλιά είχε, ούτε το metal στυλ τους. Εβγαζε όμως μια τρομακτική ενέργεια στη σκηνή και η φωνή του παρότι δεν είχε κλασική metal χροιά, είχε μια ιδιαίτερη τραχύτητα και νεύρο, με το γκρουπ να μαγνητίζει όλο και περισσότερο κόσμο στις συναυλίες.
«Πάντα βγαίναμε στη σκηνή με εχθρική διάθεση, πραγματικά με ψυχολογία για καβγά, σαν να είχαμε πραγματικά κάτι να αποδείξουμε. Το θέμα ήταν ότι δεν τα παρατούσαμε, ακόμα κι όταν φέρναμε το κοινό εκεί που θέλαμε. Τραγούδι με τραγούδι. Μπαμ, μπαμ, μπαμ. Παίζαμε σαν να εξαρτιόταν η ζωή μας από αυτό».
Με το νερό να έχει ήδη μπει στο δισκογραφικό… αυλάκι με το demo “Soundhouse Tapes” του 1979, oι Iron Maiden θα παρουσιάσουν στο κοινό το πρώτο και ομώνυμο full length άλμπουμ τους τον ίδιο μήνα (Απρίλιο) του 1980 με δύο άλμπουμ-μνημεία: το “British Steel” των Judas Priest και το “Heaven And Hell” των Βlack Sabbath με τον Ρόνι Τζέιμς Ντίο στα φωνητικά. Παρότι το χρονικό σημείο δεν ήταν και το πιο… στοχευμένο, το “Ιron Maiden” ξεχώρισε αμέσως. Ναι μεν ήταν metal, αλλά είχε και μια πολύ έντονη punk χροιά (όσοι ακούσετε το ομώνυμο κομμάτι, θα καταλάβετε).
Η ζωή του Ντι Ανο θα άλλαζε πολύ γρήγορα. Παρότι του άρεσε η συναναστροφή με τον κόσμο, οι «επιθέσεις» κατά κύματα που δεχόταν πλέον από τους θαυμαστές, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Οπως θυμάται, είχε φτάσει στο σημείο να παρατήσει την κοπέλα του μια στάση νωρίτερα στο μετρό, όταν το βαγόνι του γέμισε με fans, ενώ μια άλλη φορά σε ένα εστιατόριο εκσφενδόνισε το πιάτο που έτρωγε προς έναν θαυμαστή που είχε ξεπεράσει τα όρια. Γνώριζε όμως ότι η ζωή του, τόσο η προσωπική, όσο και η καλλιτεχνική, είχε αλλάξει επίπεδο. «Παίζαμε support στους KISS. Κάποια στιγμή είδα τον Τζιν Σίμονς να φορά t-shirt των Ιron Maiden και τότε πια αντιλήφθηκα ότι η μπάντα ήταν πλέον στα μεγάλα σαλόνια».
Αυτό που δεν θα ξεχνούσε ποτέ ήταν ένα περιστατικό τον Αύγουστο του 1980, όταν οι Maiden έπαιξαν στο φεστιβάλ του Reading: «Στο τέλος του σετ, όταν παίζαμε το τελευταίο τραγούδι, το σκοτάδι άρχισε να πέφτει και χιλιάδες αναπτήρες ανέβηκαν στον αέρα. Μπορούσες να τους δεις για μίλια. Ηταν η πιο συγκινητική στιγμή της ζωής μου. Κοίταξα τον Χάρις κι εκείνος κοίταξε πίσω από τη σκηνή. Ορκίζομαι αν κοιταζόμασταν για λίγο ακόμη, θα είχαμε ξεσπάσει σε κλάματα, μπροστά σε όλους αυτούς τους ανθρώπους. Ενιωσα απολύτως φανταστικά. Θυμάμαι ότι σκέφτηκα μέσα μου: “Διάολε, είμαι ροκ σταρ!”».
Τα κομμάτια που δεν μπήκαν στο πρώτο άλμπουμ, οι Maiden τα «χώρεσαν» στο “Killers” του 1981 (το γκρουπ έγραψε για πρώτη φορά νέο υλικό για το “The Number Of The Beast”, έναν χρόνο μετά). Ο κιθαρίστας Ντένις Στράτον θα τσακωνόταν με τον μάνατζερ της μπάντας, τον Ροντ Σμόλγουντ, θα αποχωρούσε και τη θέση του θα έπαιρνε ο Αντριαν Σμιθ των Urchin. Η απόδοση των Maiden θα γινόταν πιο… επαγγελματική, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση πλέον και αλλαγή στην παραγωγή, καθώς ο Χάρις που δεν είχε μείνει ευχαριστημένος από τη δουλειά του Γουίλ Μαλόουν στην κονσόλα, θα έφερνε τον σπουδαίο Μάρτιν Μπιρτς, παραγωγό μέχρι τότε των Deep Purple, των Rainbow, των Fleetwood Mac, των Whitesnake και των Black Sabbath. Ο Μπιρτς θα παρέμενε στο «τιμόνι» σε όλη τη διάρκεια της χρυσής εποχής τους, μέχρι δηλαδή και το “Fear Of the Dark” το 1992.
Και κάπου εκεί άρχισαν τα προβλήματα. Ο Ντι Ανο άρχισε να βυθίζεται στους «δαίμονές» του (ένα προσωπικό χάος με αλκοόλ και ναρκωτικά, καβγάδες, τραυματισμούς), διαβλέποντας παράλληλα ότι ο Χάρις με τον Σμόλγουντ επιχειρούσαν να στρίψουν το γκρουπ προς άλλες κατευθύνσεις, με τις οποίες ο τραγουδιστής διαφωνούσε (όντως, οι Maiden, μετά τη φυγή του έδειξαν με σαφήνεια πλέον την αλλαγή μουσικής κατεύθυνσης με το “The Number Of The Beast”, κάτι που ολοκληρώθηκε στο “Piece Of Mind” το 1983, όταν το γκρουπ, ουσιαστικά, βρίσκει τον ήχο και το ύφος που θα διατηρήσει μέχρι τις μέρες μας).
«Προσπάθησα να ριχτώ στη δουλειά 100%, όπως πριν, καθώς ήθελα να είμαι γεμάτος για να κάνω κάτι ή αλλιώς να μην το κάνω καθόλου. Η καρδιά μου, όμως, δεν ήταν πια μέσα σε αυτό», θα πει. «Ημουν ένα παιδί 22 ετών και ενώ ξεκινούσαμε την πρώτη μας μεγάλη περιοδεία, δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ. Δοκίμασα πράγματα για να είμαι σε εγρήγορση, αλλά αυτά το έκαναν χειρότερο. Παρέμενα ξύπνιος για μέρες και στο τέλος κατέληγα πραγματικά άρρωστος. Και κάποια βράδια απλά δεν πίστευα ότι θα τα κατάφερνα. Δεν είναι μυστικό, ήμουν αρκετά εκτός ελέγχου».
Καθώς οι Maiden ετοιμάζονταν για περιοδεία στις ΗΠΑ, τα πράγματα χειροτέρεψαν. Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1981, ύστερα από μια συναυλία στην Κοπεγχάγη, οι δρόμοι του Ντι Ανο και των Iron Maiden θα χωρίσουν για πάντα, με το γκρουπ να προσλαμβάνει τον Μπρους Ντίκινσον από τους Samson, να τον δοκιμάζει στην Ιταλία, μακριά δηλαδή από τον σκληρό πυρήνα οπαδών του, και τελικά να γράφει Ιστορία μαζί του στη συνέχεια με άλμπουμ-σταθμούς.
Ο Ντι Ανο μπορεί να υπέφερε από τις καταχρήσεις, αλλά ήταν έντιμος. Είχε επίγνωση της κατάστασης και έλυσε τη συνεργασία του με το γκρουπ, άμεσα και χωρίς φασαρίες.
Συνέχισε να παίζει μουσική, αρχικά με το δικό του όνομα ως Di’Anno, μετά με το πιο thrash Battlezone και με τους Killers. Ο τραγουδιστής μπορεί να αποχωρίστηκε τους Maiden, όχι όμως και το αλκοόλ με τα ναρκωτικά. Το 1993 απελάθηκε από τις ΗΠΑ ύστερα από σύλληψή του κατά τη διάρκεια καβγά με την κοπέλα του στο σπίτι του στο Λος Αντζελες. Αποκαλώντας τον τραγουδιστή «απειλή για την κοινωνία», ο δικαστής τον έστειλε πίσω στο Λονδίνο και δεν εμφανίστηκε ξανά στην Αμερική παρά μόνο το 2010. Ενα χρόνο αργότερα, το 2011, ο Πολ θα φυλακιστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο για εννέα μήνες για οκτώ κατηγορίες απάτης.
Συνέχισε τις περιοδείες, ακόμη κι όταν έπρεπε να εμφανιστεί σε αναπηρικό καροτσάκι. «Μέχρι την ημέρα του θανάτου μου, το όνομά μου θα συνδέεται πάντα με τους Iron Maiden. Ορίστε, το είπα. Είτε τους αρέσει είτε όχι, ήμουν ένα ζωτικής σημασίας μέρος των Maiden και βοήθησα στη δημιουργία αυτού του τέρατος», κάτι που παραδέχθηκε κι ο ίδιος ο Στιβ Χάρις.
Μέχρι τις μέρες μας, δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν τα δύο άλμπουμ των Ιron Maiden με τον Ντι Ανο, ως τα αγαπημένα τους. Ισως η αίσθηση ελευθερίας που αναδύεται από αυτά, ο πιο punky ήχος, το πιο «χύμα» ύφος του Ντι Ανο, να απεικονίζουν μιαν άλλη εποχή που χάθηκε κάτω από τα «καλούπια» στα οποία κλήθηκε να μπει το heavy metal προτού δεχθεί, μοιραία, το σοκ από το grunge στα τέλη των 80s και στις αρχές των 90s.
Αλλά όλα αυτά είναι μια άλλη ιστορία…