Kathimerini.gr
Ελένη Τζαννάτου
«Γιατί οι Måneskin είναι τόσο δημοφιλείς;» είναι το πρώτο πράγμα που διερωτάται το Google όταν πληκτρολογείς το όνομα των Ιταλών που νίκησαν πριν δύο χρόνια τη Eurovision. Δεν το αδικούμε.
Σε πείσμα, βέβαια, όσων περνούν από τον ευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού και ακόμα κι αν το «σηκώσουν» ξεχνιούνται την επόμενη ημέρα, οι Måneskin «μάτωσαν τη φανέλα» (του μάρκετινγκ) για να διατηρηθούν στην επικαιρότητα. (Άραγε, είναι το σέξι στυλάκι του frontman τους, Νταμιάνο Νταβίντ το μόνο πράγμα που αξίζει σε αυτή την μπάντα;)
Η όχι και τόσο τρελή, πολύ διψασμένη όμως κούρσα προς τη δόξα, άρχισε ήδη από το βράδυ της νίκης στη Eurovision για την τετράδα που αναδείχθηκε από talent show στην πατρίδα της, όταν όλη η Ευρώπη όχι μόνο τραγουδούσε το «Zitti E Buoni», αλλά αναρωτιόταν τι έκανε σκυμμένος στο τραπέζι του green room ο Νταμιάνο Νταβίντ (όχι πάντως κοκαΐνη).
Κι ύστερα επανήλθε στην επικαιρότητα εκείνη η (πολύ κακή) διασκευή τους στο «Beggin’» των 4 Seasons από το 2017 που άρχισε να ακούγεται ολημερίς και οληνυχτίς στο ραδιόφωνο και σκαρφάλωσε συγχρόνως στα τσαρτ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ανάμεσα σε πολλές «thirst trap» φωτογραφίες του κουαρτέτου στο Instagram ήρθε και μια συμμετοχή στο soundtrack του «Elvis», ένα slot στο Coachella κι άλλο ένα που έπεται στο «πολύ» Primavera, οι Måneskin βρέθηκαν καλεσμένοι στην εκπομπή του Τζίμι Φάλον κι εμείς να αναρωτιόμαστε ποια ακριβώς επεισόδια έχουμε χάσει.
«Αποκορύφωμα», βέβαια, σε όλα αυτά υπήρξε ο προ ημερών «γάμος» ανάμεσα στα τέσσερα μέλη της μπάντας, Νταμιάνο Νταβίντ, Βικτόρια Ντε Αντζέλις, Τόμας Ράγκι και Έθαν Τόρτσιο που αντάλλαξαν μεταξύ τους αιώνιους όρκους αγάπης (το fluidity έχει υπάρξει αναπόσπαστο μέρος της ατζέντας τους από όταν τους μάθαμε), με τις ευλογίες διάσημων καλεσμένων όπως ο Machine Gun Kelly και ο Πάολο Σορεντίνο, αλλά, κυρίως, με αυτές του Spotify που έστησε όλο αυτό το πανηγυράκι για να διαφημίσει τον εαυτό του και να φουσκώσει τα streams των Ιταλών.
Κάτι που μας φέρνει στο «Rush!» τον νέο, τρίτο δίσκο των Måneskin που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες.
Πατώντας το play στο «Rush!», πιάνεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται πότε χτυπάει κουδούνι και τι έχουμε μετά τη Φυσική. Το glam περιτύλιγμα αναλώνεται σε μια ασαφώς ροκ κι εντελώς generic διάθεση που ντύνει τραγούδια που απλά κάποιος πρέπει να έγραψε στο πόδι για εφήβους που νιώθουν οργισμένοι ή για κάποιον που δεν έχει ακούσει ποτέ ροκ.
Και να θέλει κανείς να πιάσει τις ηχητικές αφετηρίες αυτών των τραγουδιών θα τα βρει σκούρα, όχι γιατί χρειάζονται προσεκτική κρυπτογράφηση, αλλά γιατί είναι τόσο «γενικά» και άνευ χαρακτήρα που μοιάζουν λες και η σκούφια τους δεν κρατά από πουθενά, είναι απλά κομμάτια «εργοστασιακά» φτιαγμένα για να ακούγονται «κάπως ροκ και κουλ» και ενίοτε, να μιμούνται στυλ.
Ανάμεσα, λοιπόν, σε τραγούδια «rawwwk» που είναι όλα ίδια υπάρχουν οι απαραίτητες γλυκανάλατες μπαλάντες («If Not For You», «The Loneliest»), μια απέλπιδα προσπάθεια του frontman τους να ακουστεί cockney («Kool Kids») κι ένα ριφ που θέλει απεγνωσμένα να γίνει κολλητικό, αλλά καταλήγει να ακούγεται σαν ένα «Seven Nation Army» Β’ Εθνικής. Για να μην πούμε για εκείνο το μονότονο «Bla Bla Bla» που δεν ξέρω αν είναι περισσότερο εκνευριστικό ή γελοίο.
«Rush!». Φωτ.: Arista/Sony Latin via AP
Βέβαια, το πραγματικό σπάσιμο του γραφικόμετρου έρχεται διαβάζοντας τους στίχους. Δηλαδή, καταλαβαίνουμε πως το τρίπτυχο «sex, drugs and rock ‘n’ roll» αν είσαι 15 κάπως έτσι είναι στο μυαλό σου, αλλά ας δεχτούμε ότι όλοι εδώ έχουν περάσει τα 15 προ πολλού κι ας προχωρήσουμε λίγο, με δική μας ευθύνη.
Αν είσαι κουλ γι’ αρχή, καθόλου «kool thing» δεν είναι να αυτοαποκαλείσαι «Kool Kid» για να δανειστούμε κι εμείς την ορθογραφία που πήραν οι Måneskin από τους Sonic Youth (φευ). Ούτε να κάνεις όλη αυτή την ιστορία με το σκύψιμο στο τραπέζι της Eurovision ό,τι έκανε για χρόνια η Τέιλορ Σουίφτ την κόντρα της με τον Κάνιε Γουέστ (καραμέλα, δηλαδή). Και φυσικά δεν λες «Cocaine is on the table / Don’t care we’re rebel rebels» («Feel») και την άλλη «But cool kids, they do not use drugs (They do not) / Only weed ’cause it’s not that strong» («Kool Kids») λες και θες να καθησυχάσεις λίγο τους γονείς των ακροατών σου.
Shock value, θέλετε μικροί Ιταλοί με τα δερμάτινα; Όχι, καθόλου «σοκαριστικό» δεν είναι εκείνο το «I hate your face but I like your mum’s» απλά επιβεβαιώνει το ηλικιακό target group που περιμένετε να πουλήσετε. Και δεν θα γίνετε «επικίνδυνοι» τραγουδώντας για τον «Mark Chapman», ευτυχώς, όμως, τραγουδώντας για τους Smiths ακούσαμε και έναν έξυπνο στίχο στον δίσκο: «I listen to The Smiths crying alone / So please please let me get what I want» («Bla Bla Bla»). Όλα αυτά, πριν ο Νταβίντ αρχίσει να τραγουδάει στα ιταλικά και κάποιοι από εμάς να μην καταλαβαίνουμε (ουφ) τι λέει χωρίς λεξικό.
Γραφικό να πούμε πως κατά τη διάρκεια της ακρόασης θέλαμε να κάνουμε πράξη τον τίτλο του δίσκου; Ταιριαστά γραφικό θα έλεγε κανείς.
Φυσικά και δεν τίθεται λόγος για σωτηρία του ροκ εν ρολ, εδώ δεν το έσωσαν άλλοι κι άλλοι. Αλλά ακόμα κι ως κατασκευασμένο προϊόν, οι Måneskin δεν μπορούν να σε «κοροϊδέψουν» και να πεις ότι, ναι ρε παιδί μου, τουλάχιστον «το παίζουν καλά».
Και στο τέλος της ημέρας τι μας μένει; Άλλο ένα πυροτέχνημα που θα αρμέξει την αγελάδα της μουσικής βιομηχανίας για όσο και με όποιον τρόπο μπορεί. Παρακαλώ να περάσει ο επόμενος.
Το «Rush!» των Måneskin κυκλοφορεί από την Epic/Sony.