Τασούλα Επτακοίλη , Δημήτρης Ρηγόπουλος , Ελένη Τζαννάτου , Ελβίρα Κρίθαρη , Ηλιάνα Μάγρα , Λουκάς Βελιδάκης , Νικόλας Ζώης
Στις 21.00 το βράδυ της Τετάρτης, τα δημοσιογραφικά -και όχι μόνο- «σημειωματάρια» βγήκαν με την προσδοκία να γεμίσουν με ειδήσεις, εντυπώσεις και συμπεράσματα από την πρώτη προεκλογική τηλεμαχία πολιτικών αρχηγών μετά από οκτώ χρόνια.
Αν και οι αυστηροί κανόνες που τέθηκαν για την διεξαγωγή του ντιμπέιτ προοικονομούσαν την απουσία εκπλήξεων, καθώς άφηναν ελάχιστο περιθώριο για «ζωντανή συζήτηση», η εικόνα και τα λεγόμενα των έξι πολιτικών ανδρών που διεκδικούν την ψήφο μας, ήταν οπωσδήποτε άξια παρατήρησης.
Ήταν όμως επαρκή ώστε να βγουν οι πολίτες πιο κατασταλαγμένοι 10 ημέρες πριν τις εκλογές; Ακούσαμε κάτι καινούργιο για τα κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τη δημόσια σφαίρα; Μήπως είδαμε κάτι πίσω από την εικόνα, την επιλογή των λέξεων, τη γλώσσα του σώματος; Και τελικά, πόσο μας είχε λείψει όλο αυτό;
Δεν μου περίσσευαν αυτές οι ώρες
Της Τασούλας Επτακοίλη
Είναι 21:11, ο Γιώργος Κουβαράς παρουσιάζει τους όρους της τηλεμαχίας. Η τυρόπιτα βγαίνει από τον φούρνο. 21:30, ο Κυριάκος Βελόπουλος ζητάει «Να φάει επιτέλους ψωμί ο Ελληνας». Ετοιμάζω σαλάτα. 21:38, ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν απαντά γιατί δεν έχει συναντήσει ούτε μια φορά τoν πρωθυπουργό ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής. Σερβίρω. 21:50, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνει φωτογραφία από την πρώτη φρεγάτα τύπου Bellara που κατασκευάζεται για τη χώρα μας. «Αρχίζει το σόου», σκέφτομαι. 22:17, ο Γιάννης Βαρουφάκης παρομοιάζει το ελληνικό κράτος με ελβετικό τυρί: «Λείπουν κομμάτια. Ούτε τις εφορίες δεν ελέγχει η κυβέρνηση». Μια ακόμα γουλιά κρασί. 22:20, η Ράνια Τζίμα κάνει την πιο ουσιαστική ερώτηση της βραδιάς: Μετά το σκάνδαλο των υποκλοπών, ο πρωθυπουργός, ως άμεσος προϊστάμενος της ΕΥΠ, σκέφτηκε να παραιτηθεί; «Οχι» απαντά εκείνος. Μαζεύω τα πιάτα. 11:07, «Παραδίδουμε το Μετρό της Θεσσαλονίκης μαζί με τα αρχαία», λέει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο γάτος μου έχει παραδοθεί στις αγκάλες του Μορφέα. Ζηλεύω… 11:29, ο Αλέξης Τσίπρας προσφέρει στο κοινό του ένα ωραίο σύνθημα: «Αυτό που μπορεί να σώσει τον λαό είναι η ενότητα». Μεσάνυχτα, η αυλαία πέφτει. Συγυρίζω το σαλόνι. 00:36, πριν κλείσω την τηλεόραση, ο Δημήτρης Κουτσούμπας κάνει δηλώσεις έξω από το Ραδιομέγαρο της ΕΡΤ: «Τα δύσκολα είναι μπροστά μας».
Οκτώ χρόνια από το τελευταίο ντιμπέιτ, καθόλου δεν μου είχε λείψει. Τίποτα καινούργιο δεν άκουσα για την υγεία, για την παιδεία, για το περιβάλλον. Δεν μου «περίσσευαν» αυτές οι τρεις και πλέον ώρες. Οσο για την… επίγευση; Ο Μητσοτάκης ήταν ελαφρώς υποτονικός και κατηφής. Ο Κουτσούμπας με τη συνήθη ρητορική και ολίγον τρακαρισμένος. Ο Ανδρουλάκης άκαμπτος και αγέλαστος. Ο Τσίπρας προσπάθησε να ρίξει γέφυρες συνεργασίας, όπως κάνει εδώ και εβδομάδες. Ο Βελόπουλος χάιδεψε επαρκώς τα αυτιά των ακροδεξιών (αντιεμβολιαστών, ομοφοβικών κ.λπ.). Ο Βαρουφάκης εμφανίστηκε λιγότερο υπερόπτης και με πιο ουσιαστικό λόγο από όσο περίμενα. Το τελικό θετικό ή αρνητικό πρόσημο ας το βάλει η κάλπη…
Το θέατρο, οι πρωταγωνιστές και το μεγάλο χασμουρητό των τρίλεπτων μονολόγων
Του Δημήτρη Ρηγόπουλου
Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, ενώ πάντα σπεύδουμε να καταδικάσουμε τη νυσταλέα συνθήκη των (ελληνικών) ντιμπέιτ, καταλήγουμε πάντα στο τέλος να μην μπορούμε να αντισταθούμε στην ιδέα ότι έξι πολιτικοί αρχηγοί θα είναι κλεισμένοι σε ένα τηλεοπτικό στούντιο για σχεδόν τρεις ώρες. Αυτό από μόνο του είναι αρκετά συναρπαστικό για να μην του αφιερώσουμε τελικά ένα ανοιξιάτικο βράδυ μπροστά από την τηλεόραση. Και καταλήγουμε φυσικά στο τέλος της βραδιάς να είμαστε εξαιρετικά πρόθυμοι να σχολιάσουμε το μοναδικό σοβαρό προεκλογικό θέαμα που έχουμε στη διάθεσή μας, να εξάγουμε σπουδαιοφανή πολιτικά συμπεράσματα και να ανακηρύξουμε «νικητές και ηττημένους».
Αλλά τα ντιμπέιτ δεν είναι αιματοβαμμένες πολιτικές μονομαχίες (σίγουρα όχι τα ελληνικά)· προσομοιάζουν περισσότερο σε θεατρική παράσταση όπου σημασία έχουν πρωτεύοντα στοιχεία της αρχαίας αυτής τέχνης, όπως η υποκριτική ικανότητα, τα κοστούμια, η γλώσσα του σώματος, η ιδιοσυγκρασία και πολύ λιγότερο ο προβλέψιμος κομματικός λόγος των αρχηγών. Το ντιμπέιτ συχνά το βλέπουμε με την ίδια διάθεση που θα παρακολουθήσουμε μεθαύριο τη Γιουροβίζιον ή με την ίδια απελπισία που ένας μη ποδοσφαιρόφιλος θα υποστεί το μαρτύριο να δει τον τελικό του Μουντιάλ· ένα πολιτικό σόου που αγαπάμε να κοροϊδεύουμε. Από αυτή την άποψη πολλά μπορεί να πει κανείς για την ωραία, κόκκινη γραβάτα του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ, την επιβεβαιωμένη άνεση του Αλέξη Τσίπρα μπροστά στον φακό ή το αρχικό τρακ του πρωθυπουργού.
Αλλά η θεατρικότητα δεν συνεπάγεται και μηδενικό πολιτικό βάθος. Αν επέλεγα δύο πρωταγωνιστές του ντιμπέιτ θα έλεγα ότι αυτοί ήταν οπωσδήποτε ο Νίκος Ανδρουλάκης και ο Κυριάκος Βελόπουλος. Οι περισσότεροι από τους τηλεθεατές ίσως να άκουγαν για πρώτη φορά τη φωνή των προέδρων του ΠΑΣΟΚ και της Ελληνικής Λύσης και οι δύο αρχηγοί φαίνεται ότι είχαν επίγνωση της ευκαιρίας που είχαν στα χέρια τους. Και την άρπαξαν από τα μαλλιά: απευθύνθηκαν στα εν δυνάμει ακροατήριά τους με ένταση και αποφασιστικότητα (ο κύριος Βελόπουλος και με κάποιες έγχρωμες φωτοτυπίες στα χέρια). Αντίθετα, ο Γιάνης Βαρουφάκης δεν είχε την άνεση, τη λεκτική ετοιμότητα και την αυτοπεποίθηση προηγούμενων τηλεοπτικών εμφανίσεων, ενώ ο Δημήτρης Κουτσούμπας άφησε εκτός στούντιο την πρόσφατη, πιο cool (εγώ θα καθίσω με τη νεολαία) εκδοχή του. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο πολιτικός αρχηγός που θα έπρεπε να φοβάται περισσότερο απ’ όλους αυτήν την έστω πλαδαρή διαδικασία -επειδή κυβερνάει τέσσερα χρόνια κι επειδή προηγείται στις δημοσκοπήσεις- πρέπει να αισθάνεται ανακουφισμένος που έφυγε από το Ραδιομέγαρο χωρίς εμφανείς απώλειες, ενώ από την εμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα θα πρέπει, νομίζω, να κρατήσουμε το επίμονο φλερτ του στο κεντρώο ακροατήριο (βλ. φράχτης Εβρου, αμυντικές δαπάνες, κ.λπ.) αλλά και στον Νίκο Ανδρουλάκη.
Δεν γνωρίζουμε αν θα υπάρξει και νέα τηλεμαχία ενόψει των σχεδόν σίγουρων δεύτερων εκλογών του Ιουλίου, αλλά αν θα ευχόμουν να γίνει μία και μοναδική αλλαγή σε αυτό το ασφυκτικό πρωτόκολλο, θα ήταν να καταργηθούν οπωσδήποτε αυτοί οι τρίλεπτοι μονόλογοι στο τέλος του ντιμπέιτ, όπου υποτίθεται ότι οι πολιτικοί αρχηγοί «μας κοιτάνε στα μάτια» και ξεδιπλώνουν το όραμά τους για την επόμενη μέρα. Χωρίς αυτήν την αχρείαστη επίδειξη ξύλινου λόγου, ακόμα και το αφυδατωμένο μας ντιμπέιτ θα γινόταν αμέσως πολύ-πολύ καλύτερο.
Τέσσερις γραβάτες, δύο κονκάρδες κι η Παναγιά η Γκέισα
Της Ελένης Τζαννάτου
Οι πολιτικοί αρχηγοί περιδιαβαίνουν τους διαδρόμους της ΕΡΤ, διανύουν την τελική ευθεία πριν την «αρένα» του στούντιο σαν πρωταγωνιστές σε γουέστερν, έτοιμοι για μια τελευταία μάχη πριν την τελευταία. Άλλοι θέλουν να δείξουν χαλαροί, άλλοι αποφασισμένοι, όλοι έχουν «καεί» (ή προστατευθεί) ήδη από το κυνήγι με τον χρόνο και ένα πλαίσιο τόσο αποστειρωμένο, που είναι το πρώτο πράγμα που θα σχολιάσουν οι δημοσιογράφοι στις δηλώσεις τους μετά την ολοκλήρωση του τρίωρου ντιμπέιτ.
Μόνο που το γουέστερν δεν άργησε να γίνει δράμα δωματίου σε επανάληψη. Όποιος περίμενε να ψαρέψει κάποια είδηση, έμεινε με το σημειωματάριό του άδειο. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κινήθηκε σε πλαίσιο ασφαλές, ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθούσε απελπισμένα να γίνει αυτός που θα συμφιλιώσει τις «προοδευτικές δυνάμεις», που επιμένουν να θεωρούν σημαντικότερα αυτά που τις χωρίζουν από αυτά που τις ενώνουν. Το μαρτυρούσε η έπαρση του Γιάνη Βαρουφάκη, μα και οι τυποποιημένες θέσεις του Δημήτρη Κουτσούμπα, που ακόμα κι αν είναι ή δεν είναι τελικά «όλοι ίδιοι», πάντα θα τον βρίσκουν απέναντι. Ο δε Νίκος Ανδρουλάκης, παρά την ένταση που έδειξε αναφορικά με τις υποκλοπές, έβγαλε μια συνολική εσάνς ντεκαφεϊνέ και ο Κυριάκος Βελόπουλος, θεωρώντας απαραίτητο να κουνάει τα χάρτινα τεκμήρια όσων έλεγε, αποθέωσε με ρητορική τηλεπωλήσεων την alt-right.
Οι υπεκφυγές ήταν πολλές, ακόμα και δέκα μέρες πριν τις εκλογές, ακόμα κι αν τα ερωτήματα ήταν συχνά πολύ συγκεκριμένα, ακόμα κι αν γινόντουσαν ακόμα πιο συγκεκριμένα στο συμπληρωματικό follow up. Όχι πάντα. Δεν έλειπαν και γενικόλογες ή εκτός κατηγορίας ερωτήσεις, από τον Αντώνη Σρόιτερ και τον Γιώργο Παπαδάκη, αλλά και μια Ράνια Τζίμα που προσπάθησε πολλές φορές να σπάσει το πλαίσιο.
Παρ’ όλο που το μήλο της έριδας της βραδιάς ήταν το ασφυκτικό της πλαίσιο, η τελική τρίλεπτη τοποθέτηση του κάθε αρχηγού αποδείχθηκε κατά γενική ομολογία η πιο ξύλινη απ’ όλες, ένιωθες πως οι τρεις ώρες που προηγήθηκαν ήταν ένα ζέσταμα για ένα καταληκτικό, ολιγόλεπτο, μελετημένο σποτ.
Και στο τέλος τι μένει; Ένα λευκό και ένα μαύρο πουκάμισο ως ενδείξεις εναλλακτικότητας, δυο μπλε γραβάτες εκεί που ανήκουν, μια μπλου μπλακ που δείχνει ακατανόητα πένθιμη και μια μπορντό πουά από τον τελευταίο άνθρωπο που την περίμενες. Μια κονκάρδα κομματική και μία εθνική, εν είδει παρασήμων. Και η Παναγιά η Γκέισα τυπωμένη σε Α4. Βοήθειά μας.
Κρίμα που δεν μάθαμε περισσότερα
Της Ελβίρας Κρίθαρη
(Σχεδόν) όλα προβλέψιμα στο χθεσινό ντιμπέιτ, εκτός από την ενόχληση για το περιοριστικό πλαίσιο των δημοσιογραφικών ερωτημάτων, παρότι προσυμφωνημένο και γνωστό. Μερικές καλές πάσες από τις τοποθετήσεις των πολιτικών αρχηγών θα είχαν γεννήσει σπουδαία δημοσιογραφικά ερωτήματα, αλλά μάλλον ο κανονισμός σκόπευε να ελαχιστοποιήσει την πιθανότητα να εκπλαγούμε με κάτι.
Πάντως, στην παραδοσιακή δομή της ρητορικής αντιπαράθεσης, το πιεστικό αίτημα για ερωτήσεις καταδεικνύει σεβασμό στην ίδια τη διαδικασία, αν ο στόχος της είναι να αναδειχθεί το καλύτερο επιχείρημα (και ο καλύτερος ομιλητής).
Οι πολιτικοί αρχηγοί κινήθηκαν στα πλαίσια των επικοινωνιακών δυνατοτήτων τους, ίσως λιγότερο ο κ. Βαρουφάκης που μπορεί να υποτίμησε το format, τους συνομιλητές του ή κάτι άλλο και ο κ. Κουτσούμπας, που έχει εξελιχθεί σε λαϊκό είδωλο και περιμέναμε την κλασική του δεινότητα να επισκιάσει τα φαβορί της βραδιάς. Άγνωστο αν το αποτέλεσμα του ντιμπέιτ μπορεί να αποτυπωθεί στις κάλπες -και μάλλον απίθανο-, στρέφοντας τυχόν αναποφάσιστους προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Ο αστικός μύθος θέλει το ντιμπέιτ των Κένεντι – Νίξον το 1960, να κρίνεται από την πούδρα που έκανε τον πρώτο να φαίνεται φρέσκος και έτοιμος για μια προεδρική τετραετία, ενώ ο τελευταίος, εμφανιζόμενος άνευ, έδειχνε κουρασμένος, στην πρώτη εκείνη τηλεοπτική αντιπαράθεση στην ιστορία των ΗΠΑ. Οι αναλυτές δεν συμφωνούν ότι το μακιγιάζ είχε τελικά μια τόσο αποφασιστική λειτουργία, αλλά η εικόνα έπαιξε τον ρόλο της. Η εικόνα των Ελλήνων πολιτικών βέβαια δεν αποπνέει φρεσκάδα και εδώ δεν είναι Αμερική.
Το ντιμπέιτ, πάντως, προσέφερε μια σπάνια ευκαιρία ταυτόχρονης έκθεσης και σύγκρισης των υποψηφίων, σε μεγάλο κοινό. Κερδισμένη της βραδιάς η ΕΡΤ που επιδεικνύει επαγγελματισμό και ήθη που αρμόζουν στον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα της χώρας. Καλύτερη στιγμή, η αναφορά στο σκάνδαλο των υποκλοπών. Είναι «μια σκιά για την κυβέρνηση» και «οι εξηγήσεις που δόθηκαν δεν ήταν επαρκείς». Κρίμα να μην μας επιτρέπουν οι κανόνες που αποφάσισε η διακομματική επιτροπή να μάθουμε περισσότερα.
Στο ντιμπέιτ, εγώ κοιτούσα τις κουίντες
Της Ηλιάνας Μάγρα
Σε ένα γενικό πλάνο δευτερολέπτων το οποίο έδειχνε τους πολιτικούς αρχηγούς από απόσταση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κρατούσε σημειώσεις. Σε ένα άλλο, έπινε νερό. Σε αντίστοιχο πλάνο προς το τέλος του πρώτου ντιμπέιτ πολιτικών αρχηγών στην Ελλάδα τα τελευταία οκτώ χρόνια, ο Αλέξης Τσίπρας κοιτούσε το κινητό του.
Το ντιμπέιτ – το οποίο είχε μορφή ερωταπάντησης και λίγες στιγμές πραγματικού διαλόγου – διήρκησε τρεις ώρες κατά τις οποίες οι έξι πολιτικοί αρχηγοί που έλαβαν μέρος επανέλαβαν ως επί το πλείστον πράγματα ήδη γνωστά. Από την αρχή, πιάνω τον εαυτό μου να ψάχνει ψήγματα συμπεριφοράς που δείχνουν ότι οι παρόντες άντρες – από τα 13 άτομα που φαίνονται στην κάμερα, γυναίκες είναι μόνο οι 3 δημοσιογράφοι – ξεφεύγουν από τον αποστειρωμένο ρόλο του πολιτικού, από τον ξύλινο λόγο. Αναζητώ στιγμές απλές, απροβάριστες, θα τολμήσω να πω αληθινές.
Στους πρώτους γύρους, οι παρευρισκόμενοι, με εξαίρεση ίσως τον Κυριάκο Βελόπουλο, ο οποίος φαίνεται να απολαμβάνει στο έπακρον τον τηλεοπτικό χώρο και χρόνο, επιστρατεύοντας όλη την εμπειρία του από το telemarketing για να πουλήσει αυτή την φορά ιδέες, είναι αγχωμένοι.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στραβοκαταπίνει. Ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Ανδρουλάκης κομπιάζουν, όπως και ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο οποίος σε στιγμές φαίνεται να χάνει τον ειρμό του, σε άλλες να τρέμει λιγάκι το κάτω χείλος του. Ο Δημήτρης Κουτσούμπας υπερβαίνει τον επιτρεπόμενο χρόνο, ένα μοτίβο που αντί να εκνευρίσει, τον κάνει κάπως περισσότερο συμπαθή, σπάει το θεατρικό καλούπι όταν αυθόρμητα γελάει και λέει, «συγγνώμη, μπερδεύτηκα».
Οταν τελειώνει το ντιμπέιτ και μιλούν στις κάμερες που περιμένουν έξω από το Ραδιομέγαρο της ΕΡΤ, όλοι είναι πιο χαλαροί. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει βγάλει τη γραβάτα του, αστειεύεται με τον Γιώργο Παπαδάκη, ο οποίος μιλούσε στους δημοσιογράφους όταν βγήκε ο Πρωθυπουργός, ότι «αυτό λέγεται photobombing». Ο Αλέξης Τσίπρας συζητά με τους ρεπόρτερ, δεν βγάζει λόγο.
Οι δημοσιογράφοι που συμμετείχαν στο ντιμπέιτ λένε πως στα διαλείμματα οι πολιτικοί μίλησαν μεταξύ τους. Εύχομαι να μπορούσαμε να τις είχαμε δει αυτές τις σκηνές. Είναι παρανόηση ότι ο κόσμος θέλει το τυποποιημένο, το φτιαχτό. Αυτό είναι βαρετό, πεπερασμένο. Δεν εμπνέει μια κοινωνία που βρίσκεται σε φάση μετά-αλήθειας όσον αφορά στην πολιτική, που νιώθει ότι οι πολιτικοί είναι πλήρως αποσυνδεδεμένοι από τη δική του όχι μόνο πραγματικότητα, αλλά ύπαρξη. Ας είναι κουρασμένοι, αγχωμένοι. Έχει αξία η αλήθεια.
Κατενάτσιο
Του Λουκά Βελιδάκη
Μετά τα ντιμπέιτ των υποψηφίων προέδρων στις ΗΠΑ, διεξάγονται δημοσκοπήσεις. Εκείνη τη στιγμή. Οι αναλύσεις είναι αδιάκοπες, γίνεται fact checking. Ακολουθεί ο β΄γύρος, που έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς αποκαλύπτεται η προστιθέμενη αξία για κάθε υποψήφιο. Και προκύπτει ο νικητής.
Εδώ; Αν εξαιρέσουμε τους συνήθεις υπόπτους στα social media και κάποια ντεσού στις τηλεοπτικές εκπομπές, ουδείς μπήκε στον κόπο – το ντιμπέιτ έγινε μία στατιστική υποσημείωση: Στις εκλογές του 2023, οι πολιτικοί αρχηγοί έκαναν τηλεμαχία μετά από οκτώ χρόνια. Από εκεί αρχίζει η είδηση και κάπου εκεί τελειώνει.
Από τη μαραθώνια συζήτηση ουδείς έγινε σοφότερος. Οι πολιτικοί αρχηγοί επέλεξαν να φυλάξουν τα νώτα τους – έπαιξαν άμυνα για να αποφύγουν το πλήγμα, πολύ περισσότερο το αυτογκόλ.
Κυριάρχησε η ανάγκη να βγουν αλώβητοι από αυτή τη διαδικασία, εξ ου και η διακομματική επιτροπή επέλεξε αυτό το δυσκίνητο και αντιδημοσιογραφικό μοντέλο. Αν πας προετοιμασμένος, δεν χάνεις. Για να κερδίσεις, πρέπει να μετέλθεις μεθόδων που κάνουν τη διαφορά και δη μέσα σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο. Πολιτικός Χουντίνι δεν υπήρχε, επιβεβαιώθηκαν όσοι είχαν προοικονομήσει το (πληκτικό) αποτέλεσμα.
Πώς να υπάρξει ουσία; Οι ερωτήσεις κινούνταν ταχέως ανά θεματική και ανά αρχηγό. Ελάχιστος ο χρόνος, αναμενόμενες οι απαντήσεις, σχεδόν προκάτ. Ξεχνούσες τι είχες ακούσει από τον προηγούμενο, όταν έπαιρνε τον λόγο ο επόμενος. Έλειπε η πεμπτουσία της πολιτικής συζήτησης: Ο διάλογος.
Ο κάθε αρχηγός πέτυχε τη βασική του στόχευση: Να «κλειδώσει» τους ήδη δικούς του ψηφοφόρους, προσφέροντας μερικές καλές στιγμές, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές. Πέραν τούτου, ουδέν. Κατενάτσιο. Η άμυνα δεν προσφέρει θέαμα.
Λίγες μέρες πριν την κάλπη, ρίσκο δεν πήρε κανείς – ξεκάθαρος νικητής δεν υπήρξε σε μία τηλεμαχία που μάλλον ήδη έχει περάσει στη σφαίρα της λήθης.
Βγήκαμε πιο σοφοί;
Του Νικόλα Ζώη
Ένας φίλος αναρωτιόταν τις προάλλες, αν το υπό συζήτηση ακόμα ντιμπέιτ θα επηρέαζε έστω κάποιους ψηφοφόρους στην τελική επιλογή τους. «Μάλλον, ένα μικρό ποσοστό», ήταν η κρίσιμη απάντησή μου. Η οποία, μετά τα χθεσινά, μπορεί να αλλάξει προς κάτι ακόμα πιο αβέβαιο: «δεν έχω ιδέα».
Ήταν βέβαια σημαντικό το ότι τέθηκε ξανά, δημόσια, το θέμα των υποκλοπών και της απόδοσης των σχετικών ποινικών ευθυνών. Ήταν καλοδεχούμενες οι δηλώσεις στο πνεύμα του «δεν είπαμε ποτέ ότι είναι ίδιοι», όταν προέρχονταν από συνήθως πιο μονοκόμματα χείλη. Ήταν επίσης, επιεικώς ανησυχητικές οι προτάσεις του στιλ «να ενώσουμε τα συνθήματα Πατρίδα-Ορθοδοξία-Οικογένεια και Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία» (να τα ενώσουμε σε τι ακριβώς;). Άραγε όμως αρκούν κάτι τέτοια, ώστε από ένα ντιμπέιτ με τόσο αυστηρούς όρους διεξαγωγής και με τόσο λίγες ευκαιρίας για ζωντανή συζήτηση, να βγουν οι πολίτες πιο σοφοί και πιο κατασταλαγμένοι;
Ίσως πάλι, η επίδραση της χθεσινής τηλεμαχίας να κριθεί και με όρους θεάματος, εικόνας, αίσθησης πιο σωστά. Νομίζω ότι δεν είναι πάντοτε και εξ ορισμού κάτι κακό. Έχει τη σημασία της η φαινομενολογία έξι πολιτικών αρχηγών (όλοι άνδρες), οι οποίοι, ειδικά στις καταληκτικές τοποθετήσεις τους και ενώ κοιτούν το κοινό οπωσδήποτε στα μάτια, βάζουν τα δυνατά τους για να φανούν ήρεμοι, αποφασισμένοι, αξιόπιστοι. Έχει κάτι το ανθρώπινο όλο αυτό, δηλαδή τόσο σοβαρό, όσο και αστείο. Και σου δίνει την αίσθηση (την ψευδή;) ότι στο τέλος αποφασίζεις εσύ.