ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Δίκη για το Μάτι: «Μείναμε τέσσερις ώρες στη θάλασσα»

Οι μάρτυρες περιέγραψαν με δραματικό τρόπο πώς διασώθηκαν, αλλά και πώς χάθηκαν δικοί τους άνθρωποι

ΑΜΠΕ

Με περιγραφές των γεγονότων στη μεγάλη πυρκαγιά στο Μάτι, που κόστισε τη ζωή 104 ανθρώπων, συνεχίστηκε η δίκη σε δεύτερο βαθμό στο Εφετείο. Μάρτυρες ήταν γυναίκες που είτε έχασαν δικούς του ανθρώπους, είτε έζησαν την πύρινη κόλαση και έδωσαν αγώνα για να σωθούν.

«Δεν είχα δει πυροσβεστικά εκείνη την ημέρα»

Μιλώντας στο δικαστήριο, η Μαρία Αβραμίδου που έχασε τη μητέρα, την αδελφή της, τον γαμπρό της και τον ανιψιό της, οι οποίοι εγκλωβίστηκαν με τα αυτοκίνητα τους στη Λεωφόρο Δημοκρατίας, είπε: «Ήμουν τυχερή που έφυγα στο ρεύμα της Αθήνας, διότι πέντε λεπτά μετά ήρθε περιπολικό που έριχνε κόσμο στο Μάτι. Και αυτό είναι ειρωνικό: Υπήρχε ένα όργανο εκεί που αντί να έκανε καλύτερη την κατάσταση, έριχνε κόσμο μέσα στο Μάτι».

Η ίδια με την κόρη της σώθηκαν από αυτή την επιλογή τους. Οπως είπε, η φωτιά δεν αντιμετωπίστηκε όπως συνήθως, όπως γινόταν σε άλλες πυρκαγιές που «τα πυροσβεστικά κάνουν ένα τείχος στην πλευρά του Βουτζά και έτσι δεν είχε περάσει πότε η φωτιά στη Μαραθώνος. Δεν είχα δει πυροσβεστικά εκείνη την ημέρα». 

Περιγράφοντας τις προσπάθειές της να εντοπίσει τους δικούς της, τα τηλεφωνήματα σε αρμοδίους και γνωστούς, αλλά και σε νοσοκομεία, είπε: «Γύρω στις 7:30 σήκωσε κάποιος το τηλέφωνο στο 199. Του λέω θέλω να μάθω τι γίνεται στο Μάτι, έχω τέσσερις ανθρώπους. Μου είπε “δεν έχω κάτι, αφήστε το τηλέφωνο και θα σας πάρω εγώ”. Φυσικά δεν με πήρε πότε… Στη Ραφήνα γύρω στις 12 με 1 τη νύχτα, βλέπω κάποιο γνωστό μου που βγαίνει από βάρκα και μου είπε ότι υπάρχουν πολλοί νεκροί πίσω. Εκεί μου κόπηκαν τα πόδια. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως οι δικοί μου δεν θα σωθούν… Πήγαμε στο Λιμεναρχείο και τους δηλώσαμε αγνοούμενους».

Επίσης μετέφερε την εικόνα που αντίκρισε την επόμενη μέρα, όταν πήγε με τον άλλο γιο τής αδελφής της στο Μάτι για να ψάξουν: «Το πρώτο που είδαμε ήταν καμένα αυτοκίνητα, αντικρίσαμε ένα σκηνικό πολέμου. Η αγριότητα του τοπίου ήταν απερίγραπτη. Ο ανιψιός μου προχώρησε με ένα φίλο του και κάποια στιγμή βρήκαν τα αυτοκίνητα των δικών μας, άθικτα. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε για μέρες… Τελικά, ταυτοποιήθηκαν μέσω του DNA…» 

«Τα επόμενα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα… ήταν όλα στάχτες στη ζωή μας», είπε η κ. Αβραμίδου. «Είναι κάτι για εμάς που δεν θα περάσει πότε… Είναι αδιανόητο ότι 32 χιλιόμετρα από τη Βουλή των Ελλήνων έγινε αυτό: κάηκαν 104 άνθρωποι, 58 εγκαυματίες, πνίγηκαν άνθρωποι στη θάλασσα. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο γεγονός, σίγουρα κάτι δεν πήγε κάτι καλά, δεν έγινε επιχείρηση εκείνη την ημέρα… Αν κάτι γνωρίζαμε και ήμασταν υποψιασμένοι για τη φωτιά, δεν θα έπαιρνα το αυτοκίνητο. Το πιο εύκολο ήταν να βρεθούμε στο λιμάνι του Ματιού».

Εξέφρασε επίσης θυμό και πικρία της για την αντιμετώπιση που είχαν: «Τα βάλανε μαζί μας, μας κουνάγανε το δάκτυλο! Δεν μας σεβάστηκαν ούτε πριν από τη φωτιά, ούτε μετά. Δυστυχώς νιώσαμε ότι δεν μας ακούνε, από το προηγούμενο δικαστήριο».

Πρόλαβε να φτάσει στη θάλασσα

Η Αγγελική Παλαιολογοπούλου ήταν στο αυτοκίνητο με την αδελφή και τον ανιψιό της κυρίας Αβραμίδου. Σώθηκε γιατί πρόλαβε να φθάσει στη θάλασσα εν μέσω εκρήξεων αυτοκινήτων και ουρλιαχτών ανθρώπων που καίγονταν.

«Μείναμε τέσσερις ώρες στη θάλασσα, αλλά αρχίσαμε να παθαίνουμε υποθερμία. Βγήκαμε έξω, εκεί βρέθηκε και μία οικογένεια που έκλαιγαν γοερά και μας είπαν πως έγινε έκρηξη στο αυτοκίνητο τους και η μητέρα τους δεν πρόλαβε και κάηκε… Η βοήθεια που ελπίζαμε δεν ήρθε πότε. Κάποια στιγμή είδαμε ένα αχνό φως και ακούσαμε από ντουντούκα ότι θα έρθουν δύο αλιευτικά… Άκουσα και στις ειδήσεις που είπαν, ο πρωθυπουργός και οι υπόλοιποι, πως όλα πήγαν καλά και θεώρησα ότι και αυτοί οι άνθρωποι (που ήταν μαζί στο αυτοκίνητο) θα ήταν καλά… Όμως…».

Είδε τον πατέρα της να πνίγεται

Η Ελένη Παπαποστόλου περιέγραψε όσα έζησε μέσα στη θάλασσα όπου βρέθηκε με τους γονείς της, κυνηγημένοι από τις φλόγες, τις εκρήξεις και το ασύλληπτο θερμικό φορτίο. Ήταν μάρτυρας του θανάτου του ιερέα πατέρα της από πνιγμό.

«Η θάλασσα άρχισε σιγά σιγά να κάνει κυματισμούς δεν ήταν πως πηγαίναμε κάπου αλλά παρασυρόμασταν. Άρχισα να κουράζομαι. Όταν άρχισε να αγριεύει η θάλασσα προσπαθούσα με την μητέρα μου, να κρατήσουμε τον πατέρα μου στην επιφάνεια, ερχόταν τα κύματα κατά πάνω μας», είπε κλαίγοντας. 

«Τότε άκουσα για πρώτη φορά τον πατέρα μου να φωνάζει βοήθεια. Είχα κουραστεί πολύ αλλά έκανα τα πάντα να τον κρατήσω στην επιφάνεια. Κράτησε μία ώρα αυτό. Σηκώνει τα χέρια του ψηλά και λέει “Θεέ μου, συγχώρεσε με”. Γυρνάει στη μητέρα μου “σας ευχαριστώ για όσα έχετε κάνει για μένα”, και λέει και “σε όλους…” και αυτή ήταν η τελευταία του λέξη. Ακούγεται ένας βρόγχος και έφυγε από τη ζωή… Τον κρατήσαμε μαζί μας. Τον γύρισα ανάποδα και έδεσα στην άκρη του αριστερού μου καρπού το ράσο. Της έλεγα ή οι τρεις μας ή κανένας θα πάμε μαζί», πρόσθεσε. 

Και συμπλήρωσε: «Τόσο κοντά στην Αθήνα, στη Ραφήνα, στη βάση Λιμενικού, όλοι θα μπορούσαν να είναι εκεί. Δεν ήταν! Μας περισυνέλεξε ένα ψαροκάικο».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΑΜΠΕ

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση