Του Απόστολου Κουρουπάκη
«Μία και ημισείαν ώραν από του Μόρφου κείται παρά την κώμην Μύρτου […] η αξιόλογος μονή του Αγίου Παντελεήμονος […] Κείται δε αύτη εν μέσω δάσους πευκών και κυπαρίσσων, έχουσα λαμπρά ύδατα […] και αξιόλογων εξ οπορωφόρων δένδρων κήπον», έτσι περιγράφεται η μονή στα «Κυπριακά» (1890) του Αθανάσιου Σακελλάριου. Πότε ακριβώς ιδρύθηκε το μοναστήρι δεν είναι γνωστό, ωστόσο, θα πρέπει να τοποθετήσουμε την ίδρυσή του στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα ή και λίγο πριν. Ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκι επισκέφθηκε το μοναστήρι το 1735 και αναφέρει απλώς ότι κτίστηκε την περίοδο της τουρκοκρατίας και ότι το 1710 σε αυτό εγκαταστάθηκε ηγούμενος και τρεις μοναχοί. Οι μητροπολίτες Κυρηνείας Χρύσανθος, Ευγένιος και Λαυρέντιος φρόντισαν συν τω χρόνω να επεκτείνουν και να ανακαινίσουν τα κτήρια της μονής. Επί Χρυσάνθου οικοδομήθηκε το διώροφο κτήριο με τις συνεχόμενες τοξοστοιχίες, σε αντικατάσταση άλλου παλαιότερου. Ο Λαυρέντιος συνεχίζει το έργο του προκατόχου του Ευγενίου και το 1818 κατασκευάζει στο μέσο της αυλής της Μονής την εξάγωνη θολωτή κρήνη.
«Επιτυχίαν κατά τον ήχον καλλίστη».
Ο κεντρικός ναός της μονής, αφιερωμένος στον Άγιο Παντελεήμονα είναι δίκλιτος και το εσωτερικό του ήταν διακοσμημένο με τοιχογραφίες, σπαράγματα των οποίων αποκαλύφθηκαν με τις τελευταίες εργασίες ανακαίνισης. Εξαιρετικής τέχνης ήταν το επιχρυσωμένο σκαλιστό τέμπλο του 1743, επί του οποίου υπήρχαν δύο εικόνες, του Αγίου Παντελεήμονα, και ακόμη μία που παρίστανε τον Άγιο Παντελεήμονα με τον Επίσκοπο Κυρηνείας Χρύσανθο γονατιστό στα αριστερά του. Σε αυτή την εικόνα αναφέρεται η ανακαίνιση του Ναού που έγινε το 1770. Το κωδωνοστάσιο της μονής αλλά και το κεραμίδωμα που έγινε στα κτήρια της μονής το 1913 είναι έργο του μαρμαροτεχνίτη από τη Σάμο Ιωάννη Ζαμπούνη, το καμπαναριό της μονής αρχικά είχε δύο καμπάνες και αργότερα προσετέθη και τρίτη και όπως σημειώνεται στον Τύπο της εποχής «επιτυχίαν κατά τον ήχον καλλίστη».
Το 1850 περίπου στη μονή του Αγίου Παντελεήμονος εγκαταβιούσαν 20 μοναχοί, στις αρχές του 20ού αιώνα περίπου δέκα, ενώ το 1960 τη μονή διακονούσαν δύο ιερομόναχοι, ο Χρύσανθος Ταπανίδης και ο Σωφρόνιος Μιχαηλίδης. Ο μοναχός Σωφρόνιος μάλιστα απεβίωσε εγκλωβισμένος στη μονή στις 27 Ιουλίου 1976 ανήμερα της εορτής του Αγίου. Η έδρα της Μητρόπολης Κυρηνείας δεν είχε μόνιμη στέγη και έτσι στις αρχές του 19ου αιώνα στεγάστηκε σε δωμάτια της μονής μέχρι το 1917 οπότε η έδρα της μεταφέρθηκε μόνιμα στην πόλη της Κερύνειας. Στους χώρους της μονής από τα μέσα του 19ου αιώνα έως και το 1920 λειτούργησε σχολείο στο οποίο φοιτούσαν μαθητές από το χωριό της Μύρτου αλλά και τις γύρω περιοχές. Η περιουσία της μονής ήταν πολύ μεγάλη και οι αγρότες της Μύρτου, αλλά και των γύρω χωριών απασχολούνταν αποκλειστικά στα κτήματα της μονής. Μάλιστα, η μονή είχε δημιουργήσει χρέος στη Μητρόπολη Κυρηνείας και έτσι τα κτήματα της μονής περιήλθαν στη δικαιοδοσία της μητρόπολης.
Η κρήνη της μονής χτίστηκε τον Ιούνιο του 1818 επί αρχιερατείας Λαυρεντίου.
Το έργο συντήρησης του μοναστηριού του Αγίου Παντελεήμονα, στην κατεχόμενη Μύρτου, το οποίο είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο, μετά την τουρκική εισβολή, ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2015 και ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2016 και το κόστος του ανήλθε στις €870.000 περίπου και χρηματοδοτήθηκε από την Ε.Ε., με τη συνδρομή και του Ιδρύματος Λεβέντη. Αυτό το έργο είναι από τα μεγαλύτερα που έχει αναλάβει η Επιτροπή Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Το πανηγύρι του Αγίου
«Την 27ην Ιουλίου του Αγίου Παντελεήμονος ‘‘κουτσοί στραβοί στον… Άγιον Παντελεήμονα’’ και ως εκ τούτου η οδός Λευκωσίας – Μύρτου παθαίνει συμφόρησιν», «Ενοικιάζονται καλυβαι διά την πανήγυριν Αγ. Παντελεήμονος εις Μύρτου», «υπάρχει νερόν άφθονον διά τας ανάγκας των προσκυνητών», «άφθονον νερό και πάσα ευκολία στους πανηγυριστάς». Έτσι περιγράφουν οι εφημερίδες τη δεκαετία του ’60 όσα συμβαίνουν στη Μύρτου την ημέρα εορτής του Αγίου Παντελεήμονα, το πανηγύρι που διοργανωνόταν στη Μύρτου εκείνες τις μέρες ήταν ένα από τα σημαντικότερα της Κύπρου και για τρεις μέρες η περιοχή έσφυζε από ζωή, έμποροι, πραματευτάδες, πιστοί συνέρρεαν στο μοναστήρι για να προσευχηθούν, να αγοράσουν, αλλά και για να κοινωνικοποίηση. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής το πανηγύρι διαρκούσε δύο ή τρεις ημέρες και άρχιζε από τις 24 ή τις 25 Ιουλίου έως τις 27 του μήνα.
Όσοι ήθελαν να λάβουν μέρος στο πανηγύρι μπορούσαν να ενοικιάσουν καλύβες, αλλά και πανηγυριστές μπορούσαν να μείνουν σε δωμάτια που ενοικίαζε η μονή. Μάλιστα, στο πανηγύρι συμμετείχαν και Άραβες ζωέμποροι, και όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα εποχής (1935) «[…] πρόκειται να λάβη χώραν κατά την πανήγυριν ταύτην μεγάλη αγοραπωλησία ζώων, προοριζομένων δι’ εμπόλεμα στρατόπεδα». Ιδιαίτερο ζήτημα μάλλον ήταν η έλλειψη νερού, και στα σχετικά δημοσιεύματα τη άφθονη παροχή του τονίζεται ιδιαίτερα. Η εμποροπανήγυρη του Αγίου Παντελεήμονα ήταν ένα συναπάντημα των Κερηνειωτών και Μορφιτών, αλλά και μία καλή ευκαιρία για πιστούς απ’ όλη την Κύπρο να προσκυνήσουν τον ιαματικό Άγιο.
«Διερρήχθη το κυτίον»
Ένα ιδιαίτερο συμβάν συνέβη στο πανηγύρι του Ιουλίου του 1960 όταν καταγγέλθηκε ότι «διερρήχθη το κυτίον εισφορών της Ιεράς Μονής Αγίου Παντελεήμονος Μύρτου και εκλάπησαν εξ αυτού όλα τα χρήματα […] ποσόν που υπολογίζεται πέριξ των 400 λιρών». Οι δύο, φευ και τελευταίοι, μοναχοί Σωφρόνιος και Χρύσανθος διαπίστωσαν την κλοπή το πρωί της 30ής Ιουλίου όταν πήγαν για τον όρθρο. Η κλοπή του ποσού δυσχέραινε την κατάσταση της μονής, δεδομένης και της διαρκούς κακής της οικονομικής κατάστασης.
Η μονή του Αγίου Παντελεήμονα της Μύρτου σώθηκε από την κατάρρευση και ανακαινισμένη περιμένει παναϋρκότες και παζαρκότες, «έτο πάμεν … στα παναϋρκα πέρκιμο βκάλουμεν καμμιά μπακίραν. Να πάμεν στημ Μύρτουν, στον Αημ Παντελεήμοναν, πέρκιμομ μας ελεήση τζι’ εμάς».