Του Απόστολου Κουρουπάκη
«Όσα λλία ξέρεις τόσα παραπάνω νομίζεις ότι ξέρεις» μού λέει ο Χαμπής, όταν τον συνάντησα στο Δημοτικό Μουσείο Χαρακτικής Λευκωσίας, για τη συνέντευξή μας για την έκθεση «Χαμπής - Από τη Ζωγραφική στη Χαρακτική, 1970 -1982». Πάντα μια συνάντηση με τον Χαμπή τον Χαράκτη είναι απόλαυση, διότι συνδυάζεται η ωφέλιμη συζήτηση με τη θέαση τέχνης, και συγκεκριμένα της τέχνης της χαρακτικής, την οποία ο Χαμπής υπηρετεί πιστά από τα μαθητικά του χρόνια... ασχέτως αν τη σπούδασε αργότερα. Έκανε τα πρώτα του μαθήματα στο πλάι του σπουδαίου χαράκτη Τάσσου στην Αθήνα, για είκοσι μέρες και όπως λέει: «άλλαξεν η ζωή μου. Εστράφηκα στην Κύπρον τζαι έθελα να γινώ μόνον χαράκτης, τίποτε άλλον». Η κουβέντα μας έγινε υβριδικά, αν μου επιτρέπεται η λέξη, εγώ στα νέα ελληνικά και ο Χαμπής στα κυπριακά, του υποσχέθηκα ότι αν και Καλαμαράς θα προσπαθήσω όταν απομαγνητοφωνήσω τη συνέντευξή μας να την κάνω στα κυπριακά, στη γλώσσα του, όπως και έγινε. Φυσικά, χρειάστηκα τη βοήθειά του στην ορθή απόδοση, μου την πρόσφερε απλόχερα. Μόνο τα κατσουνούθκια δεν βάλαμε, Χαμπή!
«Εγιώ έν έθελα να κάμω τον εαυτόν μου για να πω «δέτε είντα ωραίον παιδίν που είμαι», έθελα να δείξω τα αισθήματα μου, την οργήν μου, τον πόνον μου...»
–Η έκθεση ξεκινάει με τα πρώτα χαρακτικά έργα σου, που είναι τα ζωγραφικοξυσμένα...
–Εζωγράφιζα με σπάτουλαν τζαι μια φοράν προσπαθώντας να φύω λλίον χρώμαν, επήεν η σπάτουλαν λλίον πιο βαθκιά... είπα «το μαυρογέριμον εχάλασά το... τι κάμω τωρά;». Έξυσα άλλο λλίον τζαι στο τέλος άρεσεν μου τζαι έκαμα μιαν σειράν ζωγραφικοξυσμένα έργα... το 1970. Στο πρώτον ’που τα τρία ζωγραφικά της έκθεσης, εν μια κοπέλλα που θωρεί ’που το παράθυρόν της την Σαλαμίναν... το δεύτερον εν το «Τα πεζοδρόμια γεμάτες σάρκες», τζαι το τρίτον, το «Ερωτικόν - ξιπαρθένεμαν», για τούτον εν το κότσινον χρώμαν δαμαί! Ύστερα έρκουνται τα ζωγραφικοξυσμένα έργα, που εν διαμαρτυρίες... Ήταν ο τζαιρός της χούντας τότε. Έν τζι έδειξεν μου κανένας, έρκετουν μόνον του... αρέσκει μου...
Ύστερα έρκουνται τα ζωγραφικοξυσμένα έργα, που εν διαμαρτυρίες... Ήταν ο τζαιρός της χούντας τότε. Έν τζι έδειξεν μου κανένας, έρκετουν μόνον του... αρέσκει μου...
–Ως τότε ποια ήταν η σχέση σου με τη χαρακτική;
–Καμμιά. Η μόνη σχέση που είχα ήταν στο δημοτικόν με την πατατοτυπίαν. Εκόφκαμεν πατάτες, εχαράσσαμεν αυλακούθκια πάνω τους, εβάλλαμεν πογιάν στα αχάρακτα σημεία τζι ετυπώνναμεν στάμπες. Άρεσκεν μου πολλά, επέλλανα με την πατατοτυπίαν.
–Ποιος ήταν ο δάσκαλος σου στο δημοτικό;
–Ο Αντρέας Παπαδόπουλλος. Τζείνος μας έμαθεν καλλιγραφίαν, τζείνος μας έμαθεν την πατατοτυπίαν... που εν τα δκυο βασικά των γραφικών τεχνών. Ούλλα τούτα ακολούθησα τα ώς το τέλος.
–Και πώς μπήκες στον κόσμο της χαρακτικής;
–Ήταν η τύχη μου. Άμαν εξεκίνησα το 1970 να χαράσσω τα ζωγραφικά μου, έβαλα τα σε μιαν έκθεσην αυτοδίδακτων ζωγράφων στη Λευκωσίαν. Είδεν τα έργα μου ο Γιώργος Κυριακού, ο γλύπτης, τζι είπεν μου, «εσύ πρέπει να χαράξεις». Ερώτησα τον «είντα’ν που εν η χαρακτική» τζαι σε λλίες μέρες έφερεν μου τρία κομμάθκια λάινο τζι έναν σετ μαθητικά κοπίδκια τζι είπεν μου «όπου χαράσσεις θα φκαίννει άσπρον, όπου δεν χαράσσεις εν να ’ν μαύρον». ’Που τούτον εξεκίνησα τζι έκαμα το πρώτον μου χαρακτικόν. Τα πρώτα μου χαρακτικά έχουν την υπογραφήν μου «Χαραλάμπους», που ήταν τότε το επίθετον μου.
¬–Και στο πλάι του Τάσσου πώς βρέθηκες;
–Ήταν η τύχη της ζωής μου. Τζείνην την εποχήν, το 1970-1971, στην γκαλερί του Χίλτον ερκούνταν ’που την Ελλάδαν, κυρίως, σπουδαίες εκθέσεις. Εγιώ πάντα επήαιννα τζζι εθώρουν τες. Επήα να δω τζαι την έκθεσην του Τάσσου. Ήταν μόλις αρκίνησα τζι εχάρασσα. Αντροπιάρης πολλά εγιώ, δεν υπήρχεν περίπτωση να του μιλήσω, αλλά η τύχη μου ήταν ότι άμαν επήα να δω την έκθεσην ηύρα τζειαμαί έναν σπουδαίον δημοσιογράφον, τον Σοφιανόν Χρυσοστομίδη, φίλον τζαι συνάδελφόν μου, τζαι φίλον του Τάσσου. Εσύστησεν με στον Τάσσον, ως χαράκτην, ενώ εγιώ είχα μόνον εννιά χαρακτικά! Ο Τάσσος είπεν μου «Θα χαρώ να δω δουλειά σου». Σε δκυο μέρες εσύναξα τα χαρακτικά μου, ετύλιξα τα εις την μασκάλην μου, έβαλα τζαι τες μήτρες στην σκάλαν του ποδηλάτου μου τζι επήρα τα στο Χίλτον... Θωρεί τα ο Τάσσος τζαι λαλεί μου: «Είσαι καλός. Χρειάζεται να ’ρθείς λίγο καιρό κοντά μου».
Έξυσα άλλο λλίον τζαι στο τέλος άρεσεν μου τζαι έκαμα μιαν σειράν ζωγραφικοξυσμένα έργα... το 1970. Στο πρώτον ’που τα τρία ζωγραφικά της έκθεσης, εν μια κοπέλλα που θωρεί ’που το παράθυρόν της την Σαλαμίναν. (Γυναίκα στο παράθυρον, λαδοπογιά, 1970)
–Πώς ένιωσες όταν σου είπε για ότι θέλει να δει δουλειά σου; Είχες μόνο εννέα έργα...
–Να σου πω. Άμαν εγιώ είδα την έκθεσή του εποθαυμάστηκα, είπα αμάν τι πράμαν εν η χαρακτική, πόσον συγκλονιστικά τζαι αληθινά εν τα έργα του! Θυμούμαι τον Επιτάφιον ’που τες «λεπτομέρειες εμφυλίου πολέμου», τους θεριστές τζαι τους αγρότες του, «Το μαρτύριο της Ηλέκτρας Αποστόλου», τζι άλλα πολλά σπουδαία έργα. Έδειχνεν έναν υπέροχον πατριωτισμόν τζι έκφραζεν τον πάρα πολλά δυνατά. Τα δικά μου χαρακτικά ήταν τίποτε-τίποτε, αλλά φυσικά επήρα τα και άννοιξεν η τύχη μου. Ευτυχώς που είχα την εισαγωγήν ’που τον Χρυσοστομίδη, διαφορετικά δεν θα ετόλμουν να του πω καλημέρα.
–Πότε πήγες τελικά;
–Το Οκτώβρη του 1971 επήα κοντά του για είκοσι μέρες τζαι άλλαξεν η ζωή μου. Εστράφηκα στην Κύπρον τζαι έθελα να γινώ μόνον χαράκτης, τίποτε άλλον. Τζείνην την περίοδον της χούντας υπήρχεν μια πολλά κακή αντιμετώπιση των Καλαμαράων ’που τους Κυπραίους, ήταν δυσπιστία πλήρης. Άμαν είπα ότι ο Τάσσος εκάλεσεν με να πάω στην Αθήνα, μια φράση που άκουσα τζαι δεν την ξιχάνω ποττέ ήταν: «Επίστεψες του ψευτοκαλαμαρά». Δεν ήταν για τον Τάσσον, αλλά ήταν η γενική εικόνα που υπήρχεν για τους Καλαμαράες στην Κύπρο τότε. Εγιώ δεν ηύρα άλλον άθθρωπον που να με δεχτεί με τέθκοιον φιλικόν τζαι φιλόξενον τρόπον. Να με εμπιστευτεί!
–Τι πήρες από αυτές τις είκοσι μέρες που έμεινες με τον Τάσσο;
–Ο Τάσσος με είχε στον πάγκο του τζι εδούλευκα μιτά του ώς τες 11 την νύχταν τζι έμαθεν μου τα πρώτα πράματα της χαρακτικής. Η αγάπη που επήρα ήταν πρωτόγνωρη για μένα.
–Η αγάπη που έλαβες από τον Τάσσο αποτυπώθηκε στην τέχνη σου;
–Πλήρως. Μέσα σε τζείνα που έμαθα, εν τζαι τα ακούσματα ’που τον Τάσσον, τι μου ελάλεν, τι παρατζελλιές μου εδίαν, ποια ήταν η φιλοσοφία του, εν τούτα τα πράγματα που με εδιαμορφώσαν.
–Με ποιον τρόπο;
–Με τον τρόπον που σκέφτουμαι. Όπως μου εσυμπεριφέρτηκεν, νομίζω σκέφτουμαι το ίδιον. Ό,τι μου εφύσησεν άρπαξα το.
Στρέφουμαι πολλά εις τα πρώτα έργα
–Επιστρέφεις στην Κύπρο και πώς συνεχίζεις;
–Αρκινώ τζαι κάμνω χαρακτικά βίρα, ξυλογραφίες. Έκοψεν κάτι κυπαρίσσια ’που το περβόλιν μας ο τζύρης μου τζι εχάραξα τα ξύλα τους. Έναν ’που τα πρώτα έργα εν οι μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου πάνω στην στέγην της Σεβερείου Βιβλιοθήκης που πετάσσουν πέτρες στους Εγγλέζους («Ο λιθοβολισμός του δυνάστη»), ο εμφύλιος στην Ελλάδαν, οι βομβαρδισμοί στην Τυλληρκάν, η δικτατορία στην Ελλάδαν. Επίσης, τότε έκαμα το πρώτον μου έγχρωμον χαρακτικόν, που σήμερα εν σε ιδιωτικήν συλλογήν στην Αθήναν.
–Εκθέτεις και την αυτοπροσωπογραφία σου... Μίλησέ μου γι’ αυτό.
–Είχαμεν άσκησην στην Σχολήν, στο τρίτο έτος, να κάμουμεν την αυτοπροσωπογραφίαν μας έγχρωμην με τέσσερις πλάκες. Εγιώ έν έθελα να κάμω τον εαυτόν μου για να πω «δέτε είντα ωραίον παιδίν που είμαι», έθελα να δείξω τα αισθήματα μου, την οργήν μου, τον πόνον μου, είμαι εγιώ ο πρόσφυγας. Είπα λοιπόν να κάμω την αυτοπροσωπογραφίαν του Χαμπή του πρόσφυγα. Εφρόντισα να το δείχνει η έκφραση του προσώπου μου, αλλά τζαι το πατρικόν μου στην Κοντέαν στο φόντο, με συρματοπλέγματα μπροστά τζαι ξεριζωμένα δέντρα...
–Τι σου άφησε η εποχή που παρουσιάζεται στην έκθεση; Επέστρεψες;
–Στρέφουμαι πολλά εις τα πρώτα έργα, τα ζωγραφικο-ξυσμένα τζαι στα πρώτα χαρακτικά, όι όσα ήταν στη Μόσχαν που τα έχω καλά χωνεμένα. Σε τζείνα τα πρώτα στρέφομαι τζαι δέν τα χορτάννω, επειδή πολλά τζείνης της εποχής εν χαμένα στην εισβολήν... Λείπουν αρκετά ’που τούτα. Πάντα στρέφομαι σ’ τούτην την εποχήν, με την ελπίδαν ότι κάποτε, ίσως μπορεί, να...
–Επιστροφή στη γενέθλια γη λοιπόν...
–Τούτον εν μόνιμον! Τελευταία μου επιθυμία εννα πάω στο χωρκόν μου... στην τελευταίαν μου κατοικίαν, αλλά μάλλον θα είμαι ’που τους άτυχους.
Εμερακλωθήκαν πολλοί
–Χαμπή, θα ξαναγινόσουν χαράκτης;
–Θα το ξανάκαμνα ’που την αρχήν το ταξίδιν. Μακάρι να είχα δυνάμεις να μάθω τζαι τα υπόλοιπα πάρα πολλά στην χαρακτικήν που έν ιξέρω.
–Υπάρχουν πράγματα που δεν ξέρεις στη χαρακτική;
–Αμέτρητα. Ξέρω πόσα έν ιξέρω. Όσα λλία ξέρεις τόσα παραπάνω νομίζεις ότι ξέρεις. Έκαμα ό,τι εμπόρουν, ευτυχώς η χαρακτική αναπτύχθηκεν πολλά τα τελευταία χρόνια τζαι έσει πολλούς που θα συνεχίσουν τζαι θα φέρουν νέαν πνοήν στην χαρακτικήν τζαι γεννικά στην Τέχνην. Ο καθένας φέρνει τα δικά του. Έτσι πλουσιεύκει η τέχνη. Εμερακλωθήκαν πολλοί.
–Πώς βλέπεις την εξέλιξη της χαρακτικής στην Κύπρο; Είσαι αισιόδοξος;
–Πάρα πολλά, γιατί εμερακλωθήκαν πολλοί, εσπουδάσαν πολλοί. Σαίρουμαι πολλά για την δικήν μας Σχολήν, που την ίδρυσα στην μνήμην του δασκάλου μου του Τάσσου το 1995 για να κάμνω δωρεάν μαθήματα σε όσους τζαι όσες θέλουν, όπως μου έκαμνεν εμέναν ο Τάσσος, τότε που έκρουζα να μάθω.
Ως σήμερα εκφράζω στα έργα μου όσα εν γυρόν μου
–Και οι σπουδές στη Μόσχα πώς ήλθαν;
–Επήα εντελώς τυχαία. Πάντα εβούραν με η τύχη... Έδωσεν παραίτησην τότε ο ανταποκριτής της «Χαραυγής» στην Μόσχαν, Σάββας Ιωάννου, τζαι δεν έθελεν κανένας να πάει να τον αντικαταστήσει. Εγιώ, εγίνηκα δημοσιογράφος κατά λάθος, τζι επροχώρησα σε υποβολήν παραίτησης ’που την εφημερίδαν επειδή έθελα να σπουδάσω. Η τύχη μου άλλαξεν την πορείαν μου τζι έπεψεν με το 1972 ανταποκριτήν στην Μόσχαν, με προοπτικήν να σπουδάσω. Επήα πετώντα! Τα πρώτα χρόνια που ήμουν στην Σοβιετικήν Ένωσην εγνώρισα Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, εφίλεψα μιτά τους, άκουσα σίλλια πράματα για τον εμφύλιον τζι ένιωσα την ανάγκην τζι έκαμα έναν έργον για τον Εμφύλιον στην Ελλάδαν, που το εκθέτουμεν τωρά στην έκθεσην. Το 1973, εσυνέχισα τζι εχάραξα έργα για τους βομβαρδισμούς της Τυλληρκάς, που με συγκλονίσαν τότε, τζαι λόγω των ποιημάτων του Τεύκρου Ανθία. Εχάρασσα πάνω στα ποιήματά του. Το 1976, άμαν εμπήκα στην Ακαδημίαν «Σούρικωβ» στην Μόσχαν αλλάξαν ούλλα!
–Πριν μπεις στην Ακαδημία το 1976 δημιουργούσες έργα...
–Εδημιουργούσα έργα, βέβαια. Ήρτεν το πραξικόπημαν, η εισβολή τζαι αρκίνησα τζι έκαμνα έργα για το πραξικόπημαν, την εισβολήν, την προσφυγιάν, το έναν μετά το άλλον, εβασανιούμουν... έκαμνα πολλές παραλλαγές.
–Το είχες ανάγκη;
–Ήταν το κλάμαν μου, η διαμαρτυρία μου... Το ότι έχω πολλές παραλλαγές σημαίνει ότι εγιώ δεν ικανοποιούμουν. Δεν έκαμνα έργα για να πουλήσω, δεν κάμνω έργα για τους άλλους, κάμνω έργα για να πω τι έχω μέσα μου, να πω την διαμαρτυρίαν μου, την χαράν μου. Έχω τζαι ζωγραφικά έργα, δαμαί στην έκθεσην. Έβαλα μόνον μερικά που εν το πέρασμαν εις την χαρακτικήν.
–Στην Ακαδημία τι άλλαξε;
–Είδα τον κόσμον άλλως πως, όταν εμπήκα να σπουδάσω, γιατί εμπήκα να ζυαστώ σε άλλα επίπεδα... Οι ξένοι ήμαστιν σε άλλον επίπεδον, πιο χαμηλόν... Οι Κυπραίοι φίλοι μας που εθωρούσαν τα έργα που εκάμναμεν στες σπουδές μας, εθεωρούσαν τα πολλά σπουδαία. Εν τούτον που λαλούμεν «Απ’ όν είδεν βουνά τζαι κάστρη είδεν τον φούρνον τζι εποθαυμάστην»! Ο στόχος μου πάντα ήταν η χαρακτική, αν τζαι η κατεύθυνσή μου ήταν οι γραφικές τέχνες τζαι η ειδικότητά μου αφίσα!
–Επέμενες στη χαρακτική εσύ...
–Το αποκορύφωμαν ήταν ότι ενώ η διπλωματική μου έπρεπεν να ήταν έξι αφίσες, ούλλοι εθωρούσαν πως ήμουν πελλός με τη χαρακτικήν, τζαι ο προφέσσορας μου επήεν στον καθηγητήν μου της χαρακτικής, τον Μιχαήλ Αβακούμωφ, τζαι είπεν του: «Πε του να κάμει ό,τι θέλει αρκεί να έσει κάποιαν σχέσην με αφίσαν». Εγιώ έκαμα έναν χαρακτικόν έξι μέτρων, με τίτλον «Η Κύπρος μετά την Ανεξαρτησίαν», τι έζησε τούτος ο τόπος ο βασανισμένος ’που το 1960 ώς το 1974. Δεκατέσσερα μαύρα χρόνια! Τούτον έδωσεν μου την ευκαιρίαν τζαι έβαλα στο χαρακτικόν αληθινά συνθήματα ’που τες διαδηλώσεις, τίτλους εφημερίδων της Κύπρου.
–Πώς είδαν την εργασία σου αυτή οι καθηγητές σου;
–Την είδαν σαν καλλιτεχνική δουλειά, αλλά τζαι ως έργον ενός Κύπριου που αγαπά την πατρίδαν του. Στην αποφοίτησην ούλλοι εσυνδυάζαν το έργο με την ευαισθησία του φοιτητή, ο οποίος έκφρασεν τον τόπον του με έτσι τρόπον.
«Το 1973, εσυνέχισα τζι εχάραξα έργα για τους βομβαρδισμούς της Τυλληρκάς, που με συγκλονίσαν τότε, τζαι λόγω των ποιημάτων του Τεύκρου Ανθία. Εχάρασσα πάνω στα ποιήματά του»
Για λλόου μου τα έκαμα
–Και πώς φεύγεις από τη Μόσχα;
–Άμαν ετέλειωσα τες σπουδές μου, εν έθελα να μείνω «ούτε λεπτόν» στην Μόσχαν. Ενώ θα είχα ούλλα τα πολιτιστικά καλά αν εμείνισκα. Σαν καλλιτέχνης θα είχα όφελος, εμέναν όμως η καρκιά μου εχτύπαν στην Κύπρον!
–Χαμπή, παρατηρώντας την έκθεσή σου βλέπω ότι ξεκίνησες με έργα ερωτικά, αλλά στη συνέχεια στρέφεσαι στα καθαρά πολιτικά έργα, και το 1980 πάλι ένα ερωτικό χαρακτικό...
–Ως σήμερα εκφράζω στα έργα μου όσα εν γυρόν μου, όσα ζω, όσα με συγκινούν ή με πονούν. Εξεκίνησα με τους πρώτους μου έρωτες, αλλά την ίδιαν εποχήν ήταν η χούντα στην Ελλάδαν, λλίον πριν οι βομβαρδισμοί της Τηλλυρκάς. Εν τζαι είπεν μου κανένας «κάμε τα», για λλόου μου τα έκαμα!
Πληροφορίες
«Χαμπής - Από τη Ζωγραφική στη Χαρακτική, 1970 -1982»
Δημοτικό Μουσείο Χαρακτικής Χαμπή, 3 Ιουνίου 2022 – Ιανουάριος 2023