ΚΥΠΕ
Ο πρώην Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, σε συνέντευξη του στο Κυπριακο Πρακτορείο Ειδήσεων με αφορμή την πρόσφατη επέτειο για τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, αναφέρθηκε στην πορεία της Κύπρου στην ΕΕ τα 20 αυτά χρόνια, και υπενθύμισε πως προήδρευσε της συνάντησης τον Δεκέμβριο του 1997 όταν αποφασίστηκε η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων για την Κύπρο, κάτι με το οποίο όπως είπε η Γαλλία διαφωνούσε τότε.
Ερχόμενος στην περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Κύπρο και τα κρίσιμα Eurogroup του Μαρτίου του 2013, ο κ. Γιούνκερ εκτίμησε πως «το Eurogroup μεταχειρίστηκε λάθος την Κύπρο κατά τον πρώτο γύρο συζητήσεων, όμως μετά η Κύπρος πήρε τη μοίρα της στα χέρια της».
«Η Κύπρος ήταν πολύ επιτυχημένη στο πώς διαχειρίστηκε την οικονομική κρίση», εν μέσω των πιέσεων από το Eurogroup και το IMF, αν και «ζητήθηκαν να γίνουν τεράστιες προσπάθειες από τους Κύπριους». Όπως σημείωσε, όταν ήταν επικεφαλής του Eurogroup διαφωνούσε με τα κράτη του βορρά υποστηρίζοντας πως «δεν λάμβαναν υπόψη τις προσπάθειες που έπρεπε να γίνουν από απλούς πολίτες και το φτωχότερο μέρος της Ελληνικής και της Κυπριακής κοινωνίας», κάνοντας λόγο για «βαθιά άδικη» μεταχείριση των απλών Κυπρίων από τη διεθνή κοινότητα.
Παρόλα αυτά, συνέχισε, η Κύπρος είναι τώρα μια «ασφαλής χώρα» και «κανένας δεν αμφισβητεί τη σοβαρότητα των πολιτικών αρχών και του κυπριακού λαού», σημειώνοντας πως οι Κύπριοι θα πρέπει να είναι περήφανοι που από μια καταστροφική κατάσταση «κατάφεραν να βρεθούν στο μέσο του σοβαρού τμήματος της ευρωζώνης».
Κάποιοι στο Eurogroup πάντα θεωρούσαν πως μικρές χώρες όπως η Κύπρος, ή και το Λουξεμβούργο, «μπορούν να τις μεταχειρίζονται με καλοπροαίρετη αμέλεια», όμως «τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η Κύπρος ήταν όσο σοβαρά όσο αυτά που είχαν να αντιμετωπίσουν άλλες χώρες στην ευρωζώνη».
Κληθείς πάντως να σχολιάσει την υπόθεση των χρυσών διαβατηρίων, ο κ. Γιούνκερ είπε πως «δεν ήμουν ποτέ υπέρ αυτής της ανοησίας του να παραδίδει κανείς μέρος της κυριαρχίας του μέσω διαβατηρίων σε ανθρώπους από αλλού», τονίζοντας πως είναι καλό που μπήκε τέλος στην πρακτική.
Αναφερόμενος στο Κυπριακό, είπε ότι "όλοι θα έπρεπε να είχαν επενδύσει περισσότερα στο Κυπριακό κατά την τελευταία διαπραγματευτική διαδικασία καθώς ήταν «η τελευταία πραγματικά χρήσιμη περίοδος" κατά την οποία όμως η ε/κ πλευρά «δεν ήταν έτοιμη να κάνει το άλμα», όπως είπε, μιλώντας από το γραφείο που διατηρεί μέχρι σήμερα στο Μπερλεμόν, την έδρα της Κομισιόν στις Βρυξέλλες.
Ο κ. Γιούνκερ αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στο πώς βλέπει τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού, λέγοντας πως θεωρεί πως δεν έχουν εξαφανιστεί, λέγοντας πως ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης είναι «άνθρωπος με καλή θέληση», και προσθέτοντας πως θα υπάρξουν νέες πιθανότητες «αν βρούμε τρόπους να επανασυνδεθούμε στο Κυπριακό με τον κ. Ερντογάν».
Σε σχέση με τον ρόλο που θεωρεί πως πρέπει να έχει η ΕΕ στη διαδικασία, σημείωσε πως η ΕΕ πρέπει να είναι εκεί αν το ζητήσουν οι δύο πλευρές, και πως βλέπει την ΕΕ να έχει περισσότερο ένα ρόλο ενδιάμεσου, αλλά πως δεν μπορεί μόνη της να αναλάβει πρωτοβουλίες.
Τόνισε πως θεωρεί πως ο Ερντογάν είναι που λαμβάνει τελικές αποφάσεις στο βόρειο τμήμα της Κύπρου (σσ.κατεχόμενα), κάτι που χαρακτήρισε «άβολο» για την Ευρώπη.
Αναφορικά με το μέλλον της Ευρώπης, υπογράμμισε την ανάγκη μεταρρυθμίσεων πριν τη διεύρυνση, όπως την εισαγωγή αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία σε ορισμένα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Εκτίμησε ακόμα πως θα υπάρξει άνοδος των εξτρεμιστών στις ευρωεκλογές, αλλά πως ο τρόπος να αντιμετωπιστούν αυτά τα φαινόμενα είναι αντιμετωπίζοντας τα επιχειρήματα τους, και όχι επαναλαμβάνοντας τα.
Κυπριακό και χαλλούμι
Μιλώντας για τη διαπραγμάτευση για την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης για το χαλλούμι μεταξύ των Αναστασιάδη και Ακιντζί, στην οποία ήταν παρών, ο κ. Γιούνκερ σημείωσε πως ήταν μια διαδικασία που «πήρε ώρες και ώρες», προσθέτοντας πως ήξερε πως δεν θα ήταν μια εύκολη συζήτηση και για αυτό ήταν ευχαριστημένος «που καταφέραμε να έχουμε αυτή την συναντίληψη».
Όπως είπε, κατά τη διάρκεια της συζήτησης «έπρεπε να ελέγχω κατ’ επανάληψη με την νομική υπηρεσία εδώ στις Βρυξέλλες μέσω τηλεφώνου» για το ποιες πρόνοιες της συμφωνίας είναι εφικτές.
Ερωτηθείς για τη δήλωσή του σε συνέντευξη μετά το τέλος της θητείας του, στην οποία ανέφερε πως η μη επίλυση του Κυπριακού ήταν ένας από τους στόχους τους οποίους μετανιώνει πως δεν πέτυχε, ο κ. Γιούνκερ σημείωσε πως ακόμα διερωτάται γιατί κάποια πράγματα έγιναν ή δεν έγιναν.
«Ήμουν πεπεισμένος πως αυτή η περίοδος», σημείωσε αναφερόμενος στον τελευταίο κύκλο διαπραγματεύσεων που σταμάτησε το 2017, «ήταν η τελευταία πραγματικά χρήσιμη περίοδος. Θα έπρεπε να είχαμε επενδύσει περισσότερα, όλοι μας».
«Είχα ιδιαίτερα ελπίδες πως θα δούλευε μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας για το τυρί αυτό» σημείωσε. «Αν σε ένα τεχνικό θέμα ήταν εφικτό να φέρουμε στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον ηγέτη της τουρκικής κοινότητας στον βορρά, όλα θα ήταν πιθανά συνέχισε, τονίζοντας πως είχε καλές σχέσεις και με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και με τον τέως Τ/Κ ηγέτη.
«Απογοητεύτηκα που μετά τα πράγματα γίνονταν πιο δύσκολα από ότι πριν, ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό» συνέχισε. Εξηγώντας γιατί θεωρούσε πως η πρόοδος ήταν εφικτή εκείνη την περίοδο, είπε πως «είχα συνομιλίες με τον Ερντογάν, ο οποίος ήταν πιο θετικός εκείνη την περίοδο από ότι προηγουμένως. Όταν του μιλούσα ως πρωθυπουργός και στην αρχή της προεδρικής θητείας μου, άφριζε στο στόμα όταν συζητούσαμε το Κυπριακό. Και ξαφνικά έγινε πολύ πιο προσαρμόσιμος και ανοιχτόμυαλος για να δοθεί τέλος σε αυτό το δράμα».
Σύμφωνα με τον κ. Γιούνκερ, αυτή ήταν μια τελευταία ευκαιρία καθώς «η εντύπωση μου ήταν, έχοντας μιλήσει με πολλούς κυρίως νέους Κύπριους, ήταν πως οι νέοι στην Κύπρο είχαν απόσταση από το θέμα γιατί είχαν μεγαλώσει» σε «αυτή τη ‘νεκρή’ κατάσταση, δεν υπέφεραν πραγματικά, έχαναν το ενδιαφέρον τους» για τη λύση. Όπως είπε, αυτό που έλεγε στην ομάδα του ήταν πως έπρεπε η προσπάθεια να γινόταν τώρα καθώς «σε δέκα χρόνια από τώρα δεν υπάρχει η προετοιμασία των νέων ανθρώπων στο νότο του νησιού να κάνουν συμβιβασμούς».
«Θεωρώ πως το κύριο πρόβλημα δεν ήταν ο Ερντογάν και δεν ήταν ο Ακιντζί, αλλά ο νότος του νησιού, γιατί δεν ήταν έτοιμος να κάνει το άλμα» συνέχισε, επαναλαμβάνοντας πως απογοητεύτηκε καθώς «επένδυσα αρκετό από τον χρόνο μου στο θέμα αυτό, έχοντας διμερείς επαφές». Αναφερόμενος στην ηγεσία της ε/κ πλευράς, σημείωσε πως «αν και συμπαθώ και αγαπώ αυτούς στον νότο, δεν έκαναν αρκετές προσπάθειες να εξηγήσουν πως αυτή ήταν η στιγμή για το άλμα, και ούτε τα άλλα κόμματα στο νησί το έκαναν».
Επεσήμανε, περαιτέρω, πως «στόχος και σκοπός μας μέσα από τις προτάσεις που έχουμε υποβάλει είναι η δημιουργία ενός πραγματικά ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, απαλλαγμένου από τις όποιες εξαρτήσεις τρίτων χωρών. Ενός σύγχρονου, απόλυτα εναρμονισμένου με το ευρωπαϊκό κεκτημένο κράτους που θα δίδει την προοπτική ειρηνικής συνύπαρξης και προοπτικής για το μέλλον για όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους του», ανέφερε, και τόνισε πως «εμείς εμμένουμε στις διαδικασίες των ΗΕ και σε όσα έχουν συμφωνηθεί μέχρι σήμερα».
Εξάλλου, ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας και τότε Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Νίκος Χριστοδουλίδης, είχε δηλώσει μετά τη Διάσκεψη πως οι πραγματικοί λόγοι της αποτυχίας στο Κραν Μοντανά, δεν ήταν τίποτε άλλο από την εμμονή της Τουρκίας για συνέχιση εγγυητικών και παρεμβατικών δικαιωμάτων στην Κύπρο, όπως και για μόνιμη παρουσία τουρκικού στρατού στο νησί.
Από την πλευρά του, ο τότε διαπραγματευτής της ε/κ πλευράς, Ανδρέας Μαυρογιάννης, είχε δηλώσει πως «ο Τσαβούσογλου (τέως Τούρκος ΥΠΕΞ) απάντησε πως δεν μπορεί να υπάρξει κατάργηση επεμβατικού δικαιώματος και της μονομερής επέμβασης παρά μόνο μετά την εφαρμογή της λύσης και μετά από περίοδο ασφάλειας 15 χρόνων». Σε σχέση με τα στρατεύματα σημείωσε πως ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών «είπε ότι δέχονται ουσιαστική μείωση, αλλά τα εναπομένοντα να είναι στην Κύπρο εσαεί». «Αυτό ήταν που τίναξε τα πράγματα στον αέρα», συμπλήρωσε.
Από την πλευρά του, ο ΓΓ του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, ο οποίος ήταν παρών στη τελική φάση της Διάσκεψης στο Κραν Μοντανά είχε δηλώσει μετά το κλείσιμό της πως «υπήρχαν διαφορές σε αριθμό θεμάτων ανάμεσα στις αντιπροσωπείες που συμμετείχαν» σε αυτήν.
Είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει ακόμα μια σημαντική διαφορά μεταξύ των αντιπροσωπειών σε ό,τι αφορά ένα συγκεκριμένο αριθμό θεμάτων και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατό να καταλήξουν σε συμφωνία, ανέφερε. Εξέφρασε ακόμη την ευγνωμοσύνη του στους δύο ηγέτες «που επιθυμούν το καλύτερο για όλους τους Κυπρίους», τους αντιπροσώπους των εγγυητριών και της ΕΕ).
Σημερινές προσπάθειες για λύση
Ερωτηθείς πάντως αν θεωρεί πως οι ελπίδες για λύση έχουν εξανεμιστεί, ο κ. Γιούνκερ είπε πως «δεν θα το έλεγα αυτό» και ανέφερε πως είχε μακρά συνάντηση με τον νέο Πρόεδρο, τον «νέο Νίκο» όπως είπε αστειευόμενος, προσθέτοντας πως «είναι ένας άνθρωπος με καλή θέληση και εξαιρετικός ηγέτης».
Τόνισε πως πρέπει να γίνει μια επανασύνδεση των δύο πλευρών, της Τουρκίας και της Ελλάδας καθώς όλοι αυτοί οι εταίροι έχουν ρόλο σε αυτή τη σύγκρουση.
Κληθείς να σχολιάσει τη στάση της Τουρκίας για λύση δύο κρατών και που την αποδίδει, ο κ. Γιούνκερ επεσήμανε πως αυτή είναι μια περίοδος «προετοιμασίας για μελλοντικές διαπραγματεύσεις» και πως δεν θα έπαιρνε τις σημερινές δηλώσεις «πολύ στα σοβαρά». Τόνισε πάντως πως θεωρεί ότι «ο Ερντογάν έχει τη δύναμη να ολοκληρώσει» και πως είναι «αυτός που αποφασίζει στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, κάτι που για εμάς είναι πολύ άβολο γιατί δεν μας αρέσει η ιδέα πως μια ξένη δύναμη έχει την πρωτοβουλία στις διαπραγματεύσεις».
«Χωρίς τον Ερντογάν τίποτα δεν είναι δυνατόν. Νομίζω πως αν βρούμε τρόπους να επανασυνδεθούμε στο Κυπριακό με τον Ερντογάν, τότε υπάρχουν πιθανότητες γιατί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τη θέληση να φτάσει μέχρι τέλους» πρόσθεσε.
Κληθείς να σχολιάσει τις ιδέες για ενισχυμένη εμπλοκή της ΕΕ στη διαδικασία, ο κ. Γιούνκερ ανέφερε πως το θέμα αφορά τα Ηνωμένα Έθνη, κάτι το οποίο είχε εκπλήξει παλαιότερα και τον ίδιο καθώς «θεωρούσα όταν ήμουν πρωθυπουργός πως πρόκειται για θέμα για την ΕΕ», προσθέτοντας πως και η Κυπριακή Δημοκρατία θεωρεί πως εναπόκειται στα ΗΕ να ηγηθούν της διαδικασίας.
«Ίσως τα πράγματα να ήταν πιο εύκολα αν είχαμε βάλει όλα αυτά τα θέματα στα χέρια της ΕΕ, όμως δεν είμαι σίγουρος αν αυτό θα είχε βοηθήσει» πρόσθεσε.
Ερωτηθείς για την πρόταση για διορισμό απεσταλμένου της ΕΕ στο Κυπριακό ή για την εκδήλωση πρωτοβουλίας της ΕΕ, ο κ. Γιούνκερ σημείωσε πως θεωρεί ότι «η ΕΕ πρέπει να είναι εκεί αν της το ζητήσουν τα δύο μέρη», σημειώνοντας όμως την ανισορροπία που προκύπτει καθώς «η Κύπρος είναι κράτος μέλος και ο βορράς είναι παίχτης στο δωμάτιο» αλλά «ο ελέφαντας στο δωμάτιο κάθεται στην Άγκυρα».
«Νομίζω όμως πως πρέπει να αυξήσουμε, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις προσπάθειες μας να ενεργήσουμε ως ενδιάμεσοι, αν μας ζητηθεί» πρόσθεσε, σημειώνοντας πως η ΕΕ δεν μπορεί από μόνη της να αναλάβει πρωτοβουλίες.
Αναφερόμενος σε άλλο σημείο στις συνομιλίες στη Γενεύη στις οποίες συμμετείχε στις αρχές του 2017, ο κ. Γιούνκερ είπε πως «στους Τούρκους δεν άρεσε η ιδέα πως η Κομισιόν ήταν μέρος εκείνης της διαδικασίας», και πως υπήρχε ένταξη μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής αντιπροσωπείας.
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, στο πλαίσιο της συζήτησης για το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων, ο κ. Γιούνκερ επεσήμανε την ανάγκη να συνεχιστεί η συζήτηση από εκεί που βρισκόταν στη Γενεύη και στο Κραν Μοντανά. Τόνισε πως πραγματικά θεωρεί πως η ΕΕ, μαζί με τα ΗΕ και αφού το ζητήσουν οι δύο πλευρές στο νησί «πρέπει να παίξει ρόλο, όχι τόσο ως διαμεσολαβητής, αυτό θα ήταν υπερβολικό για την ΕΕ, αλλά ως ενδιάμεσος μεταξύ Τουρκίας και Κυπριακής Δημοκρατίας, και σε κάποιο βαθμό, και Ελλάδας».
Εξέφρασε την ικανοποίησή του για τη βελτίωση των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας, προσθέτοντας όμως το τι σημαίνει αυτό θα διαφανεί τις επόμενες ημέρες, εβδομάδες και μήνες, και πρόσθεσε πως «τώρα όλα βρίσκονται στη θέση τους για να προσπαθήσουμε να ξαναρχίσουμε τις διαπραγματεύσεις για την Κύπρο». Όπως είπε ο Κυπριακός λαός «είναι ένας ταλαντούχος, ενεργός λαός με αρετές» που «έχει το δικαίωμα να ελπίζει πως οι εταίροι του θα παίξουν σημαντικό ρόλο».
Ευρωτουρκικές σχέσεις
Μιλώντας για την εμπειρία με την Τουρκία, και ερωτηθείς πώς βλέπει το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων, ο κ. Γιούνκερ σημείωσε πως όταν η χώρα του ασκούσε την Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ το 1997, διαφωνούσε με την πρόθεση της Τουρκίας να γίνει μέλος «λέγοντας, νέος και εμπνευσμένος (από ιδεαλισμό) όπως ήμουν, πως μια χώρα που ασκεί βασανιστήρια δεν έχει θέση στο τραπέζι της Ευρώπης».
Όσον αφορά την απόφαση να δοθεί το καθεστώς μέλους στην Τουρκία το 1999, ανέφερε πως ο λόγος ήταν «να αποφευχθεί μια εκλογική επιτυχία από τον Ερντογάν». Όταν τελικά εξελέγη, συνέχισε, ο πρωθυπουργός πλέον Ερντογάν «άρχισε να υιοθετεί ένα πολύ φιλοευρωπαϊκό προφίλ στην εξωτερική του πολιτική, αν και ήταν πάντα διστακτικός να δώσει τελική απάντηση στο Κυπριακό». Εξήγησε πως στη συνέχεια η εσωτερική του πολιτική πήρε άλλη κατεύθυνση, αναγνωρίζοντας δικαιώματα για τους Κούρδους και βάζοντας τέλος στην κυριαρχία του στρατού, πριν στραφεί ξαφνικά «σε μια λιγότερο ευρωπαϊκή κατεύθυνση». Όπως είπε, «είχα τρομερές δυσκολίες να βρω κοινό έδαφος μαζί του», σημειώνοντας πως εκείνη την περίοδο είχε πολλές συνομιλίες με τον Ερντογάν, επιμένοντας στην ανάγκη αξιοπρεπούς λύσης.
Σχολιάζοντας το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων, σημείωσε πως δεν ήταν ποτέ έντονα και δημόσια υπέρ της ένταξης της Τουρκίας, όμως πρόσθεσε πως είναι ακόμα υποψήφια χώρα και πως «νομίζω πως υπάρχει αξία στο να συνεχίσουμε τις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία» και ότι «δεν ήμουν ποτέ υπέρ του να σταματήσουν οι διαπραγματεύσεις» σε αντίθεση με τις απόψεις που ακούγονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και μεταξύ των κρατών μελών. Υπενθύμισε πως μετά την προσπάθεια πραξικοπήματος στην Τουρκία το 2016 η χώρα «άλλαξε δραστικά τη συμπεριφορά της στο εσωτερικό απέναντι στα κόμματα της αντιπολίτευσης και τους Κούρδους».
Το μέλλον της Ευρώπης
Για το μέλλον της Ευρώπης και τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ ανέφερε πως «αντιμετωπίζουμε σοβαρές εξωτερικές απειλές», αναφερόμενος στη Ρωσία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, την Κίνα, και «τις ΗΠΑ σε κάποιο βαθμό», ενώ παράλληλα «έχουμε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες πρέπει να προχωρήσουμε», τονίζοντας πως δεν μπορεί να γίνει διεύρυνση χωρίς αλλαγές στον τρόπο λήψης αποφάσεων.
«Νομίζω πως πρέπει να εγκαταλείψουμε την αρχή της διαδικασίας λήψης αποφάσεων με ομοφωνία στις εξωτερικές σχέσεις» πρόσθεσε, σημειώνοντας πως «πρέπει να την αντικαταστήσουμε με μια αρχή της κοινής λογικής» στη βάση «μιας ειδικής πλειοψηφίας». Όπως είπε δεν μπορούν να ληφθούν με ειδική πλειοψηφία αποφάσεις που αγγίζουν την κυριαρχία, όπως η αποστολή στρατευμάτων που αφορούν εθνικές κυβερνήσεις και κοινοβούλια, «όμως σε άλλα πιο χαμηλής πολιτικής θέματα που σχετίζονται με τις εξωτερικές σχέσεις πρέπει να αποφασίζουμε με ειδική πλειοψηφία».
Ο κ. Γιούνκερ αναφέρθηκε ακόμα στην ανάγκη της μείωσης του αριθμού των Επιτρόπων, σημειώνοντας πως «δεν μπορώ να φανταστώ μια Κομισιόν που να λειτουργεί σωστά με 35 ή 36 Επίτροπους», και προσθέτοντας πως «πρέπει να δομήσουμε καλύτερα τις αρμοδιότητες που μοιράζονται μεταξύ Επιτρόπων από διαφορετικές χώρες», υπενθυμίζοντας πως οι Επίτροποι δεν είναι εκπρόσωποι των χωρών τους αλλά της ΕΕ.
Επεσήμανε ακόμα πως πρέπει να εξεταστεί ο τρόπος που σχηματίζεται ο προϋπολογισμός της ΕΕ καθώς «δεν θα είναι δυνατόν να ενταχθεί η Ουκρανία στο πλαίσιο προϋπολογισμού της ΕΕ» όπως έχει σήμερα.
Ειδικότερα για τη διεύρυνση, εκτίμησε πως «η ένταξη της Ουκρανίας δεν είναι βραχυπρόθεσμο ζήτημα, είναι ένα μεσοπρόθεσμο ζήτημα», κάτι που ισχύει και για τα Δυτικά Βαλκάνια. «Έχουν τόσες προσπάθειες που πρέπει να κάνουν, τόσες μεταρρυθμίσεις και συνοριακές διαφορές να λύσουν μεταξύ τους» καθώς και θέματα μειονοτήτων και κράτους δικαίου, όπως είπε, «που θα χρειαστεί χρόνος». «Πάντα λέω πως έχουν μια ξεκάθαρη ευρωπαϊκή προοπτική, όμως ας μην δίνουμε υποσχέσεις που δεν μπορούμε να τηρήσουμε» πρόσθεσε.
Άνοδος ακροδεξιάς
Σχολιάζοντας την άνοδο της άκρας δεξιάς στις δημοσκοπήσεις για τις ευρωεκλογές, εκτίμησε πως στις 9 Ιουνίου θα καταγραφεί η αύξηση της επιρροής αυτών των κομμάτων. «Αυτό δεν με ευχαριστεί, αλλά νομίζω πως τα κλασσικά πολιτικά κόμματα, χριστιανοδημοκράτες, σοσιαλιστές, φιλελεύθεροι, πράσινοι, πρέπει να αντιμετωπίσουν τους λαϊκιστές και τους εξτρεμιστές αντιπαραβάλλοντας επιχειρήματα», είπε.
Το ερώτημα, κατά τον κ. Γιούνκερ, θα πρέπει να είναι αν τα κόμματα αυτά κυβερνούσαν στα κράτη μέλη και ήταν η πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, «τι θα ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση εκείνη τη στιγμή; - θα ήταν το ακριβώς αντίθετο από ότι σήμερα», εκτίμησε.
«Σήμερα θεωρούμαστε παράδειγμα για άλλα μέρη του κόσμου. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα ήμασταν παράδειγμα, αλλά ο ασθενής της υφηλίου» επεσήμανε. «Ως κλασσικά πολιτικά κόμματα, ας μην επαναλαμβάνουμε τα επιχειρήματα ή τα στοιχεία που προβάλλουν οι εξτρεμιστές. Πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε, όχι να τους ακολουθούμε» γιατί τότε «ο κόσμος δεν μπορεί να διαχωρίσει μεταξύ των λαϊκιστών και των φυσιολογικών κομμάτων».