Του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Δεν ήταν ζήτημα ενστίκτου, δεν οσμίστηκε τυχαία τον επικείμενο κίνδυνο. Για τον Αλέξανδρο Σημαιοφορίδη μιλούσαν τα δεδομένα και δεν μπορούσε να τα παραβλέψει. Ως επικεφαλής του κλιμακίου της ελληνικής ΚΥΠ στην Κυρήνεια της Κύπρου είχε αποστολή να υποκλέπτει και να αποκρυπτογραφεί τουρκικές συνομιλίες, να παρατηρεί τις κινήσεις των στρατιωτικών μονάδων στην Αλεξανδρέττα και τη Μερσίνη. Το 1974, τουλάχιστον επί τρεις μήνες διαπίστωνε μια ασυνήθιστη, κλιμακούμενη κινητικότητα. Κατέγραφε σε πληροφοριακά σήματα τις εντατικές αποβατικές ασκήσεις, ανακλήσεις αδειών, αιτήματα για εφοδιασμό με υλικά εκστρατείας, μαζικές μεταφορές πυρομαχικών και ενημέρωνε τους ανωτέρους του για το ενδεχόμενο τουρκικής εισβολής. Είχε προειδοποιήσει εγκαίρως, αλλά δεν εισακούστηκε.
«Τόσες πληροφορίες που έστελνα τι έγιναν και πήγανε χαμένες; ∆εν έπρεπε να τις εκμεταλλευτούν για να μην έχουμε αυτά τα αποτελέσματα;», αναρωτιέται ακόμη και σήμερα στα 87 του χρόνια ο κ. Σημαιοφορίδης, συνταγματάρχης ε.α. «Ήμασταν τόσο ενήμεροι, που δεν κουνιόταν απέναντι κλαδί ούτε φύλλο και να μην το γνωρίζουμε. Και πέσαμε στην άγνοια, σαν να μη γνωρίζουμε τίποτα και μετά ήρθε ο Τούρκος “απότομα”. Προδομένος ένιωσα».
Αυτές τις ημέρες βρίσκεται στις Ράχες Φθιώτιδας, όπου συνήθως διαμένει τα καλοκαίρια. Ενας κάτοικος του χωριού, απόστρατος αξιωματικός και αυτός, έχει λάβει οδηγίες και μας περιμένει έξω από την εκκλησία του «Αγίου Χαράλαμπου» με το μηχανάκι του για να μας κατευθύνει μέσα από στενά δρομάκια μέχρι το πλατύσκαλο του γείτονά του. «Είναι κινητή Iστορία, θα ακούσετε πολλά», λέει προτού μας αποχαιρετήσει. Βραχύσωμος και με κοφτό, γοργό βήμα, ο Αλέξανδρος Σημαιοφορίδης μάς οδηγεί στο καθιστικό του. Η διήγησή του παραμένει αναλλοίωτη στον χρόνο. Μπορεί να μιλάει χωρίς παύσεις, ανακαλώντας ημερομηνίες και ονομασίες στρατιωτικών μονάδων. Τι κι αν έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας από την τουρκική εισβολή, κάθε χρόνο, όποτε πλησιάζει η 20ή Ιουλίου, ξαναζεί εκείνη την ταραγμένη περίοδο. «Είμαι στην Κύπρο νοερώς», λέει.
Ο κ. Σημαιοφορίδης αποστρατεύθηκε το 1985. Το 2020 τιμήθηκε από τον υφυπουργό Εθνικής Αμυνας, Αλκιβιάδη Στεφανή.
Γεννήθηκε στο Πεντάβρυσο Καστοριάς, αποφοίτησε από τη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών και το 1960 έπειτα από εξετάσεις παρακολούθησε για έναν χρόνο μαθήματα τουρκικής γλώσσας στη σχολή ξένων γλωσσών των Ενόπλων ∆υνάμεων. Το 1963 η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών ζήτησε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού τρεις ανύπαντρους, τουρκομαθείς αξιωματικούς για να τους εντάξει στο δυναμικό της. Επιλέχθηκε και τοποθετήθηκε στο ∆ιδυμότειχο τον Μάιο του 1964. Τέσσερα χρόνια αργότερα στάλθηκε στην Κυρήνεια της Κύπρου.
Εκεί παρακολουθούσε, μεταξύ άλλων, το 6ο σώμα στρατού στα Αδανα και την 39η μεραρχία με έδρα την Αλεξανδρέττα της Τουρκίας. Κάθε Σεπτέμβριο η συγκεκριμένη μεραρχία εκτελούσε μια αποβατική άσκηση από τη Μερσίνη προς την Αντιόχεια, στην οποία συμμετείχε εκ περιτροπής ένα από τα τρία συντάγματά της. Τον Απρίλιο του 1974, όμως, με διαφορά λίγων ημερών και τα τρία συντάγματα πραγματοποίησαν διαδοχικά αποβατικές ασκήσεις. «Ήταν ασυνήθιστο», παρατηρεί.
Υπήρξαν και άλλα ανησυχητικά σημάδια. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους ανακλήθηκαν αιφνιδιαστικά όλες οι άδειες στον τουρκικό στρατό. Ο κ. Σημαιοφορίδης λέει ότι ένας ταγματάρχης από το 49ο+ σύνταγμα εθεάθη στην Αλεξανδρέττα, δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από το πόστο του. «Το πήρε είδηση ο μέραρχος και ζητούσε την κεφαλή του επί πίνακι». Θυμάται έναν Τούρκο αξιωματικό ο οποίος χαρτογραφούσε την ακτή «Πέντε Μίλι», όπου θα γινόταν η απόβαση, κολυμπώντας με μάσκες θαλάσσης. Ο επικεφαλής του κλιμακίου της ΚΥΠ τροφοδοτούσε τους προϊσταμένους του με όλες αυτές τις πληροφορίες. Αποδέκτες των σημάτων του ήταν το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς, η Ελληνική ∆ύναμη Κύπρου, η ελληνική πρεσβεία, ενώ αντίγραφα έφταναν και στην ΚΥΠ στην Αθήνα. «Ήξεραν οι δικοί μας ότι ο τουρκικός στρατός είναι σε επιφυλακή από τον Απρίλιο», λέει.
Η «κάθοδος των μυρίων»
Οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν μετά το πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου 1974. ∆ύο ημέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε έκτακτη σύσκεψη Τούρκων ανώτατων αξιωματικών στη Μερσίνη, όπου στάθμευαν 16 αποβατικά σκάφη. Ακολούθησε η «κάθοδος των μυρίων», όπως την περιγράφει ο κ. Σημαιοφορίδης. ∆ιατάχθηκε μερική επιστράτευση 5.000 ανδρών για να συμπληρώσουν κενά στις μονάδες –κάτι που δεν συνηθίζεται εν καιρώ ειρήνης–, ενώ ο διοικητής του τάγματος μηχανικού έλαβε εντολή να ξεριζώσει όσα δέντρα υπήρχαν στα παράλια της Μερσίνης για να ετοιμαστεί ο χώρος υποδοχής των δυνάμεων.
Επικρατούσε «οργασμός προετοιμασιών» στην απέναντι πλευρά. Έγιναν αναγνωριστικές πτήσεις πάνω από την Κύπρο, ενώ σταδιακά άδειασαν αποθήκες πυρομαχικών διαφόρων διαμετρημάτων και με επιταγμένα φορτηγά μεταφέρονταν στα παράλια. Ο κ. Σημαιοφορίδης θυμάται ένα τουρκικό σήμα που ανέφερε ότι όλα τα οχήματα έπρεπε να είναι φουλαρισμένα με καύσιμα και οι στρατιώτες να φορούν μακρυμάνικες στολές γιατί θα προχωρούσαν έρποντας στο πεδίο. Υπό κανονικές συνθήκες έστελνε στους ανωτέρους του ένα ή δύο πληροφοριακά σήματα το 24ωρο. Θυμάται όμως εκείνη την ταραγμένη περίοδο να στέλνει 17 με 18 την ημέρα. «∆εν πήρα απάντηση καμία, καμία οδηγία», λέει. «Σαν να τα ήξεραν όλα και δεν χρειάζονταν επιπλέον ενημέρωση». Παρακολουθούσε την πορεία που χάρασσε η τουρκική νηοπομπή προς την Κύπρο και μέχρι την ύστατη στιγμή παρέμενε αισιόδοξος. Θεωρούσε ότι θα υπήρχε αντίδραση. «Εμείς του κλιμακίου τρίβαμε τα χέρια μας. Θα πάθουν ένα χουνέρι οι Τούρκοι που θα το θυμούνται για χρόνια, λέγαμε», θυμάται.
Ίσα που είχε χαράξει η 20ή Ιουλίου 1974, όταν αντίκρισε τον τουρκικό στόλο έξω από την Κυρήνεια. Του έκανε εντύπωση ότι το προσωπικό ήταν στα καταστρώματα, έμοιαζαν χαλαροί, χωρίς να έχουν λάβει ειδικά μέτρα ασφαλείας, λες και πήγαιναν για επιθεώρηση έπειτα από άσκηση. Στην ακτή «Πέντε Μίλι» δεν είχε ληφθεί κάποιο οργανωμένο προληπτικό αμυντικό μέτρο. Αργότερα ο ίδιος θα αποκαλούσε «αποβίβαση» την τουρκική στρατιωτική επιχείρηση, όχι απόβαση.
«Δεν υπήρχε σπιθαμή μέρους που να μην εφλέγετο»
Με τον τουρκικό στόλο αντίκρυ, ο επικεφαλής του κλιμακίου της ΚΥΠ στην Κυρήνεια έλαβε εντολή από την Αθήνα να προωθηθεί όσο πιο κοντά γινόταν στον αποβατικό χώρο και να ενημερώνει το γραφείο επιχειρήσεων στην Ελλάδα για όλες τις εξελίξεις. Περίμενε ότι θα έρχονταν έξι αεροσκάφη Φάντομ και δύο υποβρύχια και θα χρειάζονταν από εκείνον συντεταγμένες για να βάλουν κατά τουρκικών στόχων. ∆εν έφτασαν ποτέ. Χωρίς άλλο διαθέσιμο τρόπο άμεσης επικοινωνίας εκείνη τη στιγμή, πήρε μια μπομπίνα μήκους 800 μέτρων, ένωσε σε αυτή το τηλέφωνο, ανέβηκε σε μια τριώροφη οικοδομή πιο κοντά στην παραλία και μετέδιδε τι οχήματα ξεφόρτωνε το αρματαγωγό «Ερκίν». Το καλώδιο δεν έφτανε μέχρι την ταράτσα του κτιρίου και ένας συνεργάτης του βρισκόταν στο έδαφος και κρατούσε το τηλέφωνο.
Ενθύμιο αιχμαλωσίας. Το πακέτο τσιγάρων που είχε πάνω του ο Αλέξανδρος Σημαιοφορίδης όταν φυλακίστηκε από τους Τούρκους.
«Με τα κιάλια όπως ήμουν, αλλά και με το γυμνό μάτι, δεν μπορείς να περιγράψεις, όσο καλός και να είσαι στην πένα, αυτό το θέατρο, αυτή την ατμόσφαιρα. ∆εν υπήρχε σπιθαμή μέρους που να μην εφλέγετο ή να μην εβομβαρδίζετο. Κόλαση! Όταν ζει κανείς την ατμόσφαιρα, δεν αναλογίζεται τον κίνδυνο να σκοτωθεί, είναι σαν να μεθάς», είπε για εκείνες τις ώρες τον Οκτώβριο του 1986 σε κατάθεσή του στην εξεταστική επιτροπή της ελληνικής Βουλής για τον «Φάκελο της Κύπρου».
Κι ενώ μετέφερε λεπτομερώς στην Αθήνα, σε ζωντανή σύνδεση, όλα όσα συνέβαιναν, τον ρώτησαν από το γραφείο επιχειρήσεων εάν μπορεί να υπολογίζει πού ήταν η ίσαλος γραμμή του «Ερκίν» προτού αρχίσει η αποβίβαση και πού βρισκόταν πλέον. Η ίσαλος γραμμή, ή αλλιώς γραμμή φόρτωσης, αντιστοιχεί στο μέγιστο επιτρεπόμενο βύθισμα ενός πλοίου. «Τότε άρχισα να βρίζω θεούς και δαίμονες», λέει ο κ. Σημαιοφορίδης. Η τεχνικού τύπου ερώτηση που δέχτηκε κατά την κρίσιμη στιγμή της εισβολής, του φάνηκε παράταιρη. «∆εν θέλανε, δεν θέλανε. Τι τους ενδιέφερε, η ίσαλος γραμμή ή πού είναι τα άρματα;», λέει.
Αμφισβήτηση εισέπραξε και σε άλλα στάδια. Λέει ότι είχε δει 72 τουρκικά ελικόπτερα να πετούν από πάνω του και η απάντηση που έλαβε από την Αθήνα ήταν ότι δεν ήξερε να μετρά και ότι η Τουρκία δεν είχε πάνω από 30 με 35 ελικόπτερα.
Θυμάται κατά τις ώρες της απόβασης ένα τουρκικό άρμα να πατάει έναν στρατιώτη και δίπλα του άλλο ένα να ισοπεδώνει ένα αυτοκίνητο. Όποια αντίσταση παρατήρησε εκείνες τις ώρες ήταν μεμονωμένη και υποτυπώδης. «Μεμονωμένες ανδραγαθίες», σχολιάζει. Αναγκάστηκε να υποχωρήσει, τα τουρκικά άρματα είχαν πλέον πλησιάσει απειλητικά. Τελικά αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε για 17 ημέρες.
Τα ίχνη και η αιχμαλωσία
Είχε ήδη μεριμνήσει πάντως και βλέποντας την πιθανή αρνητική τροπή των γεγονότων είχε βάλει φωτιά σε αρχειακά έγγραφα που διατηρούσε στο κλιμάκιο της ΚΥΠ, είχε πετάξει κάποια μηχανήματα σε δύο πηγάδια και άλλο ένα το είχε καταστρέψει. Έπρεπε να εξαφανίσει κάθε ίχνος που θα πρόδιδε τη δραστηριότητά του. Εάν τον έπιαναν με όλο αυτό το υλικό θεωρούσε σίγουρη την καταδίκη του σε θάνατο.
Όσο διάστημα βρισκόταν υπό κράτηση θυμάται τις ανακρίσεις, το ανήλιαγο κελί όπου τον τοποθέτησαν και το ελάχιστο φαγητό που τους έδιναν. Ένα κομμάτι ψωμί σαν το αντίδωρο της εκκλησίας και τρεις ελιές αντιστοιχούσαν στο πρωινό, μια φτερούγα από κοτόπουλο κομμένη στα τρία με λίγα μακαρόνια ήταν το μεσημεριανό και τίποτα άλλο έπειτα. Έχασε εννιά κιλά μέσα σε δύο εβδομάδες. Θεωρούσε ότι θα τον εκτελούσαν. Ώσπου μια ημέρα τον οδήγησαν ανέλπιστα στην ελευθερία, έπειτα από ανταλλαγή αιχμαλώτων. «Μπορείτε να φανταστείτε από εκεί που πας για εκτέλεση να είσαι μετά ελεύθερος; Πώς αντέχει ένας οργανισμός;», λέει. Μέχρι και σήμερα φυλάει στο αρχείο του ένα τσαλακωμένο πακέτο τσιγάρα της βρετανικής μάρκας Craven Α, το οποίο είχε πάνω του όταν τον έπιασαν και του το επέστρεψαν λίγο προτού απελευθερωθεί.
Συνέχισε να υπηρετεί στην Κύπρο μέχρι το 1978 και αργότερα τοποθετήθηκε στο γενικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης για τέσσερα χρόνια, ως προξενικός λιμενάρχης και βοηθός εμπορικού ακολούθου. Αποστρατεύθηκε το 1985. Θεωρεί ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά εάν είχε αξιοποιηθεί το πλούσιο πληροφοριακό υλικό που είχε συγκεντρώσει. «Φώναζαν από μόνα τους όλα αυτά που έστελνα, δεν χρειαζόταν ένας αναλυτής για να μπορεί να δει τι θα ακολουθήσει», λέει.