

Του Γιάννη Ιωάννου
Το Κυπριακό υπήρξε ανέκαθεν, στη σύγχρονη κυρίως εποχή, πεδίο μικροπολιτικής σύγκρουσης μεταξύ ηγεσίας και κομμάτων και παράλληλα πεδίο πάνω στο οποίο οι εκάστοτε Πρόεδροι έχτιζαν πολιτικό κεφάλαιο και αφήγημα ή συνθλίβονταν, πολιτικά, την επομένη κάποιας κορύφωσης ή αποτυχίας. Η άτυπη διάσκεψη στη Γενεύη δεν αποτελεί εξαίρεση γι’ αυτή την πολιτική πραγματικότητα Κυπριακού και εσωτερικής πολιτικής σκηνής –και για τις δύο κοινότητες– ωστόσο ως περιπτωσιολογία, αυτή τη φορά, φέρει δικά της ποιοτικά χαρακτηριστικά. Για την ελληνοκυπριακή κοινότητα και τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη, για πρώτη φορά σε αυτό το επίπεδο δύο χρόνια μετά την εκλογή του, αποτελεί το πρώτο σοβαρό crash-test στο εθνικό θέμα. Για την τουρκοκυπριακή κοινότητα και τον Τ/κ ηγέτη, Ερσίν Τατάρ, αποτελεί και βασικό κριτήριο του προεκλογικού, δεδομένου πως ο κ. Τατάρ μετά το 2017 έκανε σημαία της «εκλογής» του τη λύση δύο κρατών και με το ίδιο σύνθημα θα επαναδιεκδικήσει την ηγεσία της τ/κ κοινότητας τον προσεχή Οκτώβριο ή νωρίτερα, σε «πρόωρες εκλογές». Τέλος, η αυριανή άτυπη πενταμερής είναι η πρώτη μεγάλη διαδικασία μετά το 2021, μια οκταετία μετά το Κραν Μοντανά, και με μια μεγάλη συζήτηση τόσο στην ε/κ κοινότητα για τις ευθύνες του ναυαγίου το 2017 και τη συζήτηση για τον Αναστασιάδη και τα δύο κράτη, χωρίς να έχει αλλάξει το αφήγημα περί λύσης δύο κρατών από την τουρκοκυπριακή ηγεσία.
Οι κ. Χριστοδουλίδης και Τατάρ θα προσέλθουν στη Γενεύη ενώπιον του γ.γ. του ΟΗΕ, συνοδευόμενοι από τα πολιτικά κόμματα των κοινοτήτων τους. Τόσο ο ΠτΔ όσο και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης θα προσέλθουν στην Πενταμερή και θα επιστρέψουν από αυτή χωρίς να μπορούν να μην παραμείνουν ανεπηρέαστοι από τις πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό των κοινοτήτων τους – δεδομένων και των χαμηλών προσδοκιών για άμεση επανέναρξη του διαλόγου.
Τόσο ο ΠτΔ όσο και ο Τ/κ ηγέτης θα προσέλθουν στην Πενταμερή και θα επιστρέψουν από αυτή χωρίς να μπορούν να μην παραμείνουν ανεπηρέαστοι από τις πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό των κοινοτήτων τους
Θα έχει βοήθειες;
Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης προσέρχεται στη Γενεύη, συνοδευόμενος από τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου του τέως Προέδρου Αναστασιάδη, πλην του ΕΛΑΜ, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα σημειολογικά στιγμή: Δύο χρόνια μετά την εκλογή του, δημοσκοπικά λαβωμένος και με την πραγματικότητα πως καθίσταται «πρόεδρος μιας θητείας» να δείχνει, προς το παρόν, δύσκολη να ανατραπεί ενόψει βουλευτικών (2026) αλλά με τις προεδρικές εκλογές του 2028 ακόμη μακριά. Επιπλέον, κάτι που τέθηκε τόσο στον προεκλογικό του όσο και στη διακαναλική με αφορμή τα δύο χρόνια από την ανάληψη καθηκόντων του την περασμένη Τετάρτη, το ποστάρισμα του κ. Χριστοδουλίδη στο Κυπριακό (παρά την κινητικότητα του ΟΗΕ σε αυτό το πρώτο διάστημα διακυβέρνησής του) εμπεριέχει και αντιφάσεις ή αστοχίες: Δεν κατόρθωσε, παρά τη ρητορική του για εμπλοκή της Ε.Ε., στο υψηλότερο επίπεδο, στο Κυπριακό ως καταλύτη για την άρση του αδιεξόδου των συνομιλιών, να πετύχει κάτι game-changer σε αυτό το επίπεδο, εξακολουθεί να προτάσσει το Πλαίσιο Γκουτέρες ως «διαπραγματευτική αφετηρία» έναντι «κεκτημένου που πρέπει να διατηρηθεί» (άποψη που εξέφρασε στην «Κ» και ο διαπραγματευτής, Μενέλαος Μενελάου, ως στρατηγικού στόχου για τη Γενεύη) και εξακολουθεί να συμπορεύεται με την ΕΔΕΚ – κόμμα που και τυπικά έχει απορρίψει τη λύση με τη μορφή της ΔΔΟ.
Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει, ιδίως μετά το πέρας της Γενεύης και ένα αρνητικό σενάριο έκβασης, είναι κατά πόσον ο κ. Χριστοδουλίδης θα τύχει πολιτικής στήριξης από τα δύο μεγάλα κόμματα (ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ) για τη συνέχιση της προσπάθειας στο Κυπριακό, δεδομένου ότι στην περίπτωση του ΔΗΣΥ υπάρχει μεν στήριξη αλλά με αστερίσκους αλλά και περιθώριο αύξησης της κριτικής αν τους επόμενους μήνες το Κυπριακό παραμείνει σε αδιέξοδο, και στο ΑΚΕΛ έχουν ήδη αυξηθεί οι αντιπολιτευτικοί τόνοι, ιδίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Επιπλέον, ο κ. Χριστοδουλίδης, δυνητικά, μπορεί να αποδειχθεί και «μοιραίος» στο Κυπριακό ενόψει 2028, δεδομένου πως οποιαδήποτε δραματική αλλαγή παραδείγματος στη διαδικασία ή μια κήρυξη αδιεξόδου μπορεί πολύ εύκολα να χρεωθεί πολιτικά στον ίδιο από τα κόμματα ενώ, παράλληλα, να μην πείσει με το αφήγημα της αρνητικής στάσης της Τουρκίας.Τόσο ο ΠτΔ όσο και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης θα προσέλθουν στην Πενταμερή και θα επιστρέψουν από αυτή χωρίς να μπορούν να μην παραμείνουν ανεπηρέαστοι από τις πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό των κοινοτήτων τους. ΚΥΠΕ
Με σημαία τα δύο κράτη
Το αφήγημα Τατάρ για τη Γενεύη είναι αρκετά πιο εύκολο. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, που επιβλήθηκε από την Τουρκία ουσιαστικά το 2020, στην ηγεσία της λεγόμενης ΤΔΒΚ, παρέμεινε μετά το 2017 ο ισχυρότερος θεματοφύλακας της αλλαγής παραδείγματος που προώθησε η Άγκυρα στο Κυπριακό υπό το βάρος της κυριαρχικής ισότητας και της λύσης δύο κρατών. Ο Ερσίν Τατάρ, παρά το γεγονός πως δέχεται πιέσεις τόσο από την τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση για στασιμότητα στο Κυπριακό και εγκατάλειψη οποιασδήποτε προοπτικής για τους Τουρκοκύπριους αλλά και «δεξιότερα» από πολιτικούς όπως ο λεγόμενος ΥΠΕΞ, Ερτουγρούλογλου. Ο Ερσίν Τατάρ το τελευταίο εξάμηνο αναφέρθηκε δεκάδες φορές στη λύση δύο κρατών ή στη βάση λύσης στο δεδομένο της «κυριαρχικής ισότητας» και ουσιαστικά προανήγγειλε την υποψηφιότητά του για «επανεκλογή» στην τουρκοκυπριακή ηγεσία με σημαία την ίδια σκληρή γραμμή. Αυτοαποκαλέστηκε μάλιστα «υποψήφιος δύο κρατών» Ακόμη και αν η Άγκυρα για σκοπούς τακτικής πάψει να τον υποστηρίζει όταν θα γίνουν –κανονικά ή πρόωρα– «εκλογές» στα Κατεχόμενα –και ανεξαρτήτως έκβασης για το Κυπριακό τους επόμενους μήνες– η Γενεύη καθίσταται για τον Τουρκοκύπριο ηγέτη μια win-win κατάσταση: Επανεκλέγεται στο τιμόνι της τουρκοκυπριακής κοινότητας ή χάνει, αλλά όντας «ο σκληρός θιασώτης» της λύσης δύο κρατών, διαφυλάσσοντας ουσιαστικά έναντι των υποστηρικτών της σκληρής γραμμής την υστεροφημία του με έναν facesaving τρόπο που τον κατατάσσει στην τριάδα «πάνθεον» της παραδοσιακής εθνικιστικής τουρκοκυπριακής ηγεσίας, με τον Ραούφ Ντενκτάς και τον Ντερβίς Έρογλου.
Κυπριακό και μεταπολιτική
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει σε σχέση με την τρέχουσα συγκυρία αναμόχλευσης του Κυπριακού και την –παραδοσιακά– χρήση του από το πολιτικό σύστημα, στην Κύπρο, για άσκηση μικροπολιτικής, αντιπαραθέσεων και εσωτερική κατανάλωση είναι η καταγεγραμμένη τάση των τελευταίων ετών υποχώρησής του ως θεματικής (political issue in the agenda) σε σχέση με ζητήματα όπως η οικονομία, η ακρίβεια και η ασφάλεια. Μια δυναμική που σχετίζεται και με τη μεταπολιτική φάση που διανύουμε, πανευρωπαϊκά και διεθνώς, αλλά και με ζητήματα ταυτότητας (identity politics) που κατακλύζουν τον δημόσιο διάλογο. Το αν το Κυπριακό, ενόψει 2026 (βουλευτικές) και 2028 (προεδρικές), επανέλθει ψηλά στην ατζέντα, παραμένει μια ενδιαφέρουσα τάση για να παρακολουθήσει κανείς για σκοπούς ανάλυσης – δεδομένων και των πολύ κακών σεναρίων που παραμονεύουν μετά από σχεδόν μια δεκαετία απουσίας διαλόγου.