Του Απόστολου Τομαρά
Τα οικονομικά του ΓεΣΥ και η διαχείρισή τους, από τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας συνεχίζουν να προκαλούν τριβές με το Υπουργείο Οικονομικών να κρούει και πάλι τον κώδωνα του κινδύνου τόσο για τη βιωσιμότητα του ΓεΣΥ όσο και για τα οικονομικά του κράτους. Η συζήτηση που διεξήχθη στην Επιτροπή Ελέγχου με αντικείμενο τον διαχειριστικό έλεγχο που πραγματοποίησε η Ελεγκτική Υπηρεσία στον ΟΑΥ, εξελίχθηκε σε ένα διαρκές κατηγορώ κατά του Οργανισμού. Η τοποθέτηση του Υπουργού Οικονομικών ήταν αυτή που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση με τον Κωνσταντίνο Πετρίδη να παραδέχεται πως «το ΓεΣΥ είναι η μόνη πολιτική του κράτους που ακρωτηριάζει το Υπ. Οικονομικών». Ο ΥΠΟΙΚ παρουσιάζοντας τα δεδομένα που υπάρχουν απερίφραστα δήλωσε πως συμφωνεί με την έκθεση και τις συστάσεις του Γενικού Ελεγκτή, υποστηρίζοντας πως «ο φορολογούμενος πληρώνει δύο και τρεις φορές τις δαπάνες υγείας».
Εισφορές
Από τις ανησυχητικές διαπιστώσεις του ΥΠΟΙΚ στην παρουσίαση των οικονομικών δεδομένων από ενάρξεως του ΓεΣΥ, η αναφορά του στο κομμάτι των εισφορών των δικαιούχων στο ΓεΣΥ. Σε μια αποστροφή του λόγου του, ο κ. Πετρίδης για να στηρίξει το σκεπτικό μη ορθολογικής εφαρμογής της νομοθεσίας, προφανώς από τον ΟΑΥ είπε. «Αν θέλαμε να είμαστε αυστηροί ως κυβέρνηση αυτή τη στιγμή, θα έπρεπε να προβούμε σε αύξηση εισφορών κατά 20%-30%, για να παρέχονται και οι υπηρεσίες που υπολείπονται». Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν σκέψεις για αύξηση του ποσοστού εισφορών ο κ. Πετρίδης στην ουσία υποστήριξε πως με τον τρόπο διαχείρισης, οικονομικών και ιατρικών υπηρεσιών από τον ΟΑΥ, το θέμα θα τεθεί επί τάπητος κάποια στιγμή.
Τα οικονομικά
Ο ΥΠΟΙΚ παρουσίασε στην Επιτροπή Ελέγχου στοιχεία για τις δαπάνες του ΓεΣΥ σε σχέση με τα όσα προβλέπει η μελέτη Mercer για τη λειτουργία του συστήματος υγείας. Ο κ. Πετρίδης ανάφερε στα μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής πως με βάση τη μελέτη «το ΓεΣΥ θα έπρεπε να στοιχίζει περίπου €1.200 ανά πολίτη ή €2.300 ανά εργαζόμενο. Σύμφωνα με τις δαπάνες που υπολογίζονται για το 2022, θα στοιχίζει το 2022 €1.670 ανά πολίτη, €3.222 ανά εργαζόμενο». Πρόσθεσε ότι οι πραγματικές δαπάνες υγείας που δεν περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του ΟΑΥ, είναι €2.300 ανά πολίτη και €4.400 ανά εργαζόμενο.
Οι αιτίες
Τις στρεβλώσεις που παρατηρούνται με τα οικονομικά ο κ. Πετρίδης τις απέδωσε στη μη εφαρμογή κατά γράμμα της νομοθεσίας για τη λειτουργία του ΟΑΥ. Για το Υπουργείο Οικονομικών, ο αδύναμος κρίκος που δημιουργεί επιπρόσθετες δαπάνες είναι πως ο ΟΑΥ δεν καλύπτει όσα θα έπρεπε να καλύπτει εξ αρχής, με αποτέλεσμα την επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών. Ως παράδειγμα δίδονται τα φάρμακα που δεν καλύπτονται από το ΓεΣΥ με αποτέλεσμα το κράτος να επιβαρύνεται ετησίως με 50 έως 70 εκατ. ευρώ. Επιπλέον επιβάρυνση υπάρχει για τους επιδοτούμενους ασθενείς στο εσωτερικό και εξωτερικό, για κάποιες υπηρεσίες δευτεροβάθμιας φροντίδας που δεν έχουν ενταχθεί στο ΓεΣΥ ακόμα. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθούν κάποια νοσοκομεία της υπαίθρου, όπως της Κυπερούντας και του Κάτω Πύργου, στα οποία, όπως υποστηρίζεται, ο ΟΑΥ καταβάλει μόνο ένα μικρό ποσό αποζημίωσης με αποτέλεσμα το κράτος να συμπληρώνει το υπόλοιπο.
Ο ΟΑΥ
Η κόντρα ΥΠΟΙΚ με ΟΑΥ εντάθηκε από την απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε συμψηφισμό των υπηρεσιών που κάλυψαν τα κρατικά ταμεία, με τη συνεισφορά του κράτους στον ΟΑΥ. Ο πρόεδρος του ΟΑΥ Θωμάς Αντωνίου στην Επιτροπή Ελέγχου είπε πως παράνομα το Υπουργείο Οικονομικών αποκόπτει €50 εκ. από τον ΟΑΥ για διάφορες δαπάνες, όπως οι νοσηλείες ασθενών στο εξωτερικό. Απαντώντας εκ μέρους του ΟΑΥ, απέρριψε τις καταγγελίες ότι συμβάσεις του ΟΑΥ με τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια είναι παράνομες τονίζοντας πως στο Συμβούλιο του ΟΑΥ εκπροσωπούνται άτομα από τα Υπουργεία Οικονομικών και Υγείας, τα οποία δεν διαφώνησαν. «Τις συμβάσεις», είπε, «τις συνυπέγραψε και ο τέως Υπουργός Υγείας, Κωνσταντίνος Ιωάννου».