ΚΥΠΕ
Δεκάδες παράπονα για καθυστερήσεις στην εξέταση ενστάσεων ή/και παράλειψη απάντησης από το Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας έχει διαχειριστεί το Γραφείο της Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία σε έκθεσή της καλεί τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες να τηρούν εύλογα χρονοδιαγράμματα, καθώς οι καθυστερήσεις φτάνουν έως και τρία χρόνια σε κάποιες περιπτώσεις.
Όπως σημειώνει η Επίτροπος στη Έκθεσή της, το Γραφείο της καταγράφει τα τρία τελευταία χρόνια μια σημαντικά αυξημένη εισροή παραπόνων εναντίον του Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας (ΥΚΠ), για υπερβολική έως και υπέρμετρη καθυστέρηση στην εξέταση εντάσεων και παράληψη απάντησης σε σχέση με απορριπτικές αποφάσεις της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας. Συγκεκριμένα, στην Έκθεση της Επιτρόπου γίνεται αναφορά σε 21 υποθέσεις.
Μεταξύ των υποθέσεων που παρουσιάζονται στην Έκθεση, υπάρχουν αναφορές για αιτήματα που παραμένουν σε εκκρεμότητα από τις αρχές του 2020, ενώ αναπάντητες παραμένουν οι επιστολές για το εν λόγω αίτημα το 2022, το 2023 και το 2024. Επίσης, αναφέρεται ότι παραπονούμενη δεν μπόρεσε μέχρι και το 2024 να λάβει απάντηση σε ένσταση σχετικά με απόρριψη αίτησης για επίδομα τέκνου από το 2021.
Η παράληψη απάντησης σε επιστολές προς τις υπηρεσίες του Υφυπουργείου, ακόμα και επιστολές της ίδιας της Επιτρόπου, είναι φαινόμενο που διαπιστώθηκε σε περισσότερες από μία περιπτώσεις που περιλαμβάνονται στην Έκθεση. Σημειώνεται, επίσης, περίπτωση λήψης απόφασης για ένσταση σε συνολικά 21 μήνες μετά την υποβολή της, καθώς και περίπτωση εξέτασης ένστασης που ολοκληρώθηκε σε συνολικά 32 μήνες μετά την υποβολή της.
Η Έκθεση της Επιτρόπου επισημαίνει ότι «το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητά του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφασή του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται». Κάνει, επίσης, λόγο για υποχρέωση απάντησης 30 ημερών, όταν είναι εφικτή η λήψη απόφασης μέσα στην προθεσμία αυτή, καθώς και η υποχρέωση της υπηρεσίας να ενημερώνει εγγράφως μέσα στην προθεσμία των 30 ημερών για την πορεία της υπόθεσης.
Σημειώνει, ακόμα, ότι με την πάροδο τριών μηνών από την ημέρα της υποβολής της αναφοράς, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να προσβάλει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου την παράλειψη της υπηρεσίας, αυτή ως άρνηση ικανοποίησης της αναφοράς του. Εκτός αυτού, μπορεί κάποιο πρόσωπο, που δεν ικανοποιείται από απόφαση που εκδόθηκε, να την προσβάλει στον Υπουργό με έγγραφη αιτιολογημένη προσφυγή.
Ο Υπουργός, με τη σειρά του, όπως αναφέρει η Επίτροπος, εξετάζει την προσφυγή χωρίς υπαίτια βραδύτητα. Ακόμα, αναφέρει ότι ο Υπουργός εξετάζει ένσταση εντός τριών μηνών, εκτός αν αποδεδειγμένα χρειάζεται περαιτέρω χρόνος για εξέταση της ένστασης, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις επιπρόσθετους μήνες.
Η Έκθεση υπογραμμίζει, επίσης, τις δυσάρεστες επιπτώσεις στις συνθήκες διαβίωσης των επηρεαζόμενων, καθώς επηρεάζονται άτομα που δεν έχουν επαρκείς πόρους και στηρίζονται σε επιδόματα για να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή διαβίωση. Όπως σημειώνει η Επίτροπος, πρόκειται για «ευάλωτα άτομα υπό την έννοια ότι ενδέχεται δυνατόν να μην διαθέτουν επαρκείς πόρους εισοδήματος προς κάλυψη των αναγκών τους και είναι άτομα που χρήζουν άμεσης οικονομικής στήριξης για να μπορέσουν να ζήσουν αξιοπρεπώς».
Η Επίτροπος καλεί την Υφυπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας να «λάβει όλα τα μέτρα, ώστε τα χρονοδιαγράμματα που προβλέπει ο νόμος για την εξέταση των ενστάσεων και την έκδοση αποφάσεων τηρούνται αυστηρά στα πλαίσια των πραγματικών δεδομένων κάθε περίπτωσης».
Ζητά, επίσης, να εξεταστούν άμεσα οι εκκρεμούσες ενστάσεις, παράπονα και αιτήματα, που υποβλήθηκαν πριν το 2022. Σημειώνει ότι «σε περίπτωση που, για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι εφικτή η τήρηση των προβλεπόμενων προθεσμιών, οι αιτητές θα πρέπει να ενημερώνονται εγκαίρως για τους λόγους της καθυστέρησης».
Τέλος, εισηγείται το Υφυπουργείο να αναβαθμίσει τους μηχανισμούς επικοινωνίας και ενημέρωσης με τους πολίτες και να μεριμνήσει για την εκπαίδευση και επιμόρφωση των λειτουργών που στελεχώνουν το τηλεφωνικό κέντρο εξυπηρέτησης "1450".