ΚΥΠΕ
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την Τετάρτη τους περισσότερους λόγους έφεσης Τουρκοκύπριου της Βρετανίας, ο οποίος είχε κινηθεί νομικά κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Υπουργείου Εσωτερικών, ως κηδεμόνα των τουρκοκυπριακών περιουσιών και ο οποίος εφεσίβαλε απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με το ύψος των αποζημιώσεων που του είχαν επιδικαστεί για παράνομη επέμβαση και παρέμβαση σε κτήμα του κοντά στην περιοχή Μακένζι.
Ο Raymond Riza, που γεννήθηκε στο Λονδίνο και έκτοτε διαμένει στη Μ. Βρετανία κληρονόμησε από τον πατέρα του Fikret Ali Riza, Τουρκοκύπριο γεννηθέντα στη Λάρνακα που μετανάστευσε στο Λονδίνο το 1951 και ο οποίος έχει αποβιώσει, το ένα δεύτερο μεριδίου κτήματος στη Λάρνακα. Το υπόλοιπο μερίδιο ανήκε στον αδελφό του Fikret, επίσης αποβιώσαντα. Το επίδικο κτήμα ήταν χωράφι, στο οποίο το 2010 είχε ανεγερθεί ένα διώροφο κτίριο με αίθουσες δεξιώσεων και πισίνα. Βρίσκεται σε απόσταση 3 χλμ από το κέντρο της πόλης και το νέο αεροδρόμιο και 400μ δυτικά της παραλίας Μακένζυ. Πατέρας και γιος ήταν κάτοχοι Βρετανικού Διαβατηρίου.
Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι το επίδικο ακίνητο θεωρείτο τουρκοκυπριακή περιουσία. Έτσι, μετά την τουρκική εισβολή το επίδικο μερίδιο επιτάχθηκε από τις 11.9.1975 μέχρι και τις 30.6.1991. Το 2010, το ΥΠΕΣ επέτρεψε την ανέγερση εντός του επίδικου ακινήτου των προαναφερόμενων οικοδομών, οι οποίες χρησιμοποιούνται από τρίτα πρόσωπα.
Ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι τόσο ο αποβιώσας πατέρας του όσο και ο ίδιος από το 1975 έχουν αποκλειστεί από την άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος επί του επίδικου μεριδίου, χωρίς τη συγκατάθεση τους και χωρίς να έχουν αποζημιωθεί και ισχυρίστηκε ότι έκτοτε υφίσταται παράνομη επέμβαση και παρέμβαση επί αυτού, καθώς επίσης δυσμενής διάκριση εναντίον τους, λόγω της τουρκοκυπριακής καταγωγής τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το επίδικο μερίδιο δεν θεωρείται τουρκοκυπριακή περιουσία, καθώς, σύμφωνα με τη νομολογία, Τουρκοκύπριος θα πρέπει να ανήκει στην τουρκική κοινότητα της Κύπρου και επομένως να θεωρείται πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Fikret δεν ήταν Τουρκοκύπριος εφόσον είχε εγκαταλείψει την Κύπρο από το 1951 και έκτοτε διέμενε μόνιμα στο Λονδίνο μέχρι και τον θάνατο του και ήταν πάντοτε Βρετανός υπήκοος, όπως και ο Εφεσείων.
Ενώ ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε παράνομη επέμβαση του επίδικου μεριδίου από το 1975 μέχρι και το 1991, καθότι η επίταξη είχε γίνει στη λανθασμένη βάση του ότι επρόκειτο για τουρκοκυπριακή περιουσία, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δέχθηκε πως η παράνομη επέμβαση συνεχίστηκε από το 1991 μέχρι και το 2010, στη βάση του ότι δεν είχε αποδειχθεί η κατοχή ή ο έλεγχος αυτού από το Υπουργείο Εσωτερικών. Αντίθετα, τέτοια κατοχή και έλεγχος αποδείχθηκε από το 2010 μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, όταν το 2010 το ΥΠΕΣ και η Κυπριακή Δημοκρατία επέτρεψαν την ανέγερση εντός αυτού της οικοδομής και την εκμετάλλευση αυτής από τρίτα πρόσωπα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα περί παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων του Fikret και του ιδίου στη βάση της δυσμενούς διάκρισης λόγω εθνικής καταγωγής και θρησκείας.
Δεχόμενο τη μαρτυρία του εκτιμητή των Εφεσίβλητων, κατέληξε στην επιδίκαση χρηματικών αποζημιώσεων στη βάση της ενοικιαστικής αξίας του κτήματος, μόνο εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας για την περίοδο από το 1975 μέχρι το 1991 για το ποσό των €6.743 πλέον τόκο και εναντίον και της Κυπριακής Δημοκρατίας και του ΥΠΕΣ για την περίοδο από το 2010 μέχρι και την έκδοση της απόφασης για το ποσό των €5.000 πλέον τόκο. Επιπλέον επιδίκασε εναντίον των Εφεσίβλητων το ποσό των €62.500 πλέον τόκο ως μη χρηματικές αποζημιώσεις και το ποσό των €1.000 μηνιαίως από την έκδοση της απόφασης μέχρι και την παράδοση του επίδικου μεριδίου στον Εφεσείοντα πλέον τόκο ως τιμωρητικές αποζημιώσεις. Επιδίκασε ακόμα εναντίον των Εφεσίβλητων το ποσό των €862 ως η αξίωση του Εφεσείοντα για εκτιμητικά έξοδα.
Ο Εφεσείων, με συνολικά οκτώ λόγους έφεσης, προσέβαλε κάθε πτυχή της προσβαλλόμενης απόφασης.
Συγκεκριμένα, ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν υφίστατο παράνομη επέμβαση για τη χρονική περίοδο από την 1.7.1991 μέχρι τις 4.11.2010. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι με τη θέσπιση του νόμου για τον Κηδεμόνα τ/κ περιουσιών, οι τουρκοκυπριακές περιουσίες περιέπεσαν υπό τον έλεγχο και τη νομική κατοχή του Κηδεμόνα. Ακολούθως, όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο επανέλαβε το εύρημα του ότι το επίδικο μερίδιο δεν αποτελούσε τουρκοκυπριακή περιουσία εν τη εννοία του Νόμου, επισημαίνοντας, ορθά, πως ο βασικός πυλώνας της αξίωσης του Εφεσείοντα για να του αποδιδόταν η κατοχή και χρήση αυτού ήταν πως το ακίνητο αποτελούσε τουρκοκυπριακή περιουσία. Όπως αναφέρει το Ανώτατο, "ήταν εύστοχη η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν θα μπορούσε ο Εφεσείων να διεκδικεί την κατοχή και χρήση του επίδικου μεριδίου στη βάση του ότι αυτό δεν συνιστά τουρκοκυπριακή περιουσία και αποζημιώσεις για τη νομική κατοχή του στη βάση νομοθεσίας που αφορά σε τουρκοκυπριακές περιουσίες και μόνο".
Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως δεν αποδείχτηκε ότι το επίδικο ακίνητο ήταν υπό τον πραγματικό έλεγχο ή την όποια φυσική κατοχή του Κηδεμόνα από τη θέσπιση του Νόμου μέχρι και το 2010. Το Ανώτατο θεώρησε εύλογες και δικαιολογημένες τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου και έκρινε αβάσιμο τον πρώτο λόγο έφεσης.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης πρσοβάλθηκε ως εσφαλμένη η μη επιδίκαση αποζημιώσεων για τη χρονική περίοδο από τη 1.7.1991 μέχρι και τις 4.11.2010. Από τη στιγμή που κρίθηκε ορθό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν υπήρχε παράνομη επέμβαση για αυτή την περίοδο, δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης αποζημιώσεων, ανέφερε το Ανώτατο, απορρίπτοντας και τον δεύτερο λόγο έφεσης.
Ο τρίτος λόγος αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκτίμηση του εκτιμητή σε σχέση με τη βάση και τη μέθοδο υπολογισμού των αποζημιώσεων. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η επιδίκαση αφενός των αποζημιώσεων στη βάση της ενοικιαστικής αξίας του επίδικου κτήματος και αφετέρου του τόκου από τον μέσο όρο της κάθε περιόδου αντί από την αρχή αυτής. Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε μη χρηματικές αποζημιώσεις για τη χρονική περίοδο 11.9.1975 μέχρι 4.11.2010 και εφάρμοσε λανθασμένες αρχές για την επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων από τις 4.11.2010 μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά την ίδια εισήγηση με τη διαφορά πως αναφέρεται σε τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Με τον λόγο έφεσης 7 προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε νόμιμη επίταξη από το 1975 μέχρι και το 1991 και ο λόγος έφεσης 8 αφορά στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν υπήρχε δυσμενής διάκριση λόγω της τουρκοκυπριακής καταγωγής του Fikret και του Εφεσείοντα, ούτε και υπήρχε παραβίαση συνταγματικών τους δικαιωμάτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η επίταξη έγινε στη βάση του ότι επρόκειτο για τουρκοκυπριακή περιουσία. Δεν τέθηκε μαρτυρία ότι τα διατάγματα επίταξης τα οποία εκδίδονταν κατά καιρούς για τη συνέχιση της επίταξης από το 1975 μέχρι και το 1991 που θεσπίστηκε ο σχετικός νόμος, αμφισβητήθηκαν ή ακυρώθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο. Εξάλλου ο σχετικός νόμος για τη δημιουργία του Κηδεμόνα κρίθηκε συνταγματικός, ενώ επίσης δεν τεκμηριώνεται δυσμενής διάκριση εναντίον των Τουρκοκυπρίων λόγω καταγωγής. "Όπως δε εύστοχα επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο προς επίρρωση της θέσης περί μη τεκμηρίωσης δυσμενούς διάκρισης, Τουρκοκύπριοι οι οποίοι δεν εγκατέλειψαν την περιουσία τους στις ελεύθερες περιοχές, δεν απώλεσαν την κατοχή και διαχείριση της", αναφέρει το Ανώτατο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε ότι στην πραγματικότητα η υπό εξέταση περίπτωση δεν αφορούσε τουρκοκυπριακή περιουσία αλλά περιουσία εγγεγραμμένη στο όνομα Βρετανού υπηκόου ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο διέμενε μόνιμα στη Βρετανία και όταν απεβίωσε αυτή μεταβιβάστηκε στον υιό του, Εφεσείοντα, επίσης Βρετανού υπηκόου. "Ήταν εύστοχη η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η περίπτωση δεν διέφερε από αυτή ενός Ελληνόκυπριου ή ενός πολίτη άλλης χώρας ο οποίος διαπιστώνει ότι η περιουσία του επιτάχθηκε για συγκεκριμένη περίοδο και η Δημοκρατία και ο Κηδεμόνας ανέλαβαν τη κατοχή και τον έλεγχο της καθότι λανθασμένα θεώρησαν πως επρόκειτο για τουρκοκυπριακή περιουσία. Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν εύλογο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν ετίθετο ζήτημα δυσμενούς διάκρισης εναντίον του Fikret και του Εφεσείοντα στη βάση του ότι ήταν τουρκοκυπριακής καταγωγής", σημειώνει το Ανώτατο.
Επομένως, οι λόγοι έφεσης 7 και 8 κρίθηκαν αβάσιμοι και απορρίφθηκαν.
Σε σχέση με τις αποζημιώσεις αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με τη μαρτυρία των εκτιμητών. Και οι δύο κατέθεσαν έκθεση εκτίμησης. Ο ένας προέβη στην εκτίμηση του με βάση την αγοραία αξία του επίδικου μεριδίου και την απώλεια χρήσης του από το 1975. Ο δεύτερος υπολόγισε τις αποζημιώσεις με βάση την ετήσια ενοικιαστική αξία του κτήματος, για την οποία έλαβε υπόψη και την εκάστοτε αγοραία αξία του. Το πρωτόδικο έδωσε καλούς και πειστικούς λόγους, σύμφωνα με το Ανώτατο, γιατί κατέληξε στην αποδοχή της μαρτυρίας του δεύτερου έναντι του πρώτου. Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η έκθεση εκτίμησης του δεύτερου «συνιστά μια ολοκληρωμένη και λεπτομερή μελέτη του ζητήματος και τα αποτελέσματα εδράζονται σε πραγματικά συγκριτικά δεδομένα».
Επομένως ο τρίτος λόγος έφεσης και μέρος του τέταρτου λόγου έφεσης απορρίπτονται.
Το υπόλοιπο μέρος του τέταρτου λόγου έφεσης αφορά στον τόκο που επιδικάστηκε επί των ποσών των αποζημιώσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε νόμιμο τόκο επί των αποζημιώσεων για την παράνομη επέμβαση από το μέσο της κάθε περιόδου, δηλαδή για την περίοδο από 11.9.1975 μέχρι 30.6.1991, από την 1.8.1983 και για την περίοδο από 4.11.2010 μέχρι 2.6.2015, από τις 20.2.2013. Η αιτιολόγηση που έδωσε ήταν ότι αυτό θεώρησε δίκαιο με βάση τη σχετική νομολογία και τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Το Ανώτατο θεώρησε σωστή την επιδίκαση του τόκου από τη μέση της περιόδου για την περίοδο από τις 11.9.1975 μέχρι 30.6.1991, αλλά θεώρησε ότι για την περίοδο από τις 4.11.2010 μέχρι τη λήψη της απόφασης, ο Εφεσείων δικαιούτο στην επιδίκαση τόκου για όλη τη χρονική περίοδο της παράνομης επέμβασης και μέχρι την τελική αποπληρωμή. Ως εκ τούτου ο τέταρτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει μερικώς.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η επιδίκαση μη χρηματικών αποζημιώσεων από τις 4.11.2010 και ότι το ποσό αυτό των €5.000 είναι έκδηλα ανεπαρκές. Όπως αναφέρεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι για τον καθορισμό τέτοιων αποζημιώσεων ότι συνυπολογίζονται οι χρηματικές ζημιές που αφορούν τη χρηματική ζημιά που ο αιτητής υπέστη και η μη χρηματική ζημιά η οποία αφορά την αποζημίωση για τα συναισθήματα αδικίας πικρίας και άγχους που ο αιτητής υπέφερε.
Ακολούθως διέκρινε την υπόθεση Demades v. Cyprus στη βάση της οποίας ο Εφεσείων είχε εισηγηθεί ότι ενόψει της 40ετούς στέρησης της περιουσίας του, δικαιούται το ποσό των €80.000. "Θεωρούμε ορθή τη διάκριση στη βάση του ότι η εν λόγω υπόθεση αφορούσε δεύτερη κατοικία Ελληνοκύπριου και κρίθηκε στη βάση του Άρθρου 8 της Σύμβασης που αφορά στο δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και της κατοικίας", αναφέρει το Ανώτατο, τονίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε την εμφανή διαφορά μεταξύ του Fikret και του Εφεσείοντα και ενός Ελληνοκυπρίου που διώχθηκε από την περιουσία του η οποία καταλήφθηκε διά της βίας και των όπλων από τα τουρκικά στρατεύματα το 1974, χωρίς νομικό έρεισμα.
«Διαφορετικά είναι τα συναισθήματα, που και πάλι αντιμετωπίζονται με συμπάθεια, ενός προσώπου που διαμένει στο εξωτερικό για 23 χρόνια και πληροφορείται ότι περιουσία που έχει την Κύπρο, που δεν ήταν ούτε η κατοικία του, ούτε ο χώρος εργασίας του, ούτε το χωράφι που καλλιεργούσε, έχει τεθεί υπό τον προσωρινό έλεγχο της νόμιμης Κυβέρνησης του τόπου στη βάση της νομοθεσίας για σκοπούς προστασίας της και προσωρινά», αναφέρεται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επομένως, συμπεραίνει το Ανώτατο, ήταν εύλογη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο Εφεσείων δεν δικαιούτο αποζημιώσεις για την περίοδο της επίταξης.
Αναφορικά με την περίοδο από τις 4.11.2010 μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, 21.12.2016, που ο Εφεσείων δικαιώθηκε στην αξίωση για κατοχύρωση των ιδιοκτησιακών του δικαιωμάτων, το Ανώτατο θεώρησε ότι το επιδικασθέν ποσό των €5.000 αποτελεί δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της υπόθεσης και του χρονικού διαστήματος επιδίκασης αυτών. Συνεπώς ο λόγος έφεσης 5 κρίθηκε αβάσιμος και απορρίφθηκε.
Με τον λόγο έφεσης 6 προσβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε τιμωρητικές αποζημιώσεις για την περίοδο 11.9.1975 και 4.11.2010 και ότι οι επιδικασθείσες αποζημιώσεις για την περίοδο από τις 4.11.2010 των €62.500 είναι έκδηλα ανεπαρκείς. Με βάση τον μέσο όρο του μηνιαίου ενοικίου για την περίοδο από τις 4.11.2010 μέχρι και τις 2.6.2015 που ήταν €455, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των €1.000 μηνιαίως, ήτοι συνολικό ποσό €62.500 μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και €1.000 μηνιαίως από την εν λόγω ημερομηνία μέχρι την παράδοση του ½ μεριδίου του επίδικου ακινήτου στον Εφεσείοντα. "Θεωρούμε ότι αυτό ήταν το αποτέλεσμα ορθής καθοδήγησης και διεργασίας και, επομένως, δεν υπάρχει λόγος επέμβασης μας. Ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται, σημειώνει το Ανώτατο.
Συνεπώς, η Έφεση πέτυχε αναφορικά μόνο και εν μέρει με τον τέταρτο λόγο έφεσης. Ως εκ τούτου, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επικυρώνεται, πλην του μέρους της επιδίκασης του τόκου για την περίοδο από τις 4.11.2010 μέχρι εξοφλήσεως το οποίο αντικαθίσταται με την επιδίκαση νόμιμου τόκου επί του ποσού των €67.500 από τις 4.11.2010 μέχρι εξοφλήσεως.