Kathimerini.gr
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζο Μπάιντεν υποστηρίζει ότι ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε είναι ο καταλληλότερος για να αναλάβει τα ηνία, ως ο επόμενος γενικός γραμματέας στο ΝΑΤΟ, σύμφωνα με Αμερικανό αξιωματούχο που επικαλείται το Politico.
Η υποστήριξη του Μπάιντεν είναι πιθανό να επηρεάσει αρκετούς συμμάχους οι οποίοι θα μπορούσαν επίσης να ταχθούν υπέρ της υποψηφιότητας του Ρούτε.
Σύμφωνα πάντα με το Politico, τα δύο τρίτα των χωρών του ΝΑΤΟ υποστηρίζουν την υποψηφιότητα του Ρούτε.
Η θητεία του σημερινού γ.γ. του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, ο οποίος από το 2014 είναι επικεφαλής της συμμαχίας, λήγει τον Οκτώβριο.
Οι πιέσεις αυξάνονται ώστε να εγκριθεί η υποψηφιότητα του Ρούτε πριν από τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο, η οποία θα πραγματοποιηθεί στην Ουάσιγκτον για τον εορτασμό της 75ης επετείου της Συμμαχίας.
Η πορεία του Ρούτε προς τον ρόλο του γενικού γραμματέα αναπόφευκτα τον φέρνει σε σύγκρουση με τη Ρωσία, καθώς η Συμμαχία ατσαλώνεται απέναντι στην επιθετικότητα του Βλαντιμίρ Πούτιν δύο χρόνια μετά την εισβολή στην Ουκρανία, σχολιάζει το Politico.
Και αν ο τέως πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επιστρέψει στο Οβάλ Γραφείο, ο Ολλανδός ηγέτης θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον σκεπτικισμό του Ρεπουμπλικανού απέναντι στο ΝΑΤΟ και τις νέες προκλήσεις για τη συλλογική ασφάλεια.
Τα επόμενα βήματα
Σύμφωνα με τους κανόνες του ΝΑΤΟ, ο γενικός γραμματέας εκλέγεται με ομόφωνη συναίνεση, πράγμα που σημαίνει ότι ο Ρούτε πρέπει να κερδίσει την υποστήριξη και των 31 κρατών-μελών.
Οποιοσδήποτε υποψήφιος για τη θέση πρέπει να λάβει έγκριση από την Τουρκία και την Ουγγαρία, οι οποίες έχουν αναδείξει τα μεγαλύτερα εμπόδια για την αποδοχή νέων μελών. Η Τουρκία φέρεται να έχει ζητήσει διαβεβαιώσεις προτού στηρίξει τον Ρούτε, ενώ η Ουγγαρία είχε μακροχρόνιες διαφωνίες με τον Ολλανδό πρωθυπουργό.
Οι αμυντικές δαπάνες
Οι αμυντικές δαπάνες παραμένουν το κύριο μέλημα της Συμμαχίας, με τις χώρες να αγωνίζονται να πετύχουν τον στόχο του 2% του ΑΕΠ που έθεσε η Συμμαχία μετά το 2014.
Φέτος, 18 από τις 31 χώρες του ΝΑΤΟ πρόκειται να πετύχουν τον στόχο, από τις μόλις επτά που τον πέτυχαν πέρυσι. Η Ολλανδία δεν έχει «πιάσει» ακόμη το ποσοστό, ωστόσο βρίσκεται σε καλό δρόμο για τον επιτύχει φέτος.
Τα ευρωπαϊκά κράτη του ΝΑΤΟ θα επενδύσουν συνολικά 380 δισ. δολ. στην άμυνα τη χρονιά που διανύουμε. Η Γερμανία είναι μεταξύ των χωρών που πέτυχαν τον στόχο του 2% για πρώτη φορά από το 1992.
Η «ρωσική απειλή»
Στην πρόσφατη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, ο Ρούτε είπε, απευθυνόμενος στους δημοσιογράφους, ότι η απειλή μίας ρωσικής επίθεσης σε χώρα του ΝΑΤΟ είναι πραγματική, ωστόσο «ο καλύτερος τρόπος για να την αποτρέψουμε είναι να διασφαλίσουμε ότι έχουμε κάνει τα πάντα για να επενδύσουμε στην άμυνά μας».
Υπό τον Ρούτε, έναν από τους μακροβιότερους ηγέτες της Ολλανδίας και συνολικά της Ευρώπης, η χώρα δεσμεύτηκε να στείλει στην Ουκρανία 24 από τα μαχητικά F-16 της, τα περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη. Η Ολλανδία βοηθά επίσης στην εκπαίδευση Ουκρανών πιλότων.
Ο ολλανδικός στρατός έχει επίσης στείλει άρματα μάχης, συστήματα πυροβολικού, πυρομαχικά και συστήματα αεράμυνας Patriot στο Κίεβο τα τελευταία δύο χρόνια. Η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί άλλα 2,1 δισ. δολάρια σε στρατιωτική και ανθρωπιστική βοήθεια προς την Ουκρανία το επόμενο έτος.
Ο Ντόναλντ Τραμπ
Ο Ρούτε είπε στο Μόναχο ότι η ανάγκη να επενδύσει η Ευρώπη περισσότερο στη δική της άμυνα έχει να κάνει περισσότερο με τη στάση της Ρωσίας και λιγότερο με το ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ.
«Ας σταματήσουμε να γκρινιάζουμε, να γκρινιάζουμε και να γκρινιάζουμε για τον Τραμπ», τόνισε και πρόσθεσε: «Πρέπει να επενδύσουμε στις αμυντικές μας δαπάνες. Πρέπει να αυξήσουμε μαζικά την παραγωγή όπλων και μετά πρέπει να κάνουμε περισσότερα για να στηρίξουμε την Ουκρανία».
Ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ και φαβορί στην κούρσα για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε κύμα αντιδράσεων τις προηγούμενες εβδομάδες, καθώς δήλωσε στη διάρκεια προεκλογικής του συγκέντρωσης ότι θα ενθάρρυνε τη Ρωσία να επιτεθεί σε όσες χώρες-μέλη της Συμμαχίας δεν πληρώνουν στο ΝΑΤΟ με βάση της δεσμεύσεις τους για τον στόχο του 2%.
Με πληροφορίες από Politico, Reuters